(Μικρή Άρκτος, 2013)
«Οικονομία» είναι η λέξη κλειδί γι’ αυτό το βιβλίο με όλες τις σημασίες της: και στη δομή και τη λειτουργικότητα της κατασκευής, και στη λιτότητα της διαχείρισης του υλικού, και στην αυστηρότητα της επιλογής των μετρημένων κειμένων. Η πρώτη ποιητική συλλογή του γεννημένου το 1970 Δημήτρη Πέτρου αποτελεί μία από τις σπάνιες και πάντα γοητευτικές περιπτώσεις, όταν ένας συγγραφέας μπαίνει στη λογοτεχνία παρακάμπτοντας το προκαταρτικό στάδιο του «πρωτοεμφανιζόμενου», χωρίς τη δημιουργία αναμονής για το μέλλον, αλλά κατευθείαν στη στιγμή της ωριμότητάς του, της επίγνωσης και του έλεγχου. Να φοράς αθλητικά στο μυαλό λέει ένας του στίχος και πίσω από το βιβλίο αυτό κρύβεται αναμφισβήτητα πολλή προπόνηση. Η ποίησή του κινείται στη κατεύθυνση της μοναχικής και σχεδόν δίχως κληρονόμους πορείας του Βασίλη Στεριάδη: συγκοπή νοημάτων, σφυροκόπημα ανατροπών, «σκοτσέζικο ντους» του κυριολεκτικού και του αφηρημένου. Ένα κυριολεκτικό που περιλαμβάνει βιωμένες καταστάσεις, συγγενικά πρόσωπα, πολλά γυναικεία ονόματα, λογοτεχνικές γενεαλογίες, τη σχεδόν κόμιξ συμμετοχή της horror ηρωίδας Σαμάρα Μόργαν και του μισότρελου γερο-Μπεν του νησιού του θησαυρού, και φλερτάρει συνειδητά με το ναΐφ, «κλείνοντας» τη συλλογή ανάμεσα σε ένα πρώτο ποίημα με τίτλο «Εξώφυλλο» και ένα τελευταίο με τίτλο «Οπισθόφυλλο». Και μια αφαίρεση που δεν αφήνει ούτε στιγμή ανάπαυσης σε κάποια αναμενόμενη συνέχεια, παράγει αλλεπάλληλες εκπλήξεις και προτρέπει όλους τους νοηματικούς συνδυασμούς μεταξύ των «πάθος», «πάθηση», «λόγος» και «λογική», που η λέξη «παθολογική» του τίτλου συνειρμικά περιέχει. Υπάρχει μια ηθελημένη αχρωμία σ’ αυτό το βιβλίο (τα χρώματα ή απουσιάζουν ή ξεθωριάζουν), μια απόσταση φωτογραφικής μηχανής, όπου η εικόνα καταγράφεται στο ασπρόμαυρο, στο παιχνίδι των αποχρώσεων ανάμεσα σε ένα απόλυτο σκοτάδι (νύχτα / φρέσκια λαδομπογιά) και ένα σχετικό, ασθενές φως (φως ρουτινιάρικο, φως κακοπληρωμένη νοσοκόμα). Το εξαιρετικό τέλος του Πορτρέτου της Άννας αποτυπώνει τη μουδιασμένη σύζευξή τους: Τη ημέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο συγκεκριμένο. / Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός, / ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών / στον κόσμο των βαριεστημένων. Στο σκοτεινό θάλαμο του Πέτρου (τέσσερα ποιήματα με αυτό το τίτλο αποτελούν τη συναισθηματική «ραχοκοκαλιά» του βιβλίου) ο χημικός καταλύτης της εικόνας είναι ο χρόνος. Σε όλες τις μορφές του. Χρόνος γραμμικός – ιμάντας παραγωγής, ή αναστρεφόμενος όπου ο πατέρας μωρός γίνεται μωρό, ή παράλληλος όπου η τρυπημένη μπάλα Τάνγκο Αντίντας ταξιδεύει στους αιώνες. Η καταγραφή του τώρα περιέχει την αρχαιολογική ματιά του μέλλοντος. Εδώ τελούνται μυστήρια. Ζωή γεμάτη πολυφαινόλες/ και άγρια δέντρα. /Είναι μαγεία να ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια.
Γ. Μπ.