Η τέχνη να συμβαίνεις
Το άνοιγμα της πρώτης σελίδας συμβαίνει με το άνοιγμα μιας πόρτας. Είναι πράξη ταυτόχρονα υλική και κειμενική, αδιαίρετη στη διπλή της υπόσταση. Αυτό το διπλό άνοιγμα στον χώρο και τη συνθήκη του βιβλίου, η ταυτοσημία τους, είναι πιθανόν ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό θα μπορούσε να διαλέξει κανείς για την ποιητική μέθοδο της Κατερίνας Ηλιοπούλου. Η γραφή της «υφαίνεται» με μια ασυνήθιστη, σχεδόν παράδοξη ταύτιση μεταφορικού και κυριολεκτικού, μια αμφίδρομη κίνηση από το γεγονός στην αφαίρεση και από τη λεκτική διατύπωση στη σωματική συμμετοχή. Είναι η απόλυτη αντιστροφή του ρητορικού. Σε αυτήν την ποιητική ένας «λεκτικός τόπος» είναι κυριολεκτικά τόπος από λέξεις.
Το κείμενο-πορεία, που ήδη γνωρίζουμε από το Βιβλίο του χώματος, γράφεται με την περιπλάνηση και συγκροτείται με το βλέμμα. Είμαστε μάρτυρες ταυτόχρονα της σύλληψης και της πραγματοποίησής του, αναγνώστες της ίδιας της γραφής και όχι του ήδη γραμμένου. Η απαίτηση της άμεσης συμμετοχής στην ποιητική πράξη, με τα ίδια τα εργαλεία της «επί σκηνής», θα διατηρηθεί και στην καινούργια συλλογή, με διαφορετικό πια και πιο σύνθετο τρόπο. Από το Βιβλίο του χώματος μπορεί να πάρει κανείς και ένα πρώτο κλειδί: Άβυσσος δεν είναι το μαύρο κενό, αλλά το αδιαπέραστο.
Το Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα αρχίζει με τον ίλιγγο στο κατώφλι. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο κενά – το πριν εδώ και το μέλλον εκεί. Η μόνη πραγματική στιγμή που υπάρχει. Κάθε πράξη εισχώρησης μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, κάθε μετατόπιση της πορείας ή του βλέμματος θα έχει μια στιγμή από αυτόν τον ίλιγγο μπροστά στο κενό του αδιαπέραστου. Το πέρασμα είναι διάρρηξη. Το κατώφλι –μεταφορική και έμπρακτη εισαγωγή σε μια ποιητική του χώρου– δεν είναι μόνο σημείο εκκίνησης, είναι τρόπος εκκίνησης. Το ενδιάμεσο, το όριο, η μόνιμη αντιπαράθεση του «μέσα» και «έξω» σχηματίζουν έναν άξονα ταυτόχρονα θεματικό και εργαλειακό. Ολόκληρες ενότητες της συλλογής αποτελούνται από τα «συνοριακά» κείμενα: ανάμεσα στο ποίημα και το δοκίμιο, στο ποίημα και τη μυθιστορηματική αφήγηση, στο ποίημα και το καλλιτεχνικό μανιφέστο ακόμα. Το κατώφλι είναι μέθοδος εξερεύνησης, οπτική αυτογνωσίας: Είμαι στο μέσον της απόστασης ανάμεσα από στο τίποτα και το γεγονός. Είναι όριο και ταυτόχρονα σημείο ένωσης: το μεσαέξω, το μεγαλομικρό, το πανωκάτω… Και ακόμα: Μήπως το όριο είμαι εγώ;
Υπάρχουν και άλλες μέθοδοι: η συλλογή, η ταξινόμηση, η καταγραφή, η εξάντληση. Το βιβλίο προσφέρει το ίδιο τα αισθητικά κλειδιά του, παραθέτει τους τρόπους του και τους εξετάζει. Από τη λίστα πιθανόν δράσεων στο δωμάτιο του χρόνου («Κατώφλι») μέχρι κείμενα όπως το «Επί του εδάφους» ή το «Σύντομο δοκίμιο για την πράξη της συλλογής», η ανάλυση του μηχανισμού της καλλιτεχνικής πράξης υπάρχει ως μέρος της πραγματοποίησής της. Η ποιητική περιέχεται στην ποίηση. Είμαι ένα πεδίο σύλληψης, μια παγίδα, μια κυμαίνουσα δυναμική. Μια δυναμική αναγνώρισης. Η σχέση είναι πάλι αμφίδρομη. Η «παγίδα» του ποιήματος κάνει το συμβάν δυνατό, το συμβάν τροφοδοτεί την ύπαρξη του ποιήματος: Η προσοχή κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν.
Αν χρειαζόταν μία λέξη με την οποία να περιέγραφα αυτό το βιβλίο αυτή θα ήταν «πολυεδρικό». Η κατασκευή του δανείζεται κάτι από τον μωσαϊκό οφθαλμό των εντόμων. Αποφεύγοντας τη μία και μόνη εστίαση, η οπτική διευρύνεται. Θέματα, μοτίβα και προβληματικές αντανακλώνται εκ νέου από διαφορετικό κάθε φορά φακό σε άλλη γωνία. Η εικόνα είναι σύνθετη, ψηφιδωτή, κάνοντας το πεδίο πρόσληψης να μεγαλώνει. Η πολλαπλότητα ορίζει κάθε πτυχή της σύλληψης και της διαχείρισης του υλικού. Στη χρήση του λόγου: δοκιμιακός, αφηγητικός, λυρικός, αποφθεγματικός, ημερολογιακός, λεξικογραφικός, οικειοποιημένος και επεξεργασμένος. Στην οπτική γωνία: η αποστασιοποίηση της ανάλυσης, το από ψηλά, «παντεποπτικό» μάτι του μυθιστοριογράφου, το εδώ και τώρα βίωμα της εμπειρίας, η συγκρότηση της ανάμνησης, η αφαίρεση της ποιητικής εικόνας, ο δανεισμός της ξένης ματιάς. Στον χειρισμό του χρόνου: η άχρονη στιγμή διαπίστωσης, η συμπυκνωμένη αφήγηση που περιέχει τη διάρκεια ενός ολόκληρου βίου, η συντονισμένη με τη ροή του «τώρα» καταγραφή των γεγονότων, η επιλεγμένη στιγμή παρελθόντος που αναζωογονείται, η διακεκομμένη γραμμή του χρόνου ως ταξίδι με εμπόδια και κολλήματα, η διπλή, κατοπτρική συνύπαρξη του «τότε» της δημιουργίας και το «τώρα» της χρήσης στα «δανεισμένα» κείμενα. Ακόμα και στην κίνηση: επιβράδυνση και στάση της «φωτογραφικής» περιγραφής, ρυθμός χρονολογίου, επιτάχυνση εξερεύνησης και αγωνίας. Το πολύτροπο, το ετερόκλητο, το πολύπλευρο συνεργάζονται σε ρυθμούς σύγκλισης και αντιστίξεων: το «Κατώφλι» εισάγει τον ήρωα της «Ασήμαντης βιογραφίας μακρινού συγγενή», από ένα παρελθόν βιωμένο στη «Γη του πατέρα» προέρχονται «Τα ποιήματα που βρέθηκαν στην ντουλάπα» (και είναι σαν η ντουλάπα αυτή να ανήκει στο ίδιο εκείνο σπίτι, που ανοίγει με τόση προσπάθεια), η πράξη της συλλογής από το «Σύντομο δοκίμιο» αποκαθιστά –έστω και μερικώς– τη χαμένη εγγύτητα με τα πράγματα που περιγράφουν «Οι νόμοι της παιδικής ηλικίας». Τρόποι καθρεφτίζονται και μεταμορφώνονται: η ιστορική αφήγηση στον βίο του συγγενή «ζευγαρώνει»με την προσωπική αφήγηση σκόρπιων στιγμών (ιστορώντας και τα δύο τον ίδιο τόπο), η γραμμική στον χρόνο πορεία καταγραφής γεγονότων στη «Γη του πατέρα» επιταχύνεται σχεδόν βασανιστικά στο ταξίδι του «Νότου», τα ενσωματωμένα ξένα αποσπάσματα στο «Κατώφλι» αποκτάνε αυτόνομη ζωή στο «Παράρτημα». Τέσσερις άξονες διαγράφονται:
Χώρος: Περιέχομαι σε κάτι που δεν είμαι εγώ. Ο χώρος είναι η πρώτη γνώση, η γνώση του σώματος. Το πώς να τοποθετώ είναι ερώτηση υπαρξιακή. Πιθανόν για αυτό παραμένει ως νοσταλγία από τα παιδικά χρόνια η χαμένη οικειότητα με τον χώρο (ο νόμος της εγγύτητας, η απουσία ορίων). Με τον χώρο μόνο του, πριν γίνει σκληρός, όσο είναι απέραντος, πριν γίνει χωροχρόνος. Υπάρχει μια μόνιμη αντίσταση σ’ αυτήν την αλλαγή του μετρικού συστήματος, στον έμφυτο παραλογισμό της. Είμαι αποτέλεσμα κάποιας εξίσωσης, είμαι άθροισμα ή απόσταγμα; Αν η πορεία είναι όρος χρονικός, μπορεί να υπάρξει επιστροφή; Οι αισθήσεις παλεύουν με τη χρονική τους τυφλότητα. Ο χώρος μένει η μόνη υπαρκτή αναλογία, το μόνο στέρεο έδαφος: Αν σκεφτώ τον χρόνο σαν χώρο, περιπλανιέμαι άραγε σ’ ένα τοπίο που συνεχώς διευρύνεται;…Αυτό που σαρώνεται μπορεί άραγε να κατοικηθεί ξανά;
Χώρα: Χώρα είναι ο χώρος με βιωμένο χρόνο, με χρόνο ως αφήγηση. Αλλιώς απλά αλλάζεις θέσεις πάνω στο έδαφος. Μια ικανότητα (προσπάθεια) να μοιράζεσαι τον χώρο. Με κάποιον σχεδόν άγνωστο σε ένα βάθος χρόνου που δεν είναι δικό σου. (Σε αγγίζω χωρίς οικειότητα μέσα από το χώμα.) Με κάποιον πολύ δικό σου στην κοινή ύπαρξη (Εγώ μια όποια/ εσύ ένας όποιος/ όμως εμείς/ παρ’ όλα αυτά). Με κάποιους επιλεγμένους σε μια πορεία (Ταξιδεύουμε μαζί…/ σύντροφοι δεκάδων τελετών). Η προστατευμένη κάψουλα οικειότητας στο αυτοκίνητο του «Νότου» είναι χώρα – με το κοινό βλέμμα στις αλλαγές των εικόνων, με τον κοινό ρυθμό της αλλαγής του πόρου και της απορίας, με την ικανότητα του πρώτου πληθυντικού. Χώρα είναι η τύχη να μοιράζεσαι την αφήγηση.
Αποχωρισμός: Και όμως πώς να βρεις ένα κέντρο μέσα σε μια γραμμική πορεία; Κάθε επόμενη στιγμή αφήνει πίσω της μια στιγμή απώλειας. Το παρόν/ σβήνει καθώς συμβαίνει. Είναι σαν το τώρα να γεννάει την ίδια τη νοσταλγία του. Η καταγραφή και η απώλεια συναγωνίζονται για το ίδιο δευτερόλεπτο. Το αίτημα της τέχνης προέρχεται από τη βία του αποχωρισμού και ως εκπαίδευση στην απώλεια, και ως στοίχημα της ανατροπής του. Άλλωστε χωρίς τη γνώση ενός τεχνίτη όλα χάνονται διπλά. Και σαν παρόν, και σαν ανάμνηση. Μπορείς να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου να πολλαπλασιάζεις τη στιγμή στο παιχνίδι της απόστασης. Η διαδρομή είναι διπλής κατεύθυνσης/ κάθε στιγμή/ κάθε στιγμή πολλαπλή/ και μπρος και πίσω/ και ακόμα, πολλές φορές τη ίδια διαδρομή. Μπορείς να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου να ξαναχτίζεσαι σαν ολότητα. Όχι να προχωράς, αλλά να συμβαίνεις – είναι σύνθημα και ξόρκι του τεχνίτη. Προχωράς πάντα αποχωριζόμενος. Συμβαίνεις ολοκληρωτικά.
Χωρίο: Η ετυμολογία έχει πάντα τούς λόγους της. Το χωρίο (το εδάφιο) είναι τόπος μέσα στο κείμενο, στέρεο σημείο να σταθείς για να μοιραστείς την οπτική του. Τα τρία κείμενα στο «Παράρτημα» είναι δομημένα πάνω σε αυτό το κοινό έδαφος του βήματος και του βλέμματος, «οικειοποιημένα» με μια διπλή δυναμική: το «μέσα» κλέβει την έξω ματιά (τη μόνη οπτική γωνία που ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει) και μαζί την κάνει εργαλείο εξερεύνησης και του εαυτού του, και του «έξω», και της μεταξύ τους σχέσης. Ο «δανεισμένος» λόγος κρατάει την προσωπικότητά του, αλλά ταυτόχρονα κατευθύνεται, περιορίζεται ή αφήνεται ελεύθερος σύμφωνα με ένα δημιουργικό σχέδιο. Κάθε αποτέλεσμα έχει τον δικό του μύθο και υφή. Το κείμενο ποταμός από αποσπάσματα του Ζακ Λακαριέρ – πανοραμικό, πληθωρικό, εξαντλητικό στην ποιητική του ικανότητα συνδυασμών και εικόνων. Το κατασκευασμένο «παραμύθι» του Άντερσεν με τους θλιμμένους βασιλιάδες και τους πάντα ευγενικούς και καλλίφωνους βοσκούς και βοσκοπούλες που έχει όλη την κωμικότητα του κλισέ και μαζί την τόσο Αντερσενική μελαγχολία του ανεκπλήρωτου. Και το συμπυκνωμένο και αφαιρετικό ποίημα-χωρίο του Χόφμανσταλ, που η έντασή του στηρίζει και φανερώνει γιατί μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται φτάνοντας στον τίτλο του. Είναι σαν όλη η σύνθετη διαδρομή του να οδηγεί στο απόλυτο του τίτλου του. Τώρα μπορεί να γυρίσει στο εξώφυλλο. Και να ξαναδιαβαστεί.
Γιάννα Μπούκοβα