Εκδόσεις [ΦΡΜΚ] 2014
Στη δική του ιδιόλεκτο, «Gestus» είναι χειρονομία μνήμης. Πράξη ένσωμης εισβολής στο τοπίο της μνήμης, δώρο και ταυτόχρονα άσκηση in situ μνημονικής και (επανα)κατοίκησης. Μικρότερες εναλλασσόμενες κινήσεις δομούν την εσωτερική του χορογραφία (και χωρογραφία), σχηματίζοντας και ανασχηματίζοντας μοτίβα και ρυθμούς: συλλογή, καταχώριση, κατάταξη, αντανάκλαση, κατάφαση. Η αφήγηση είναι γραμμική, αβίαστη, η γλώσσα πεζόμορφη και ελαφρώς αποστασιοποιημένη, τα μικρά γεγονότα του βλέμματος και της καθημερινότητας χτίζουν την εξέλιξη στίχο στίχο –είναι μια τέχνη του πραγματικού–, μερικές φορές ο ρυθμός της ροής αυξάνεται με σειρές από δραστηριότητες, μερικές φορές ακινητοποιείται μαζί με την εστίαση του ματιού, το ποίημα συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, παρατηρείται και καταγράφεται την ίδια στιγμή που μοιράζεται με τον αναγνώστη, τέλεια συγχρονισμένο με το τυχαίο. Οι φωτογραφίες σχηματίζουν σειρές από συγγένειες και συμμετρίες, μερικές φορές αφηρημένες, μερικές φορές νοηματικές: γεωμετρικά μοτίβα φωτός, γραμμές και δίκτυα δένδρων, τυπολογικά ταξινομημένα αντικείμενα, συνειρμικά ταξινομημένες καταστάσεις, εν δυνάμει αφηγήσεις, υπολείμματα. Οι εικόνες «ριμάρουν» ανά σχήμα, λειτουργία ή συσχετισμό, υπάρχουν σημεία με υπερβολικό φως και άλλα υποφωτισμένα, η λογική της κατανομής σπάει περιοδικά και η ανακολουθία προβάλλεται σαν παύση ή σαν ερώτηση. Στην αφήγηση το σώμα καταπίνει το έξω με όλες τις αισθήσεις του. Γι’ αυτό το περπάτημα είναι τόσο ηδονικό καμιά φορά, όπως το κολύμπι/ αφού είναι άγγιγμα του τοπίου με όλο το σώμα. Η διεκδίκηση του παρόντος είναι ολόσωμη προσπάθεια. Χρειάζονται χέρια, ράχες και γοφοί να σπρώξουν τη σφηνωμένη πόρτα του παλαιού σπιτιού μέχρι να ανοίξει. Όλα τα αισθητήρια του σώματος δείχνουν εξίσου ικανά να διαβάζουν μηνύματα όπως το βλέμμα, το κρύο του τόπου και την υγρασία, τη φυσική βουλιμία και την αλλεργική αντίδραση. Ό,τι περιέχει (την ανάμνηση) μοιάζει πιο επικίνδυνο από τον ανοιχτό χώρο. Είναι ένα ρίσκο να κοιμάσαι/ σε αυτό το δωμάτιο με τόσο κενό/ ανεξερεύνητο χώρο πάνω από το κεφάλι σου. Σαν κινέζικα κουτιά ή σαν ένα κρεμμύδι αναμονής, μέσα στο σπίτι, μέσα στην αποθήκη, σκεύη και συσκευασίες δεν περιλαμβάνουν τίποτε άλλο από άλλα σκεύη και συσκευασίες. Η συσσώρευση της έντασης μέσα από τυχαίες φράσεις στο καφενείο, τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο, περιπάτους που οδηγούν σε τυφλά σημεία ή απλά σε μια ευχάριστη κούραση, σαν να μη γίνεται αντιληπτή σχεδόν μέχρι το τέλος του κειμένου, μέχρι εκεί που μια ψυχρή πληροφορία –αυτή είναι η ομορφιά της τέχνης του πραγματικού– αντηχεί ξαφνικά σαν συντριβή, σαν ονοματοδοσία της απώλειας: Η τοποθεσία λέγεται Πολιάνα. Η κουβέρτα λέγεται μπατανία. Ο φωτογραφικός φακός εστιάζει στην υφή – δέντρων, δρόμων, πέτρας, αμμουδιάς, βρίσκει αντικείμενα έξω από τον χώρο τους, εκτεθειμένα – καρέκλες κάπου στην εξοχή, μια τζαμόπορτα στο χωράφι, ένα κλιματιστικό ανάμεσα στα ξερόκλαδα κάπου κοντά στη θάλασσα. Η σκιά του φωτογράφου παρατίθεται ανάμεσα στα άλλα γεωμετρικά μοτίβα, μερικές φορές οι εικόνες επαναλαμβάνουν φράσεις του κειμένου, το βουνό όντως λάμπει στο σκοτάδι όπως λέει ο στίχος, βλέπουμε το κατεστραμμένο πέτρινο καλύβι από το τέλος των ποιημάτων (ή κάποιο άλλο κατεστραμμένο σπίτι), την παραλία, αλλά μοιάζει περισσότερο με σκουπιδότοπο, βλέπουμε ένα χειρόγραφο με στρογγυλά γράμματα που σχεδόν τα διαβάζεις, ένα κλειδί, μια σφηκοφωλιά πίσω από μεταλλικό πλέγμα, ένα συρτάρι με αντικείμενα σε απόλυτη, αλλά αδιανόητη τάξη. Ένα μικρό σύννεφο σκέψης αιωρείται μέσα στο αυτοκίνητο,/ θολώνοντας τα τζάμια./ Το μυαλό σου και το δικό μου τέλεια διαχωρισμένα ροκανίζουν την τροφή τους/ σαν δυο ζώα που βόσκουν στο ίδιο χωράφι. Το Gestus αποτελεί σύνθεση όχι τόσο για δύο μέσα, όσο για δύο φωνές και δύο σιωπές. Ο ρυθμικός συγχρονισμός, η αλληλουχία και η αλληλοστήριξή τους θυμίζουν μουσικό κομμάτι. Όχι θεματικά, αλλά πολύ περισσότερο δομικά διαβάζεται ως ερωτικό ποίημα. Και από τις δύο πλευρές είναι το «εσύ» που προϋποθέτει την αφήγηση. «Τέλεια αυτόνομες» οι δύο φωνές μιλάνε φορές μαζί, φορές η μία στην άλλη, φορές η μία για την άλλη. Εγώ μια όποια/ εσύ ένας όποιος/ όμως εμείς/ παρ’ όλα αυτά. Και αν τελικά κοιτάξουμε το βιβλίο και με τους όρους του Μπρεχτικού θεάτρου, και αν η αδιάκοπη καταγραφή και η αυτοκαταγραφή είναι το «gestus» μας, εκείνο το κοινωνικό «τικ» που είναι αναγνωρίσιμο για την ιδιότητά μας ως καλλιτέχνες, είναι ανακούφιση (είναι δύναμη) να νιώθεις το βλέμμα του άλλου δίπλα στο δικό σου.