«Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη»: Η ποίηση ως ύστερη αποκάλυψη
γράφει ο Ορφέας Απέργης
Συχνά μας δίνεται ένα ψήγμα της αλήθειας που επί καιρό περιμένουμε ή προσδοκάμε ή οσμιζόμαστε, εντελώς ξαφνικά, μέσα από τα πιο απροσδόκητα και μάλιστα μέσα από τα αλλότρια.
Μια τέτοια αλλοτρίωση επιχειρεί και πετυχαίνει, ή μάλλον συστήνει, το λιτό βιβλιαρίδιο της ποιήτριας Δήμητρας Κατιώνη υπό τον αινιγματικό τίτλο «Τρεις μέρες και ένα τρίτο». Ποια είναι αυτά τα αλλότρια και αλλοτριωτικά που μάς συστήνει, σπεύδει να διευκρινίσει μία σημείωση στο τέλος της συλλογής, αφού ήδη έχουμε διαβάσει τα ποιήματα:
«Τρεις μέρες και ένα τρίτο: παραδοσιακός χρόνος φιλοξενίας των Αράβων, μέσα στον οποίο ο οικοδεσπότης οφείλει να μη ρωτήσει διερευνητικά ή να απαιτήσει πληροφορίες από το φιλοξενούμενό του. Μετά όμως το διάστημα αυτό, ο φιλοξενούμενος πρέπει να δώσει πληροφορίες για τον εαυτό του και τους σκοπούς του, αλλιώς πρέπει να φύγει [από τα «Λαϊκά παραμύθια των Παλαιστινίων», μετάφραση Δ. Προύσαλη, Αθήνα 2013]».
Η αλλοτρίωση που συστήνει η Κατιώνη –ορμώμενη από την πόλη της Θεσσαλονίκη– έρχεται εξ Ανατολών και από Βορρά. Είναι μια πηγαία δύναμη, μια δύναμη δυνατότητας που εκείνη μάς φυσάει κατά δώθε, σα δροσερό αγέρι και σαν α(γ)ερικό ενός γέρικου κράτους, του κράτους των βεβαιοτήτων των φαλλογοκεντρικών Αθηνών.
Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη, λοιπόν (για να παραφράσουμε τους Κεχαΐδη-Χαβιαρά), μάς έρχεται η δυνατότητα ως αντίδοτο στη βεβαιότητα και η ρευστή συνέχεια ως αντίπραξη στη στερρή ασυνέχεια των αποσπασματικών όσο και ασθματικών μας πράξεων.
Ποια είναι η αντίπραξη (και η αντιπρακτική δυνατότητα) που στήνει η Κατιώνη;
Νομίζω πως είναι η Ανατολή.
Τη γνωρίζει καλά, φαίνεται αυτό αν ξύσει κανείς λιγάκι την επιφάνεια των λεπτόλογων ποιημάτων της. Όμως δεν έχει ήδη φτάσει σε αυτήν όταν αρχίζει το βιβλίο. Οδηγείται σε αυτήν βαθμιαία, σχεδόν αποκαλυπτικά, μέσα στα στενά όρια ενός μεταμοντέρνου επυλλίου – μικρού έπους μια καθημερινής γυναίκας που φτάνει ως το μη παρέκει, για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό, το «μη παρέκει» είναι μόνο η αρχή.
Η συλλογή δομείται γύρω από έναν απαιτητικό (δηλαδή δύσκολο στην αρμολόγησή του από τον αναγνώστη) τριχασμό, μια τριαδικότητα, όπως η Ανατολή μάς τη συνέστησε (καθ΄ημάς), αλλά και όπως αυτή εμφανίζεται στο φιλόξενο μωαμεθανισμό των Αράβων.
Στο πρώτο μέρος έχουμε μια περιπλάνηση, μες στην καρδιά της φύσης. Το (όποιο) προσωπείο της ποιητικής αφήγησης (αλλά σίγουρα, λέω, και η ίδια η Κατιώνη – σίγουρα, γιατί εδώ φυτρώνει ένας απροκάλυπτος λυρισμός του «συναισθηματικού εαυτού», ο οποίος όμως είναι και κάτι πολύ πολύ ανοιχτότερο και βαθύτερο και πλατύτερο), το όποιο προσωπείο, λοιπόν, κείται μέσα στη φύση και πλανιέται κι αναδεύεται χωρίς ησυχία:
«αυτή η ελιά αγαπήθηκε πολύ / από ανθρώπους που δεν είχαν ησυχία»,
«εδώ βρίσκεται ένα δέντρο / δέντρο σημαίνει ‘μόνο του’»,
«επιθυμία καδραρισμένη απ’ τον ορίζοντα / μόλις κολύμπησα» (σ. 6),
και λίγο μετά
«αχνά υγρά σκοτεινά / η ακτή σε κοιτά / αλλά / τι θα σε κυματίζει / ναυαγέ / όταν εκπληρωθεί η υπόσχεση;» (σ. 7).
Η υπεσχημένη, όμως, άφιξη δεν έρχεται ακόμα, οπότε «μπλε είναι / η θάλασσα / το ματόχαντρο / η επιθυμία / το ξημέρωμα» (σ. 8) και άρα «το μάτι / χρόνια θαυμάζοντας το μπλε / ξανοιγόταν ήδη μ’ εκείνο το καράβι / σε χρώμα που δε θα έβλεπα ποτέ» (σ. 9).
Μέσα σε αυτό τον πόντο (πόντος όπως λέμε «ταξίδι») παρελαύνουνε από μπροστά μας και άλλα πολλά – όλα τα αισθητικά σύνεργα και τα εμπειριακά εξαρτήματα του ταξιδιού. Είναι η «προκυμαία [με τους] ψαράδες της» (σ. 7), η «θάλασσα [που] είναι κοριτσάκι / ευπειθής κι αναποφάσιστη» αλλά και «πηχτό φαρμάκι / και μαύρη γριά μάγισσα» (σ. 10), το «μικρό νησί [σαν] γαμψό βλέμμα» (σ. 11), «το βουνό, [που] να βουλιάξει σε λιμνούλα / να γίνει βότσαλο το βουνό / να το βάλεις στο στόμα σου / να μεγαλώσεις να το πεις / να το καταπιείς / το βότσαλο / να το πάρεις στην παλάμη σου / το βότσαλό σου / και να φύγεις» (σ. 12).
Τέλος, η αφηγήτρια φωνή «μεγαλώνει» και φτάνει κάπου, όπου «η σκέψη τους ήταν / σε προχωρημένη σήψη / κι ο θεός τούς έμοιαζε / αλλά δεν τους μιλούσε / αυτά μιλούσαν πολύ / και πονούσαν / είχαν σπίτια κι εργαλεία / άνοιγαν το στόμα / πίστευαν πως τραγουδούσαν / έτσι φρικτά είδα να ζουν / τα πλάσματα που θάβουν τους νεκρούς τους» (σ. 14). Έχει φτάσει κάπου και εκεί είναι που θα χτίσει το σπίτι της, εκεί που συναντάει τον άλλο-άντρα-σύντροφο, δεν ντρέπεται να το πει, εκείνη που έχει τώρα φτάσει εδώ ολίγον κατάπληκτη με όσα καινούρια συνειδητοποιεί πως βλέπει, σαν εύπιστος κι ευήθης ταξιδιώτης-Γκάλιβερ: «όταν έρχεται αθόρυβος / τότε τον ξέρω / είναι η άνοιξη» (σ. 16). Την καταλαμβάνουνε η μυρωδιά του και το πρόσωπό του, που «με τους μύες του προσώπου σου / δεξιά κι αριστερά / ανοίγεις χώρο / στο πριν ανάμεσα και στο μετά / μέσα στο χαμόγελό σου / γεννιέται το παρόν μου» (σ. 17) – να η τριαδικότητα της δομής του ποιητικού βιβλίου, πριν-τώρα-(και)-μετά, είμαστε αυτή τη στιγμή στο τώρα, στην κοινή ζωή με τον σύν-τροφο άλλο. Η αφηγητής έχει έρθει εδώ και θα φιλοξενηθεί – θα φτιάξει μαζί του σπίτι και θα φιλοξενηθεί μέσα στο ίδιο της το σπίτι, όπου «βαθιές χαρακιές είναι ο κόσμος / από τα χάδια» (σ. 20), και «με τον καιρό λοιπόν / σβήνουν τα χνάρια μας» (σ. 21), οπότε «το καλύτερο που έχουμε ίσως να κάνουμε / είναι να τυλιχτούμε σφιχτά / με όλα τα σελοτέιπ / γύρω από το άγνωστο που μας δόθηκε ως δώρο» (σ. 22) κι έτσι «τόσο σφιχτά αγκαλιάστηκαν / που διαπέρασαν ο ένας τον άλλο / από εδώ σου μιλώ τώρα / είμαι ο κόμπος / των ανθρώπων μου» (σ. 23) – μέσα και έξω η αφηγήτρια φωνή από τη συνθήκη του γάμου (ας τον πούμε έτσι, σχηματικά), θωρεί τον δεσμευμένο εαυτό της απ’ τα έξω. Το σχήμα αυτό της κοινή ζωής κορυφώνεται με ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, όπου «το σπίτι είναι μια λευκή σημαδούρα μες στη θάλασσα / στο σπίτι φτάνεις μόνο κολυμβητής ή καΐκι / πιάνεσαι απ’ το σπίτι / ξαποσταίνεις / αν αφεθείς βουλιάζει / γύρω από το σπίτι έχε μόνο νερό […] / δεν έχει δρόμο για το σπίτι / το χάνεις από παντού / το σπίτι έχει ρίζες / ένα τσουβάλι άμμο κι ένα σχοινί / σαν ανάποδο μπαλόνι / χτίζεται η οικογένεια / το σπίτι είναι μια λευκή σημαδούρα μες στη θάλασσα / όταν φτάσεις καταλαβαίνεις / πως είναι μια γριά σειρήνα με άσπρο πλαστικό καπέλο» (σ. 24).
Στο αυτοσχέδιο χτίσιμο αυτού του τόσο ρευστού σπιτιού περικλείνεται κι ο σπόρος της αμφισβήτησής του, και βλασταίνει, παρά τη γέννηση του μικρού παιδιού (ή και λόγω αυτής: «στη μικρούλα μας / ας στάξει / άσπρο φως / και στον κόσμο / η μικρούλα μας» (σ. 25), και γίνεται νεύρωση κι υστερία και ψυχανάλυση, όπου τα δύο φύλα ασθενούν κι η τύχη η συζυγική («ο λούκυ λουκ», σ. 27) «έχει σίγουρα / ξαπλώσει σε ντιβάνι» (σ. 27). Κι έτσι η αφηγήτρια φωνή, πάντα φιλοξενούμενη μέσα στο ίδιο της το σπίτι (αυτό θα πει και σπίτι-οσπίτιον – απ’ το “hospes” το λατινικό, που θα πει «ξένος και φιλοξενούμενος», μέσω του Βυζαντιού ως τη γλώσσα τη ζάπλουτη των ημερών μας), φιλοξενούμενη λοιπόν άρα φορέας και σχήμα και σχηματισμός ήθους, όπως το νιώθει κι ο Adorno καθώς λέει «Είναι μέρος της ηθικής στάσης στις μέρες μας να μην αισθάνεσαι εντελώς στο σπίτι σου μέσα στο ίδιο σου το σπίτι (από τα «Minima Moralia», ελαφρώς παραφρασμένο – μού το θύμισε ο Άραβας Edward Said, καθώς περιδιάβαινε τις μοίρες των εξόριστων διανοούμενων).
Και το ήθος αυτό (ας το πούμε «ποιητικό», αφού τω όντι ποιεί) βγάζει την αφηγήτρια φωνή από τη συνθήκη του γάμου και την κάνει να ποιήσει ποίηση αλλότρια, δηλαδή να αλλοτριωθεί. Η αλλοτρίωση αυτή της αρχικής «Κατιώνη» οδηγεί στο τρίτο (από τα τρία τρίτα) μέρος της συλλογής, που έτσι γίνεται σαφές ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου μια «συλλογή», παρά είναι ένας περίτεχνα δομημένος και δομικός «συλλογισμός», όπως οφείλουν να είναι, λέω, όλα τα καλά καμωμένα (ποιητικά) έργα στις μέρες μας, δηλαδή να μην είναι (επιτρέψτε μου αυτόν τον ελάχιστο προγραμματικό λόγο!), να μην είναι ανθοφοριάζουσες «συλλογές», οπού ο ποιητής συλλέγει τ’ άνθη των κατά καιρούς λογισμών του, αλλά να είναι αντιθέτως κι υπερθέτως «συλλογισμοί», όπου η ποιήτρια συλλογάται και χτίζει σπίτι – σπίτι να είναι το ποιητικό έργο, αλλά σπίτι πάντα, και βέβαια, ρευστό, σαν το σπίτι της θάλασσας της Κατιώνη.
Τι γίνεται, λοιπόν, στο τρίτο μέρος; Κι αυτό εν σιωπή το ολοκληρώνει, όπως ο φιλοξενούμενος των Αράβων, ή μήπως τώρα πια μπορεί και μιλάει πιο ελεύθερα, αφού σκέφτεται αυτά που μετά, όταν το βιβλίο τυπωθεί και το διαβάσουμε, θα έχει να μας πει; – τι ωραίος εδώ ο αυτοαναφορικός εγκιβωτισμός της διαδικασίας της ύπαρξης και έκδοσης του βιβλίου, ως φωνής που επεξηγεί μια «φιλοξενούμενη» ταυτότητα, εκθέτοντας οριστικά, αν και πάντα αόριστα, τους σκοπούς της.
Στο τρίτο μέρος δίνεται η λύση της Ανατολής, κι όσο απλουστευτικό κι αν ακούγεται αυτό, τόσο είναι βαθύ, σαν ένα απλό και τόσο βαθύ πηγάδι, το πηγάδι φερ’ειπείν ονόματι Zamzam, που είναι χτισμένο μέσα στο μεγάλο τζαμί, το μείζον τέμενος των Μουσουλμάνων (Al Masjid Al-Haram) στη Μέκκα, κι είναι το πηγάδι αυτό το σημείο απ’ όπου ανέβλυσε το νερό το θαυματουργό κάτω από τη φτέρνα του μικρού (μωρού ακόμα) Ισμαήλ, που ήτανε ο πρωτότοκος γιος του Αβραάμ, από την Άγαρ τη δούλα της Σάρας που αυτή του την πρόσφερε αφού γριά πια δεν μπορούσε η ίδια να συλλάβει, και η Άγαρ γέννησε τον Ισμαήλ και ο Αβραάμ εν τέλει, τη υποδείξει της Σάρας και του Θεού, τους εξόρισε (την Άγαρ και το μωρό της τον Ισμαήλ) στην έρημο Βηρσαβεέ (το νυν Σαουδικής Αραβίας) κι εκεί θα πέθαιναν, η Άγαρ άφησε το μωρό παιδί της πάρα πέρα, να μην το δει να πεθαίνει (σπαρακτική είναι η περιγραφή αυτή στη Γένεση, 22.2-8), όμως το παιδί έκλαιγε πολύ και εισακούστηκε και ο Θεός είπε στην Άγαρ «σήκωσε πάνω ξανά το παιδί σου» και κάτω από τη φτέρνα του παιδιού ανάβλυσε το νερό και σωθήκανε, και ο Ισμαήλ ανδρώθηκε κι έγινε ο γενάρχης της φυλής των Κεδριτών (Quaydar) και προπάτορας των Quraysh, απ’ τους οποίους βγήκε ο προφήτης (του ενός θεού κι αυτός) ο Muhammad. Κι έτσι το βαθύ πηγάδι απ’ το οποίο αντλεί την ύστερη, αποκαλυπτική ταυτότητά της η Κατιώνη (ή, μάλλον, την ποιητική ταυτότητά της ως αποκάλυψη) και που βάσει αυτής ποιεί και πλάθει το τέλος του ποιητικού συλλογισμού της, το βαθύ αυτό πηγάδι είναι ο Μουσουλμανισμός και η παράδοσή του, όπου ο Ισμαήλ –στον οποίο απεγνωσμένα αλλά κι εγνωσμένα και λυτρωτικά απευθύνεται ξανά και ξανά καθώς φτάνει στο τέλος του βιβλίου της– είναι κατά κυριολεξία ο «El-Ishma», «αυτός που ο Θεός [ο El] ακούει (και εισακούει – Ishma)».
Αυτά τα γνωρίζει καλά η Κατιώνη και έτσι ορίζει τον σιωπηλό (αλλά εγκυμονούντα και κυοφορούντα το λόγο) εαυτό της –την εαυτό της– σε μια σειρά ποιημάτων με τα οποία οδηγείται ο συλλογισμός της στην κορύφωσή του. Και η εαυτός της αυτή είναι ταυτοτικά:
Όχι πλήρης και κοσμική αλλά μονάχη και θαυμαστή στην ακίνητη (ανίκητη;) μοναξιά της [«σα δέντρο / στάσου / ισμαήλ / όχι σαν ακίνητο / αλλά σαν θαύμα» (σ. 29)],
Όχι ίσια, αλλά φιδίσια κι ελλειμματική [«η γεωμετρία του ελλείμματος […] / είναι / ένα οποιοδήποτε ημικύκλιο / σαν / προφίλ αγκαλιά φεγγαράκι [Σ.τ.σ. να η ημισέληνος και η καλή της πίστη!] / κοίλο θεάτρου χαμόγελο αυτάκι / σαν μια ευθεία σε απόγνωση / η κυριολεξία της απεύθυνσης / είναι να ισιώνω /επανορθώνοντας το λόγο μου / προς εσένα» (σ. 32)],
Όχι της γνώσης, τουλάχιστον όχι όπως αυτή έχει εκπέσει –γνώση ορατή και περιγεγραμμένη αντί για απερίγραπτη [«η εποχή της εικόνας / ξεκίνησε κάπου εκεί / με τις πλάκες του σινά / έκτοτε κανένας θεός δε βλέπει / δεδομένου ότι η όραση έχει παραδοθεί / στη γνώση κι η γνώση / στον άνθρωπο / ισμαήλ όμως θα πει / ο θεός ακούει» (σ. 35)],
Όχι του φωτός [«αγάπα με / θα πει / βόηθα να ταξιδέψω / το σκοτάδι / ανάμεσα στο βλεφάρισμα» (σ. 35)],
Όχι αθάνατη, αλλά από σώμα ολόκληρο [«χάσου από μπροστά μου / αθάνατε ισμαήλ / απόψε έχω σώμα» (σ. 36)],
Όχι του χρόνου – δηλαδή άχρονη, ή μήπως χρόνια; [«έρημος / ισμαήλ / είναι εκεί / όπου το μόνο πράγμα που λείπει / είναι ο χρόνος» (σ. 37)],
Όχι της ιστορίας, δηλαδή όχι μέσα στην ιστορία αλλά ίσως τραγουδώντας την σαν πληγή [«την τελευταία μου νύχτα / σε αυτό το ανοίκειο που ονομάζεται χρόνος / αποκοιμήθηκα χωρίς ιστορία / ονειρεύτηκα / ήμουν πάλι είκοσι / μόλις σε είχα γνωρίσει / το αίμα μου μελάνη /κάθε πληγή γινόταν στόμα» (σ. 38)],
Όχι άντρας [«καθώς / κάθε λέξη / σε φέρνει πιο κοντά / στον άντρα / κενό / είναι το μόνο ποίημα γένους / θηλυκού» (σ. 39)],
Όχι του (άρρενος) Λόγου και άρα όχι του κόσμου ως έχει [«ο βράχος κι ο γράφων / […] κινάς σε ευθεία / τεντωμένο σχοινί / για το γκρέμι του στίχου / ο λόγος μένει ψηλά / βράχος-ξεπροβόδισμα / στο κενό σου» (σ. 39) και «μαμά είναι / ο κόσμος σου όλος / αλλά ο κόσμος όλος / ισμαήλ / είναι μπαμπάς» (σ. 40)],
Όχι του εδώ [«είμαι το σκουπίδι σου / αλλά πρέπει να σε αφήσω / οικειοθελώς» (σ. 40)].
Άρα συνολικά η εαυτός που με τη βοήθεια του Ισμαήλ («γενάρχη των ποιητών», σ. 37) αναδύεται και που την ανακαλύπτει –αυτή την συγκεκαλυμμένη εαυτό– η Κατιώνη, δεν ανήκει σε μια δυτικού τύπου, αποκλειστική, φαλλογοκεντρική πίστη αλλά σε έναν κεκραμένο συγκρητισμό (όχι κεκαρμένο από το «κείρομαι», αλλά κεκραμένο από το «κεράννυμαι»), ρευστό όπως το νερό που ανάβλυσε επειδή ο θεός άκουσε το κλάμα του μικρού Ισμαήλ στην έρημο.
Ποιητής είναι αυτή που ο θεός ακούει το κλάμα της, σα να μας λέει η Κατιώνη.
Έτσι, μέσα από τα σκληρά κι αφειδώλευτα «όχι», προκύπτει κι αναδύεται ένα «ναι», το «ναι» της υπόσχεσης:
«αβάσταχτο παιδί [Σ.τ.σ. αβάσταχτο σαν το απροϋπόθετο του Ντερριντά;] / τα μάτια σου έμπηξες βαθιά / έγινες γέφυρα / βάσταξες τον άλλον / κι εκεί που υπήρχαν μόνο γκρεμοί / τώρα χρυσίζει μια ανεμόσκαλα / όταν περνά ο αέρας μέσα από τα μαλλιά σου» (σ. 41).
Έχει σχέση αυτή η ανεμόσκαλα της υπόσχεσης (του Ιακώβ περισσότερο παρά του Άγιου Ιωάννη της Κλίμακος], έχει συνάφεια με τη Θεσσαλονίκη της Κατιώνη; Βοηθά η Θεσσαλονίκη της σε αυτή την πίστη; Νομίζω πως ναι. Ναι, γιατί είναι μικτή, βυζαντινή, κεκραμένη, και σαν πιο έκκεντρη και περιθωριακή, κι εκεί –όποια κι αν είναι η καταγωγική αλήθεια σου και σε πείσμα των μονοφυσιτών δεσποτάδων της πόλης– νιώθεις σα βίωμα μπενγιαμινικό (σαν Erlebnis και όχι σαν εμπειρία-Erfahrung) τη δυνατότητα μιας τέτοιας άπιστης πίστης, δηλαδή νιώθεις ότι αυτή είναι δυνατή και δυνατή, με τις δυο της έννοιες όπως τη νιώθει κι η Κατιώνη, κατεβαίνοντας αλλά και ανεβαίνοντας με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη ως τα λογοτεχνικά μας πράγματα.