1.
Εσύ είσαι εξόριστη από εμένα,
εσύ προδοτικά ρέεις μέσα από τα δάχτυλά μου
και λιγοστεύεις ολοένα σαν την άμμο,
εσύ με το που πάω το πρωί να μιλήσω για το άλφα
γυρνάς απότομα απ’ την άλλη,
κι όταν το δειλινό το ωμέγα αφουγκράζομαι,
μεταμορφώνεσαι σε χάπι υπνωτικό.
Εσύ είσαι εξόριστη από εμένα,
εσύ, νυχτοπατώντας στην Επίδαυρο,
κλέβεις συνέχεια τους λυγμούς απ’ τις κερκίδες
και καταντάς την τραγωδία περιγραφή
και τη διορατική της οικονομίας πυγολαμπίδα
αφήνεις να χαθεί μέσα στα σκοτεινά
θηρία του πευκοδάσους.
Εσύ είσαι εξόριστη από εμένα,
αγάλι αγάλι όταν θέλω να σε πιω
εσύ μου γίνεσαι κόμπος στο λαιμό,
να σε γευθώ, να σε χαϊδέψω, να σε παίξω
και πικραθείς, αποτραβιέσαι, μυξοκλαίς
κάτω από έναν ήλιο ζοφερό
και μυρωδιά τσικνή του Πάσχα.