Ορφέας Απέργης, Υ

H νοηματική ενότητα των αποσπασμάτων
———————————————

Το πρώτο βιβλίο του “νέου” πoιητή Ορφέα Απέργη είναι μια ποιητική σύνθεση που έχει την μορφή μιας  πολύπλοκης “συλλογής” ποιημάτων που φαίνεται να υποκρίνονται ότι διαγράφουν την πορεία ενός ποιητή – του Ο. Απέργη –με τον  ίδιο τρόπο που θα το επιχειρούσε μια συλλογή επιλεγμένων ποιημάτων μετά από εκδόσεις αρκετών βιβλίων. Διαγράφουν έτσι και την πορεία ενός ποιητικού ιδιώματος που αναζητά τον εαυτό του, αλλά και κάτι πιο συνολικό που αποκαλύπτεται σταδιακά στην πορεία της εξέλιξής του. Εξ ου και ο όγκος του, διακόσιες τριάντα σελίδες. Τα δύο εκτενή αφηγηματικά ποιήματα του πρώτου μέρος (V), με τίτλο Γράμματα από έναν νέο ποιητή, συμπλέκουν τις μορφές του προγόνου και του επιγόνου, καθώς στο πρώτο περιπλανιέται η φιγούρα ενός αιώνιου ποιητή επαίτη -παλιάτσου ενώ στο δεύτερο με τίτλο Το πάθος, ο νέος ποιητής εξομολογείται κατά κάποιον τρόπο τις προθέσεις του, καλεί τον πρόγονο του, αναγνωρίζοντας τον τρόμο της επίδρασης και την ευθύνη του δημιουργού, αλλά και την ευτυχία του σκοπού που είναι η πράξη.

Το φιλί δεν είναι ευλογία. Είναι τάξιμο, είναι αφοσίωση.

Είναι συνείδηση.

Το δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (I) αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια: Τα αντικείμενα, Το μέτρο, Το δοκίμι, ενώ ο επίλογος έχει τη μορφή ενός λεξικογραφικού παραρτήματος.

Η ασυνήθιστη ποικιλία ποιημάτων στα δύο πρώτα κεφάλαια, με διαφορετική θεματολογία αλλά και μετρική και μορφολογία, με πλείστα ποιητικά στυλ και διαθέσεις, μοιάζει με το τετράδιο ασκήσεων ενός ποιητή -μαθητευόμενου μάγου αν και το να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο θα ήταν παραπλανητικό καθώς τα ποιήματα, άρτιες εκδοχές ποιητικών τρόπων και χειρισμών, περισσότερο μιμούνται τις ασκήσεις, την μαθητεία πάνω στην κλίμακα του ρυθμού και της γλώσσας. Ταυτόχρονα διατρέχουν με πυκνές διακειμενικές αναφορές την ιστορία της ελληνικής ποίησης από τον Κορνάρο μέχρι τη γενιά του τριάντα, χρησιμοποιώντας τρόπους εκφοράς, μέτρου και υφής από μια τόσο μεγάλη διαδρομή που είναι απαραίτητο να συντάξει κανείς έναν έστω ενδεικτικό κατάλογο: το δημοτικό τραγούδι, οι μαντινάδες και τα γνωμικά, ο Κορνάρος, ο Σολωμός και ακόμα ο σατυρικός τόνος του Σουρή, ο Μποστ, ο Καρυωτάκης, ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος, σε στιγμές ο Σεφέρης και ο Ελύτης μαζί με απρόσμενες και άγνωστες λέξεις από τον Όμηρο. Σε αυτόν έρχονται να προστεθούν και οι επιδράσεις των αγγλοσαξόνων (Μπράουνινγκ και η παράδοση της βικτωριανής ποίησης, Τ.Σ. Έλιοτ, Έζρα Πάουντ, Φίλιπ Λάρκιν).

Ως προς το περιεχόμενο έχουμε να κάνουμε κατά κύριο λόγο με ένα παράδοξο αρχείο, του τόπου Ελλάδα, του οποίου τα στοιχεία παρουσιάζονται γυμνά αλλά και επεξεργασμένα, σε πορεία άρθρωσης αλλά και ήδη διατυπωμένα με το θράσος και την τόλμη του καινούριου που γνωρίζει το έδαφος στο οποίο φύεται. Το γνωρίζει και το χαρτογραφεί με τον δικό του τρόπο τραγουδώντας το κι αν είναι το τραγούδι αυτό πολύτροπο είναι γιατί ψάχνει στο παρόν, φτιάχνει ένα αρχείο του παρόντος, αλλοπρόσαλλο, πολυσυλλεκτικό και ηττημένο αλλά σφύζον και γεμάτο θρεπτικά συστατικά.

Ο Απέργης ρισκάρει για να δημιουργήσει έναν ποιητικό σαρωτή και το πεδίο της εμβέλειας και της έρευνάς του είναι το ελληνικό πεδίο (χρησιμοποιώντας το πιθανώς σαν αφορμή, σαν τύπο προς εξέταση) και οι ποικίλες φανερώσεις του μέσα από τη γλώσσα, την ιστορία, την παράδοση, μέσα από τις παράλογες, νόθες, γελοίες, νοσταλγικές, αποσπασματικές αφηγήσεις που στήνει μέσα στα ποιήματά του. Το καρναβαλικό στοιχείο που αναπόφευκτα επιστρατεύει είναι ελεγχόμενο και κινείται κυρίως ανάμεσα σε δύο πόλους: την ανελέητη ειρωνεία και την επιμονή στην ουσία. Ο ποιητής εμφανίζεται σαν ένα μάτι πολυπρισματικό που χωράει πολλά, αντέχει πολλά, είναι αυτός που θέτει τον μηχανισμό, αλλά και το ψυχικό όργανο μεγάλου εύρους που δονείται το ίδιο από ντροπή και πάθος, συμπόνοια και σκληρότητα, χλευασμό και λυρισμό. Χαρτογραφώντας θέτει σε ψηφίδες το σκηνικό του, τους δρόμους της πόλης (Αθήνα), το καφενείο και τη συνοικία, το μικροαστικό διαμέρισμα, μέσα στο οποίο τοποθετεί και την νεοελληνική πανίδα με πλήθος χαρακτήρων (το ζευγαράκι, την καθηγήτρια, την υπάλληλο, τον αλαζόνα πολιτικάντη, τον λαϊκό τύπο), όπου εγγράφει και τον κοινωνικό εαυτό του, ως ισότιμο μέλος.  Στα ποιήματα υπάρχουν αναφορές  σε συγκεκριμένα κρίσιμα επεισόδια της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, εκλογές, κρίση, απεργία, δανεισμός καθώς και σε όρους όπως λαός, πλήθος αλλά και στο μύθο της Ψαροκώσταινας παραλλαγμένο, μέχρι  και ένα ποίημα-παρωδία για την οικογένεια Παπανδρέου σε σολωμικό ρυθμό. Διαγράφει επαναληπτικά και απρόσμενα την διαδρομή και τη βουτιά από την επιφάνεια στο βάθος, κάτι που πραγματώνεται εντυπωσιακά στο ποίημα Η πορεία, έναν ύμνο σπαρακτικό και σκωπτικό στην έννοια του λαού, υπό μορφή κοντακίου.

Αναρωτιέται κανείς ποια ανάγκη τα έχει φέρει εδώ όλα αυτά μαζί να αλεστούν, να δοκιμαστούν, να χωνευτούν ενώ ταυτόχρονα η πρακτική που ακολουθεί επιδεικνύει τη διαδικασία διαμόρφωσης του ποιητικού ιδιώματος εκθέτοντας γραπτά τους τρόπους τους οποίους μετέρχεται, τη μίμηση, την παρωδία, το παστίς, την παραλλαγή. Συνέχει κάτι όλα αυτά τα στοιχεία; Είναι μεταμοντέρνα πρακτική ή μοντέρνα βουτιά στο βάθος της ποιητικής παράδοσης; Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Ίσως η τελική πίστη στην αναζήτηση ενός ειρμού (γλωσσικού αλλά και εννοιολογικού), μέσα από την ιλιγγιώδη  σύμπτυξη πρακτικών και τρόπων κάνει το εγχείρημά του ένα σύγχρονο είδος υπερ-μοντέρνας γραφής. Και εξηγούμαι: Η πρισματικότητα, το θραύσμα που τραυλίζει ανέστιο, ατελέσφορο, παραπλανημένο, εκείνο που δανείζεται ξένες φωνές για να μιλήσει σπάζοντας ταυτόχρονα τα κόκκαλά τους, μοιάζει να καταλήγει στο τέταρτο μέρος, σε μια χοάνη που το δεξιώνεται και το μεταλλάσσει σε ροή λόγου και συνέχεια, μοιάζει να ανθίζει σε καταρράκτη νοήματος, αφήγησης και ουσίας που αναζητά και βρίσκει τουλάχιστον προσωρινά, ένα είδος λύτρωσης. Είναι μια λύτρωση επισφαλής και πλήρης αμφιβολιών αλλά στη ροή του ποταμού υπάρχει ήδη μια κατεύθυνση.

Η πολυμορφία, η πληθωρικότητα και η επίδειξη δεξιοτεχνίας των δύο πρώτων κεφαλαίων με έναν ποιητικό λόγο που ανιχνεύει πολύσημα την ελληνική ταυτότητα και το πολιτικό παρόν μας, καταλήγει στην “κανονική “ ποιητική συλλογή, το ποιητικό παρόν του ποιητή, που ονομάζεται παρόλ’αυτά

Δοκίμι, και όπου έχει πια διαμορφωθεί ένα ενιαίο ιδίωμα. Η διαδικασία με την οποία έχει ο Απέργης χειριστεί τη γλώσσα αλλά και τα θέματά του για να φτάσει εδώ μου θυμίζει την ιαπωνική τεχνική για την κατασκευή των σπαθιών των σαμουράι, μοκούμε, όπου πολλαπλές στοιβάδες μετάλλων διαφορετικών κραμάτων και χρωμάτων συγκολλούνται μεταξύ τους και στη συνέχεια παράγουν με επεξεργασία, σμίλεμα και πίεση ένα νέο μέταλλο στην επιφάνεια του οποίου εμφανίζονται οι εσωτερικές στιβάδες δημιουργώντας ένα σχέδιο που θυμίζει τα νερά του ξύλου. Το καινούριο μέταλλο είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και γοητευτικό.

Ο ποιητής εδώ αναδεικνύεται ένας παντογνώστης αναγεννησιακού τύπου, ένας έκθαμβος συλλέκτης λεξιλογίου και γνώσεων, γράφοντας χωρίς καμία προκατάληψη ή επιφύλαξη σε μια γλώσσα πυκνή σε υφή, σε σημεία απροσπέλαστη, με ένα ποσοστό άγνωστων λέξεων (επινοημένες, παραλλαγμένες;) διατηρώντας έτσι ένα μυστήριο ξενότητας μέσα στο οικείο. Η πληθωρική και κάπως φαντασμαγορική φύση αυτών των κατασκευών καταφέρνει να δεξιωθεί πλείστους όσους γραμματικούς τύπους λέξεων αλλά κι ένα εξειδικευμένο λεξιλόγιο από ποικίλους τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η φυσική, η ιατρική, η θρησκειολογία, η φυτολογία. Τα ίδια τα ποιήματα είναι προϊόντα μιας πολλαπλής συνείδησης, ενός έμπειρου αφηγητή που διαχειρίζεται ένα υλικό πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, απλωμένο σε χρονικό βάθος και σε πλήθος σκηνικών χώρων. Είναι παιδί, γέρος, Έλληνας και ξένος, γυναίκα και άντρας, θυμάται και επινοεί, χτίζοντας ταυτόχρονα ένα ήθος καθώς ο ποιητής δεν είναι πρωταγωνιστής, ούτε παρατηρητής αλλά ο συμμετέχων, που συμπάσχει και συμπονά, ερωτεύεται και ειρωνεύεται αυτό το ανολοκλήρωτο και χαμένο, το πολύπαθο και γελοίο, το νόθο μα τόσο αληθινό κοσμικό (ελληνικό;) τσίρκο.

Μνήμη κι επινόηση κι ακόμα η πρακτική να φέρνει σε επαφή το καθημερινό ασήμαντο υλικό με το αιώνιο, υψηλό, άυλο έως και μεταφυσικό, με πίστη ότι ο κόσμος χωράει τα πάντα, ότι η ποίηση είναι το ανεξάντλητο δοχείο και μαζί ο μηχανισμός φανέρωσης και παραγωγής αυτού που επιμένει να αποκαλύπτεται όχι μόνο μέσα από τα μεγάλα γεγονότα αλλά μέσα από τις πτυχές, τα ψίχουλα, τις κλωστίτσες, τα ευτελή σωματικά εκκρίματα, και τα ουράνια νέφη χωρίς διάκριση.

Είπα πριν “θεματολογία” κι εννοούσα “θεματογραφία” δηλαδή το σύνολο των θεμάτων που μου επιτρέπουν να θυμάμαι, γράφει, κι ακόμα,

Καταλάβαινα κρυφά τον γύρω τόπο, ήταν, στα σίγουρα, η νοηματική ενότητα των αποσπασμάτων

Και πράγματι τα ποιήματα εδώ συγκροτούνται ως πυκνές αφηγήσεις-ποταμοί με χαρακτήρα καταληπτικό, με μια πρόθεση συμπερίληψης του όλου, που μοιάζει να είναι και η φιλοσοφική του πρόταση για την λύτρωση από τη συμφορά, η οποία παρόλο που επανέρχεται σταθερά σαν υπόμνηση μιας απειλής, δεν ανατινάζει πια τη δομή αλλά υφαίνεται μαζί της. Το αέναο ποτάμι του λόγου μάς παρασέρνει σε ένα είδος δύσκολης αποδοχής, μουρμουρίζοντας μυστικά καθώς κυλάει, πως το καράβι της συμφοράς είναι συστατικό του κόσμου χωρίς να καταλύει τον κόσμο ο οποίος επιμένει να επανορθώνεται και να γκρεμίζεται κυκλικώ τω τρόπω μέσα από τις δυνάμεις της αγάπης και της φθοράς. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο βιογραφούνται χαρακτήρες όπως ο χαρισματικός τυφλός μουσικός  Δ. Π., η καθηγήτρια ελληνικών, ο αστός στην κατεχόμενη Αθήνα που δεξιώνεται τους Γερμανούς φίλους του, η ανώνυμη γυναίκα στην ανάλγητη νύχτα της πόλης (Αθήνα) και εκτυλίσσονται πλείστα επεισόδια όπως οι γάμοι της γιαγιάς έναν  αιώνα πριν στην Πόλη μέσα από ένα φωτογραφικό άλμπουμ, ο μυστηριώδης φόνος πάνω σ’ένα πλοίο, κι ακόμα, η παιδική ηλικία στις μικροαστικές συνοικίες, το Νέο Φάληρο στις αρχές του αιώνα και οι γάμοι του διαδόχου Νικόλαου, το ερωτικό τραγούδι και η ερωτική έκκληση. Κι ακόμα εξιστορούνται οι άνθρωποι, οι χώροι, τα αντικείμενα, η πορφυρή κάμαρα και η γλυτσίνα, το νεκρό και το ζωντανό, το αιώνιο και το εφήμερο σε εναγκαλισμό, ο χρόνος μέσα από την ενδελεχή περιγραφή μια νεκρής φύσης στο τραπέζι, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα όπου συγχρωτίζονται η παλαιά και η νέα θρησκεία και όπου τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο μέσα στην εκκλησία και στο ποίημα Χρήση νερού η ομορφιά και η σκοτεινή θλίψη του αστικού. Πρόκειται για ποιήματα όπου αναγκάζει το ποιητικό του ιδίωμα να δοκιμαστεί με πολλούς τρόπους μέχρι να καταφέρει κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να ηχήσει δηλαδή πέρα από τον εαυτό του έναν αντίλαλο συλλογικό, μια πολλαπλότητα που δεν μένει περιγραφική αλλά δεξιώνεται το άλλο, όπως το νερό της βροχής και του υπονόμου καλεί την θάλασσα.

Συνολικά θα μπορούσαμε να δούμε το καλλιτεχνικό εγχείρημα του Απέργη, που χαρακτηρίζεται από τον ίδιο συλλογισμός, ως μία γλωσσική επιτέλεση κατάληψης του κόσμου με ηχητικές, ψυχολογικές και νοηματικές στοχεύσεις. Με αφετηρία την σαρκική ουσία των λέξεων τα ποιήματα του βιβλίου δημιουργούν διαυγάσεις με τις οποίες ερεθίζουν την διανοητική περιέργεια, αλλά και μας προσφέρουν ένα πεδίο λεκτικής εξερεύνησης του βάθους. Τα ποικίλα σκηνικά, λεκτικά και συγκεκριμένα, μέσα στα οποία στήνει τους χαρακτήρες του ιδρύουν το ποίημα ως μια ακριβή σημειογραφία που συγκροτείται αδιάσπαστα από το θέμα, τον τρόπο γραφής (ιδίωμα) και την μουσική (ρυθμός).

Θεματικά και μορφολογικά τα ποιήματα αποτελούν πολυπρισματικά και πολυστρωματικά “σώματα” γλώσσας,  όπου αναδύεται κάτι που δεν θα μπορούσαμε παρά να ονομάσουμε κάλλος. Ο Απέργης έχει το χάρισμα όχι απλώς να γνωρίζει αλλά, δεν μπορώ να το πω αλλιώς, να νιώθει τη γλώσσα και γι’αυτό μπορεί να γράφει με τέτοια συμπόνοια, εφευρετικότητα και γενναιοδωρία ποιήματα που είναι ταυτόχρονα αινιγματικά και διάφανα, ειρωνικά και συγκινητικά, απροσπέλαστα και παραμυθητικά.

Η σπάνια γλωσσική σκευή του, η εξόρυξη και η έκθεση λέξεων από όλα τα στρώματα και τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας για την οποία μιλήσαμε, δεν είναι διεξοδική ούτε καταλήγει σε κάποιο οριστικό ιδίωμα αλλά περισσότερο ανοίγει την πόρτα σε ένα λαβύρινθο που εκτείνεται πολύπλοκα και απεριόριστα μέσα στο χρόνο αλλά και μέσα στις διαφορετικές φωνές και εκφορές άλλων ποιητών και άγνωστων ανθρώπων, σαν μια άπειρη χώρα του Μπόρχες, εκθέτοντάς μας στον ίλιγγο της γλώσσας, χωρίς παρόλ’αυτά να παραιτείται από την δυνατότητα του κτίζειν. Μοιάζει φυσικό η πληθωρικότητα και η πολυμορφία του βιβλίου να καταλήγει στην ίδια τη λέξη. Από τον κόσμο, στο μικρόκοσμο, στο ίδιο το κύτταρο, το τελευταίο ποιητικό κεφάλαιο του βιβλίου, ένα ιδιότυπο ερμηνευτικό λεξικό, το οποίο καίτοι περιορισμένο, φέρει την υπόμνηση της συνέχειας, την βαθιά αίσθηση ότι είναι ατέρμονο, ανοίγοντας την ποίηση της κάθε λέξης που αποκαλύπτεται κι αυτή ένα πηγάδι σημασιών και προεκτάσεων χωρίς τέλος, στο οποίο αναγνώστης και ποιητής, δεν καθρεφτίζουν τον εαυτό τους αλλά το εύρος των δυνατοτήτων τους.

κριτική>>>> [φρμκ]#1 | άνοιξη-καλοκαίρι 2013

About frmk poetry

Φάρμακο | Εξαμηνιαίο περιοδικό για την διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου Κυκλοφορεί! Στα βιβλιοπωλεία και σε επιλεγμένους χώρους τέχνης δύο φορες τον χρόνο.
%d