Olvido García Valdés, Χωρίς Χνάρι

Η Ολβίδο Γκαρθία Βαλντές, που γεννήθηκε το 1950 στο Σαντιάνες ντε Πράβια, έχει σπουδάσει Ρωμανική Φιλολογία και Φιλοσοφία και δίδαξε για χρόνια στο Τολέδο. Εκτός από το δικό της ποιητικό έργο, έχει μεταφράσει Άννα Αχμάτοβα και Μαρίνα Τσβετάγεβα και έχει γράψει δοκίμια, εκ των οποίων ένα για την Τερέζα της Άβιλα και διάφορα για εκθέσεις σημαντικών εικαστικών όπως ο Κίφερ ή ο Τάπιες. Γράφει η Ολβίδο Γκαρθία Βαλντές για την ποίηση:

«[….]Υπάρχει ένας τρόπος ύπαρξης στον κόσμο που συνεπάγεται ανάγκη έκφρασης. Ο λόγος, η πράξη που πηγάζουν όταν σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο, συνειδητοποιώντας την αμεσότητα και την ομορφιά, και ταυτόχρονα τη ρευστότητα, την αντιξοότητα και τη δυστυχία, την αποσπασματικότητα, το εφήμερο του είναι. Μια τέτοιου είδους συνείδηση γεννάει μια ανησυχία που είναι τρόπος γνώσης, αυτογνωσίας. […]»

 

*

Πρώτα επρόκειτο για μια φανέρωση της Αχμάτοβα, όχι

ο μύθος αλλά το σώμα Αχμάτοβα, μια εμφάνιση

σε μέση απόσταση, μέση ηλικία, σε μια αίθουσα

επιβίβασης του αεροδρομίου της Βιέννης· κινούνταν

συνταιριάζοντας ένα καροτσάκι παιδιού, συζητούσε

με τους συνταξιδιώτες της, γελούσε, φαινόταν

ψηλή και χαρούμενη και γεμάτη σαν μαντόνα

με πέπλα της ισλαμικής παράδοσης και ανοιχτόχρωμα μάτια.

Έτσι πρέπει να ήταν, σκέφτηκα, το γέλιο και το χλομό

διάφανο δέρμα, τα ευθέα μάτια, κάτι

σαν ευημερία ή την αυτοπεποίθηση

του κορμιού, μια δύναμη που ήταν μονάχα

του να υπάρχεις, του να αισθάνεσαι τον εαυτό σου, εικόνα

ατελείωτης χάρης όπως η Ουγγαρέζα

Παρθένος του Pötsch en Dom zu St. Stephan.

H έξοδος

από το μετρό, από το πηγάδι του μετρό – και κάτω το περίεργο

εκκλησάκι του Βιργιλίου, υπόγειου άγιου που

μπορώ να φανταστώ – η έξοδος από το πηγάδι στον ουρανό, όχι στον ουρανό

της Βιέννης αλλά στον ciel du Midi ή της Γρανάδας, και

η θέα πάνω του πηγαδιού του φωτός με το λίγο

σκοτάδι στα ύψη, οι αέρινες βελόνες, σχήματα

μιας ευεξίας που την κοιτούσα ενσαρκωμένη – ηχώ

εκείνης της Ρωσίδας – σ’ αυτήν την κεντροευρωπαία μουσουλμάνα.

*

σας αποστέλλω το

καλωσόρισμά μου, κύριε, εκφράζω

τη χαρά μου για τον γυρισμό σας

παρότι στα δάχτυλα των ποδιών και

στον δικέφαλο μυ αυτού του μηρού τεντώνονται

σαν καρφίτσα και σχοινάκια

τα νεύρα η ουσία τους

ο αέρας

σκούζει μαλακά, αν και δεν ξέρω

αν το σκούξιμο είναι μαλακό, αν ο άνεμος σκούζει

όπως γαυγίζουν σκυλιά στον Ματσάδο, αν ο

αγωνιώδης ή μηχανικός του τόνος λέει γερανό

φάλτσο και κίτρινο ή λέει κάτι

μάλλον από φως το απόγευμα του Ιανουαρίου

το καημένο

νιαούρισμα του γάτου που δεν γαυγίζει –ένα

από τα νεογνά του καλοκαιριού– ανάμεσα στα

ξύλα της κατεδάφισης δεν θα ηχήσει

μέχρι τις έντεκα περίπου

της νύχτας και ο αέρας το τονίζει

το μαργαριταρένιο

γκρίζο του ουρανού το κερδισμένο από τον Ιανουάριο

το απόγευμα

και διάφανη η ακοή, η ακοή

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang

Discover more from [φρμκ]

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading