Αντριάννα Καλφοπούλου, Ξένη, Ξένο, Ξενιτιά

(Μελάνι 2013)

Ό,τι ρίχνει ρίζες, ρίχνει τις ρίζες του μέσα σε μια βαλίτσα. Άπατρις, δίγλωσση και ανέστια η ομιλούσα φωνή, στην οποία ποιήματα και ποιητικές περσόνες επιστρέφουν συστηματικά σε όλη τη διαδρομή της ποιητικής συλλογής της Αντριάννας Καλφοπούλου: Ξένη, Ξένο, Ξενιτιά (Μετράφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Μελάνι 2013), είναι η φωνή εκείνων που έφυγαν από δω για να πάνε εκεί και εκείνων που έφυγαν από εκεί για να ’ρθουν εδώ. Η φωνή του παππού της, του Άντονι, που στα 15 έφυγε από τον Άι-Νικόλα, μια μικρή πόλη στην Καλώνια της Καλαβρίας, για να φτάσει στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια χωρίς γλώσσα άλλη από τη μητρική του κι έμαθε αγγλικά σπασμένα για να μπορέσει να πει τί σημαίνει να αφήνεις τα πάντα για να μπορέσεις να φτάσεις κάπου αλλού. Συνυφαίνοντας τα τερτίπια του λυρικού με το ενίοτε ωμά πεζολογικό, η Καλφοπούλου αναψηλαφεί το καταγωγικό υλικό της σχοινοβατώντας άρτια ανάμεσα στη βιωματική ένταση και την ψύχραιμη αναστοχαστική απόσταση πάνω στη βιωμένη εμπειρία. Ορμώμενη από το πιο τετριμμένο -φαινομενικά- υλικό της περιβάλλουσας πραγματικότητας (αγκινάρες με λεμόνι, ένα πιάτο μπασμάτι, το χρώμα των λαχανικών από κονσέρβα σε λάδι, ένα -παρ’ ολίγον μοιραίο- κατούρημα του πατέρα της πάνω στο βουνό) η ποίηση της Καλφοπούλου υποδεικνύει μια δημιουργική συνείδηση με ένα πραγματικά εντυπωσιακό ρεπερτόριο αλλά και μια διανοητική στάση κατάφασης, μια συνείδηση που «εισπράττει» ανενδοίαστα το θαύμα και το μυστήριο της ζωής: (…) Μένω κατάπληκτη που μπορώ να σκεφτώ / έναν μήνα στο μέλλον, να σχεδιάσω τις διακοπές μου, να συλλάβω / το ημερήσιο πρόγραμμα της διδασκαλίας, της οδήγησης / και της επιστροφής, ότι θα σταματήσω στο μανάβη, θα κρατήσω / στα χέρια μου ένα ρόδι και τον καμπυλο αυχένα ενός σκόρδου. Θαυμάζω πως ξεπλένω / το σαπούνι από το πρόσωπό μου, και το σκουπίζω, / η σφριγηλότητά του με γεμίζει ευφορία. Χωρίς να περιφρονεί τη μεταφορικότητα αλλά δουλεύοντας πρωτίστως με τους όρους ενός ρεαλιστικού ιδιώματος, η ποίηση της Καλφοπούλου αντλεί τη δυναμική της μέσα από την κυριολεξία: Τα σεντόνια αρχίσουν να μυρίζουν από τα δάκρυα μου / Η ηλικιωμένη κυρία λέει στην κόρη της / πως δεν μπορεί να κοιμηθεί τις νύχτες / εξαιτίας τους. Είναι πολύ γριά / τις νύχτες βγαίνει από το λαιμό της ρόχθος του θανάτου. / Σκέφτομαι πως η μυρωδιά της έχει κολλήσει στο δέρμα μου. / Βγαίνω στο μικροσκοπικό μπαλκόνι / για να αναπνεύσω, αλλά η μυρωδιά επιμένει. Ωμή, ανεπιτήδευτη κυριολεξία που γίνεται σχεδόν ποίηση brut, και φτάνει στην υπέρτατη αισθητική καινοτομία της στο ποίημα «Αγαπητέ»: Αγαπητέ μου Χ/ (…) οι πιπεριές ήταν υπέροχες / Οι φλούδες τους μου θύμισαν τους μήρους σου. / (…) Δεν με φοβίζει η σιωπή, / ούτε η φλόγα του σώματος μου / αλλά η πείνα μου. / Αγαπητέ Χ, / οι πιπεριές εκείνες / με τα έξοχα κοτσάνια τους / ήταν τέλειες και τις έφαγα.

Π.Κ.

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang
%d bloggers like this: