(μεταφρ. Ελένη Ηλιοπούλου)
Το εµβληµατικό και ριζοσπαστικά πολιτικό έργο Το βιβλίο των νεκρών (1938) της Μύριελ Ρουκάιζερ το οποίο θεωρείται από πολλούς το πρώτο έργο ποίησης ντοκουµέντο, είναι ένα πολυφωνικό κολάζ από πραγµατολογικά στοιχεία, αποσπάσµατα από έγγραφα, πρακτικά από δίκες, εκθέσεις του Κογκρέσου, κοµµάτια ερευνητικής δηµοσιογραφίας και αµιγώς ποιητικά µέρη. Αφορά την υπόθεση της εξόρυξης πυριτίου το 1927, στη Δυτική Βιρτζίνια, η οποία είχε ως αποτέλεσµα εκατοντάδες εργάτες, κυρίως αφροαµερικανικής καταγωγής, να εµφανίσουν πυριτίαση, µία θανατηφόρα νόσο των πνευµόνων.
Τζορτζ Ρόμπινσον: Μπλουζ
Η Γκόλεϊ Μπριτζ είναι καλή πόλη για νέγρους, μας αφήνουν να στεκόμαστε, μας αφήνουν να στεκόμαστε
στα πεζοδρόμια άμα είμαστε μαύροι ή μελαψοί.
Η Βανέτα είναι πίσω από τη γέφυρα κι αυτή είναι η δική μας πόλη.
Ο λόφος κάνει την αναπνοή αργή, αργή αναπνοή αφού διασχίσεις το ποτάμι,
και το νεκροταφείο είναι πάνω στο λόφο, κρύο μέσα στον ανοιξιάτικο αέρα,
Το νεκροταφείο είναι εκεί ψηλά και η πόλη από κάτω του.
Έθαψες ποτέ τριάντα πέντε άντρες σ’ ένα μέρος πίσω από το σπίτι σου,
τριάντα πέντε εργάτες στις σήραγγες που οι γιατροί δεν φρόντισαν,
πέθαναν στους καταυλισμούς του ορυχείου, κάτω από βράχια, παντού, ένας κόσμος δίχως τέλος.
Όταν ένας έλεγε δεν αισθάνομαι καλά, για οποιονδήποτε λόγο, αδυναμία ή κάτι τέτοιο,
όταν τα παρατούσε γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο,
ο Αρχηγός και η Εταιρία τον έδιωχναν απ’ τη δουλειά την ίδια κιόλας στιγμή.
Τους πήρα από τους καταυλισμούς
τους έθαψα στο νεκροταφείο στο λόφο,
κονσέρβες σωρό ένα γύρω –αυτό χρειάζονταν!—
ΤΟΥΝΕΛΙΤΙΔΑ
για να σταθούν όρθιοι
γέρνουν πάνω σ’ ένα δέντρο,
μπορώ να πάω αυτήν τη στιγμή
σ’ εκείνο το νεκροταφείο.
Όταν γινόταν η έκρηξη το αφεντικό φώναζε, Ελάτε, πάμε πίσω,
όταν εκείνη η δυνατή έκρηξη γινόταν κάτασπρη, Ελάτε, πάμε πίσω,
μας έλεγε γρήγορα, γρήγορα, μέσα στις πέτρες που έπεφταν και τα χώματα.
Το νερό που μας έφερναν είχε σκόνη μέσα, το πόσιμο νερό μας,
οι καταυλισμοί και τα δέντρα του ήταν βαμμένα από τη σκόνη,
καθαρίζαμε τα ρούχα μας μέσα στα δέντρα, όμως δεν μπορούσαμε να διώξουμε τη σκόνη.
Έμοιαζε λες και κάποιος είχε πασπαλίσει με αλεύρι τα πάρκα και τα άλση,
δεν έφευγε ούτε η βροχή δεν μπορούσε να την ξεπλύνει
εκείνη η άσπρη σκόνη έδειχνε στ’ αλήθεια ωραία καθώς κυλούσε στους αστραγάλους μας.
Όσο σκούρος κι αν είμαι, όταν έβγαινα έξω το πρωί μετά από μια νύχτα στη σήραγγα,
μαζί με κάποιον λευκό, κανείς δεν μπορούσε να πει ποιος από τους δύο ήταν ο λευκός.
Η σκόνη μάς κάλυπτε και τους δύο και η σκόνη ήταν λευκή.
Όσο σκούρος κι αν είμαι, όταν έβγαινα έξω το πρωί μετά από μια νύχτα στη σήραγγα,
μαζί με κάποιον λευκό, κανείς δεν μπορούσε να πει ποιος από τους δύο ήταν ο λευκός.
Η σκόνη μάς κάλυπτε και τους δύο και η σκόνη ήταν λευκή.
Η Μύριελ Ρουκάιζερ (1913-1980) ήταν ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, βιογράφος, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και πολιτική ακτιβίστρια. Μεγάλο μέρος του έργου της διαπραγματεύεται ζητήματα πολιτικής, φεμινισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η πιο πρόσφατη ποιητική κριτική έχει επανορίσει την Rukeyser ως σημαντική προσωπικότητα όχι μόνο στον φεμινισμό δεύτερου κύματος, αλλά και στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης γενιάς καινοτόμων ποιητικών. Το έργο της παραμένει επείγουσα αποστολή για τους αναγνώστες που αγωνίζονται να κατανοήσουν πολλαπλές, ασταθείς, πολιτικές, ανθρωπιστικές και περιβαλλοντικές κρίσεις.