Θεόφιλος Τραμπούλης, Λίγα για αγέλη

Στο ΚΤΕΛ Ηρακλείου έχει τρία σκυλιά, λίγα σκυλιά για αγέλη, μάλλον μια συντροφιά σκυλιών είναι που τρέχουν και κυνηγάνε περιστέρια στον ήλιο και ξαπλώνουν το καθένα σε μια σκιά μέχρι που από κάποια αφορμή πετάγονται κι αρχίζουν πάλι να τρέχουν. Είναι ήμερα κι αν κανείς ταξιδιώτης στα εξωτερικά τραπεζάκια του χώρου αναμονής του σταθμού τρώει τυρόπιτα, τον κοιτάνε στα μάτια και κουνάνε την ουρά τους περιμένοντας φιλοδώρημα. Το πιο νευρικό κι ίσως ο αρχηγός τους είναι ένα άσπρο μικρόσωμο μαλλιαρό σκυλί. Αυτό δεν είναι τόσο φιλικό, κάθεται παράμερα και είναι το πρώτο που ξυπνά για να γαυγίσει και δίνει το έναυσμα του ολιγόλεπτου παροξυσμού και στ’ άλλα.
Τα σκυλιά του Ηρακλείου μου θύμισαν πριν από χρόνια μια αντίστοιχη συντροφιά στην Αθήνα, αρχηγός της ήταν και πάλι ένα μικρόσωμο, μαλλιαρό και πολύ βρώμικο άσπρο σκυλί. Τα σκυλιά αυτά κοιμούνταν σ’ έναν παράδρομο στο Γκάζι και κάθε φορά που περνούσα από μπροστά τους, γιατί εκείνη την εποχή σύχναζα τα βράδια στην περιοχή, μου ορμούσαν. Ήταν μια δυσάρεστη και σχετικά ταπεινωτική εμπειρία. Ξεκινούσε το μαλλιαρό κι έτρεχε καταπάνω μου γαυγίζοντας και δείχνοντάς τα δόντια του, από πίσω ακολουθούσαν και τ’ άλλα και με περικύκλωναν. Σε κάθε βήμα που έκανα υποχωρώντας, τα σκυλιά με πλησίαζαν, δείχνοντας πιο απειλητικά τα δόντια τους, γαυγίζοντας πιο δυνατά κι αν πήγαινα να ξεφύγω, άλλαζαν θέση μανιασμένα, κυκλώνοντάς με και πάλι. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ τις ζωώδεις σχέσεις φόβου, εξουσίας και ελέγχου, εκεί στο νυχτερινό δρόμο, ενώ πήγαινα να διασκεδάσω, δεν καταλάβαινα γιατί επέλεγαν εμένα από όλους τους περαστικούς, αν κινδύνευα ή αν περισσότερο ντροπιαζόμουν. Τα βλέμματα όσων ήταν γύρω στρέφονταν πάνω μου, έβλεπα με την άκρη του ματιού μου χαχανητά για τον φοβιτσιάρη, τον δειλό που η δειλία του και η οσμή της έβγαλε τα τεμπέλικα σκυλιά από τον λήθαργό τους, άκουγα άχρηστες παραινέσεις να μην δίνω σημασία, γιατί ο φόβος αγριεύει τα ζώα. Όσο προσπαθούσα να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου τόσο με κυρίευε ένας πανικός που δεν έπρεπε να φανερωθεί κι όμως εκλύεται από το ίδιο το σώμα, από τις ορμόνες που εκκρίνει, από το σώμα που προδίδεται μπροστά στον κίνδυνο, ένιωθα τα βλέμματα των περαστικών να με λυπούνται, να με λοιδορούν σαν κάποιον που, από αδυναμία, από ελλιπή ανδρισμό, είχε υποβιβάσει τον εαυτό του, είχε γίνει κι αυτός ζώο, θήραμα. Το χειρότερο, νομίζω, που θυμάμαι ήταν οι στάσεις, αστείες στάσεις που έπαιρνα προσπαθώντας να αποφύγω τα σκυλιά, να υποκριθώ μάταια κάποια νηφαλιότητα και επιβολή ή να ελιχθώ, στάσεις που κατέστρεφαν αυτοστιγμεί όλη την κατασκευή του εαυτού μου στο χώρο. Τα λίγα δευτερόλεπτα της επίθεσης διαλυόταν ο νεαρός άντρας που είχε ετοιμαστεί γεμάτος βεβαιότητα για την έξοδό του. Τα σκυλιά μου είχαν επιτεθεί μια, δυο, τρεις φορές, στο τέλος είχα αναγκαστεί να παίρνω άλλο δρόμο για να πηγαίνω στον προορισμό μου.
Στο ηλιόλουστο πρωινό του Ηρακλείου που περίμενα το λεωφορείο για τον Άγιο Νικόλαο έβλεπα τα σκυλιά να κυνηγάνε περιστέρια και θυμόμουν με κάποια αυτοσαρκαστική νοσταλγία, ίσως και λανθάνουσα ανησυχία, την συντροφιά του Γκαζιού, όταν αίφνης το άσπρο πετάχτηκε από τη σκιά του και όρμησε γαυγίζοντας άγρια σε μια γυναίκα που περνούσε από το δρόμο. Από πίσω και τα άλλα, την περικύκλωσαν. Η γυναίκα, μικρόσωμη, μελαχρινή, είχε γείρει το σώμα της μπροστά και χτυπούσε τα πόδια της φρενιασμένα στο έδαφος, φορούσε σαγιονάρες που έκαναν ιδρωμένες έναν αστείο θόρυβο στην άσφαλτο, φώναζε και έκλαιγε με λυγμούς, κουνώντας τα χέρια της για να τα διώξει. Τα σκυλιά αναπηδούσαν και στροβιλίζονταν γύρω από τη θέση τους λυσσασμένα και έδειχναν τα δόντια τους με τα σάλια τους να τρέχουν. Πριν προλάβει κανείς από τους ταξιδιώτες να αντιδράσει, η γυναίκα ξέφυγε ευτυχώς από τον κλοιό και έτρεξε να βρει καταφύγιο σε ένα τραπέζι παραδίπλα που κάθονταν τρεις νεαρές κοπέλες. Οι κοπέλες σηκώθηκαν και την πήραν αγκαλιά για να την παρηγορήσουν, τα σκυλιά αμέσως έχασαν το ενδιαφέρον τους για το θύμα και γύρισαν στη θέση τους. Προσφέρθηκα να συνοδεύσω την γυναίκα μέχρι να απομακρυνθεί από την επικράτεια της μικρής αγέλης και περπατήσαμε μαζί πενήντα, εκατό μέτρα. Χωρίς να σταματήσει λεπτό να κλαίει μου έλεγε για να δικαιολογηθεί πως είχαν δαγκώσει πρόσφατα σκυλιά τον άντρα της, πως έχασε μεροκάματα, είχε ιδρώσει και έπιανε συνέχεια την καρδιά της, φοβόταν πως δεν θα άντεχε τόση ταχυπαλμία, ήταν μια άσχημη και ταλαιπωρημένη γυναίκα που επέστρεφε σπίτι της από μια νυχτερινή δουλειά, έδειχνε ανήμπορη, σαν η επίθεση να ήταν ακόμη μια από τις συμφορές στις οποίες ήταν τόσο συνηθισμένη. Έσιαχνε συνέχεια τα ρούχα της, μια κόκκινη μπλούζα που κολλούσε πάνω της από τον ιδρώτα της ταραχής και μια βερμούδα από φτηνό γκρι μακό, την τραβούσε να μην ακουμπά στο κορμί της σαν να είχε λερωθεί από το φόβο της και να μην ήθελε να νοτίσει το ύφασμα υγρά. Της είπα λίγες παρηγορητικές κουβέντες κι όταν πια ησύχασε κι είχαμε φύγει από τα σκυλιά, την άφησα και επέστρεψα προς τη θέση μου. Γύρισα να την κοιτάξω καθώς απομακρυνόταν, μια ανεπαίσθητη κηλίδα ιδρώτα μαύριζε στη βερμούδα της, δεν είχε λερωθεί, εκείνη την ώρα όμως κατάλαβα πως, εγώ που ψύχραιμος την είχα συνοδεύσει μακριά από τα σκυλιά, είχα γυρίσει για να δω αν ήμουν εγώ που είχα λερωθεί, είχα γυρίσει για να δω το δικό μου σώμα να διαλύεται στο χώρο.

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang
%d bloggers like this: