Επιτελεστικότητα και συνειδητοποίηση1
We must educate our readers
We must really educate them2
Με τον όρο επιτελεστικότητα (performativity) ορίζεται η ικανότητα ενός σημειωτικού συστήματος να έχει επιπτώσεις στον πραγματικό, έξω-σημειωτικό, κόσμο.
Με τον όρο επιτελεστική λογοτεχνία (performative literature) ορίζουμε όχι ένα συγκεκριμένο είδος γραφής αλλά τη διακριτή ικανότητα ορισμένων λογοτεχνικών έργων να επιζούν της ανάγνωσης, εξακολουθώντας –τρόπον τινά– να «επιτελούν» κάποιον σκοπό (συχνά πολύ πέραν του χρόνου κατά τον οποίον γράφτηκαν).3
Θα μπορούσαμε, τότε, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά της «διαχρονικότητας» ορισμένων κειμένων. Ποια θα μπορούσαν, λοιπόν, να είναι τα γνωρίσματα αυτής της επιβίωσης την οποία ονομάζουμε «επιτελεστικότητα»; Τα γνωρίσματα αυτά είναι δύο ειδών:
Κάποια επείγουσα αίσθηση του επίκαιρου (urgency).4 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά» για κάτι που αφορά τον κόσμο. Εντούτοις, ακόμα και όταν πραγματεύεται το γνωστό (ή το επανειπωμένο), δεν βαρύνεται με την επίκριση του παρωχημένου.
Κάποια αίσθηση κοινωνικότητας – συνάφειας (agency).5 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά σ’ εμάς» για κάτι που αφορά τον κόσμο (αν και όχι απαραίτητα για κάτι που αφορά «εμάς» με τη στενή έννοια).
Την ίδια στιγμή που «μιλά σ’ εμάς για τον κόσμο» η επιτελεστική λογοτεχνία εμπρόθετα προβάλλει τρεις σημαντικές πολυμέρειες:
Υποδεικνύει ότι ο κόσμος δεν υφίσταται ως αμετάβλητη και συνεκτική οντότητα.
Υποδεικνύει ότι η γλώσσα δεν λέει μόνο ένα πράγμα τη φορά.
Υποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μιλά εξ ονόματος της ιδίας.
Ο κριτικός στοχασμός (critical reflection), ο προβληματισμός (problem posing) και ο διάλογος (discourse) βρίσκονται στον πυρήνα της μυθιστοριογραφίας που συντάσσεται με το πρόταγμα της επιτελεστικότητας. Τα κείμενα δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλέον αποθετήρια γνώσης, αλλά να αντιμετωπίζονται ως πεδία στοχασμού, εντός των οποίων οι αναγνώστες θα παράγουν γνώση για το δικό τους συμφέρον. Πρόκειται για το θεμελιώδες στοιχείο στην προσέγγιση του επιτελεστικού μυθιστορήματος: η ανάγνωση θα πρέπει να παράγει εξατομικευμένους κώδικες νοηματοδότησης για τον κόσμο της μυθοπλασίας και τις σχέσεις του με τον πραγματικό κόσμο. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της έννοιας της «συνειδητοποίησης» (conscientization)6 στη μυθιστοριογραφία.
Η επιτελεστική γραφή ενθαρρύνει τους αναγνώστες να υπερβούν την καταπίεση των εδραιωμένων συστημάτων, να ανακαλύψουν τους τρόπους με τους οποίους αυτή εδραιώνεται και –μέσω του κριτικού στοχασμού– να διεκδικήσουν τη χειραφέτησή τους καθώς και έναν πληρέστερο συμμετοχικό ρόλο ως αναγνώστες/ερμηνευτές (ακόμη και ως συν-δημιουργοί).
Οι βασικότερες παραδοχές σε αυτήν την εκδοχή για τη μυθιστοριογραφία είναι οι ακόλουθες:
-
Η ανάγνωση δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη διαδικασία. Προχωρώντας σε μια περαιτέρω διάκριση: η ιδιότητα του επαρκούς αναγνώστη (αυτό που με λίγα λόγια θα ονομάζαμε «η αγάπη για τα γράμματα») είναι μια ποιότητα της συνείδησης και όχι απλή κατάκτηση γνώσεων και τεχνικής. Είναι κάτι το οποίο καλλιεργείται και δεν αποτελεί προϋπόθεση. Με άλλα λόγια, η αγάπη για τη λογοτεχνία είναι μια στάση (stance) την οποία όμως αντιλαμβανόμαστε όταν έχει ήδη επιτελεστεί (όπως ισχυρίζεται ο Ντελέζ: «Η λογοτεχνία λειτουργεί όπως η συνείδηση, φτάνει πάντοτε αργοπορημένη»).7
-
Η εκάστοτε κυρίαρχη κουλτούρα μεταδίδεται και εσωτερικεύεται μέσω της επανάληψης. Τα επιμέρους στοιχεία της ενδεχομένως να τροποποιούνται όπως εμφαίνονται στο ένα έργο ή στο άλλο. Στη βάση του, όμως, το σύστημα παραμένει κυρίαρχο. Συνεπώς, ο καθένας διαβάζει και απολαμβάνει τα κείμενα όπως έχει «μάθει». Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, επιλέγει και ποια βιβλία θα διαβάσει. Όπερ, ο κύκλος κλείνει.
-
Η κατασκευή της πραγματικότητας εμπεριέχεται πρωτίστως στη γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ συχνά οι αναγνώστες δέχονται (ή, σε άλλες περιπτώσεις, τους επιβάλλεται) μια πραγματικότητα η οποία είναι άσχετη με την αφετηριακή πολιτιστική και γλωσσική τους ταυτότητα. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση του απευκταίο. Οι ευνοϊκές εκδοχές του σχετίζονται με την ανοιχτότητα στους πολιτισμούς, ενώ οι αρνητικές με την ισοπεδωτική κυριαρχία δημοφιλών στερεοτύπων και ελαφρών αναγνωσμάτων.
-
Η σημασία του διαλόγου ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο είναι πρωτεύουσα. Ανεξάρτητα από την προθυμία του αναγνώστη, το επιτελεστικό μυθιστόρημα υποβάλλει την αίσθηση της συνδιαλλαγής. Ο αποδεκτικός αναγνώστης θα ανταποκριθεί με ικανοποίηση, ενώ ο απειθής αναγνώστης θα καταλογίσει αυτό το αίτημα ως μειονέκτημα του έργου (στρυφνότητα, εκζήτηση, ασάφεια, δυσκολία… κ.λπ.).
-
Ο κριτικός και διαρκής στοχασμός είναι μια διαδικασία επερωτήσεων, μέσω της οποίας ο αναγνώστης ανακαλύπτει τους μύθους οι οποίοι τον εξαπατούν και συμβάλλουν στη συνέχιση της πλάνης. Αυτά τα δύο συνθετικά στοιχεία (ένα δομικό: μύθος και ένα φαινομενολογικό: πλάνη) εμπεριέχονται σε κάθε είδους μυθοπλασία. Από εκεί και πέρα προκύπτει και ο συνήθης ισοπεδωτικός μεταμοντέρνος πειρασμός να αρνηθούμε οποιαδήποτε μαρτυρία. Με άλλα λόγια, να απαλείψουμε εντελώς τον συγγραφέα και να περιοριστούμε στην προφάνεια του κειμένου. Εντούτοις, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους (τον συγγραφέα – το κείμενο) διατάσσονται γνωστά ερωτήματα τα οποία υποδεικνύει η ίδια η γλώσσα, π.χ.:
-
Τι μας πληροφορούν οι διατυπώσεις ενός μυθιστορήματος για το ίδιο το μυθιστόρημα και για το περιβάλλον του;
-
Οι πληροφορίες που προκύπτουν είναι, άραγε, αποτέλεσμα συγγραφικής πρόθεσης ή αποτελούν αναντίρρητα στοιχεία μιας πραγματικότητας;
-
Γιατί το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός μυθιστορήματος έχει συνήθως τη μορφή υπαινιγμού;
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν όχι μια κατάσταση, αλλά αυτό που –ακολουθώντας τον Φρέιρε– θα μπορούσαμε να ονομάσουμε προβληματίζουσα ανάγνωση (problematizing reading). Τα κλειδιά εδώ είναι η συνειδητοποίηση (στην οποία αναφερθήκαμε) και ο προβληματισμός. Όπου προβληματισμός σημαίνει κυρίως τον μετασχηματισμό των αναπαραστάσεων και των ιδεών σε μια πιο συνειδητή, κριτική γνώση. Η ανάγνωση, λοιπόν, μεταμορφώνεται σε αναστοχαστική δράση. Τη μετάβαση αυτή περιγράφουν τα τέσσερα στάδια της τυπολογίας που έχει αναπτύξει η Πατρίτσια Κράντον (Patricia Cranton):8
1. Ενδυνάμωση του αναγνώστη
Συμμετοχή (ανοιχτό κείμενο).
Σκέψη (κειμενικό περιβάλλον που εμπεριέχει και προάγει τον στοχασμό).
Ανάληψη ευθύνης (η δυνατότητα για ανα/αυτο-στοχασμό).
2. Ανάπτυξη κριτικής συνείδησης
Αμφισβήτηση δεδομένων αντιλήψεων.
Προβολή διαφορετικών εναλλακτικών ερμηνειών του έργου.
Διάκριση και αποτίμηση των στάσεων που εμπεριέχονται στο έργο.
3. Μετασχηματιστική ανάγνωση
Επαναξιολόγηση γενικών θέσεων και αντιλήψεων για τη λογοτεχνία.
Δημιουργία σχέσεων με άλλους τρόπους πρόσληψης των λογοτεχνικών έργων.
Αναγνώριση άλλων αναγνωστικών συμφερόντων.
4. Ενδυναμωμένος και χειραφετημένος αναγνώστης
Εμπεδωμένος κριτικός στοχασμός.
Μετασχηματισμός μέσω της ανάγνωσης.
Προθυμία αλλαγής παραδείγματος.
Στο τέταρτο στάδιο της Κράντον, ο όρος ενδυναμωμένος/ενδυνάμωση (empowerment) είναι συγγενής αλλά όχι ταυτόσημος με τον όρο χειραφετημένος/χειραφέτηση (emancipation). Η ενδυνάμωση αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων ή αντιλήψεων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να λειτουργήσει επιτυχώς εντός του συστήματος και των δομών εξουσίας του κειμένου, ενώ η χειραφέτηση αφορά την κριτική ανάλυση και αναθεώρηση της εξουσίας του κειμένου. Η χειραφέτηση, λοιπόν, εκπροσωπεί την απελευθέρωσή μας από τις εκτιμήσεις που διαστρεβλώνουν η άγνοια, η κυρίαρχη ιδεολογία, ο ανορθολογισμός, η παράδοση και η συνήθεια.9
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στην επιτελεστικότητα για να επισημάνουμε ότι η κίνηση που περιγράψαμε ως εδώ (από τον αναγνώστη–υπήκοο στον ενδυναμωμένο και χειραφετημένο αναγνώστη), μια διαδρομή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε συμπερασματικά συνειδητοποίηση (conscientization), ξεκινά από μια «ματιά προς τα μέσα». Από την αναζήτηση των αιτίων της εμπλοκής μας με τη λογοτεχνία.
-
Το ζήτημα δεν είναι πλέον: «τι διαβάζω».
-
Παραμένει (σε μικρότερο βαθμό): «πώς διαβάζω».
-
Αλλά πρωτίστως είναι: «γιατί διαβάζω».
Η ιεραρχία έχει πλέον αντιστραφεί. Ενώ στο παρελθόν η πρώτη μέριμνα ήταν η εκλογή ενός αναγνώσματος: «ποιο βιβλίο να διαβάσω;», «τι έχει κυκλοφορήσει;», «ποιο βιβλίο είναι καλό;», τώρα ο αναγνώστης που συντάσσεται με την επιτελεστικότητα καλείται να αποφασίσει κάτι θεμελιωδέστερο: «για ποιον λόγο ψάχνω ένα βιβλίο;», «τι χρειάζομαι από ένα βιβλίο;», «τι θέλω να εξυπηρετήσω με την ανάγνωσή του;».
Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνονται από μια ιδιοσυγκρασία που το επιτελεστικό μυθιστόρημα φιλοδοξεί εν μέρει να διαπλάσει. Με άλλα λόγια, το επιτελεστικό μυθιστόρημα στοχεύει (ανάμεσα σε άλλα) στο να εκπαιδεύσει τους ίδιους τους αναγνώστες του. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, επειδή όλα τα μυθιστορήματα ανεξαιρέτως τοποθετούν τους αναγνώστες σε λίγο-πολύ παρόμοιες καταστάσεις (που αφορούν ακόμη και τις υλικές προϋποθέσεις ή την τεχνολογία της ανάγνωσης),10 εντούτοις κάθε αναγνώστης αντιδρά σύμφωνα με τις εμπειρίες, τις αντιλήψεις και τις επιθυμίες του.
Σε ό,τι αφορά τον δικό μας ρόλο ως συγγραφείς, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τίποτα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως θέσφατο στην κριτικοστοχαστική θεώρηση των ζητημάτων που μας απασχολούν. Επειδή ό,τι γενικώς θεωρείται ως κοινή λογική είναι σε μεγάλο βαθμό προαποφασισμένο και δεν εξυπηρετεί απαραίτητα ούτε εμάς τους ίδιους ούτε τις ανάγκες των άλλων.
Στο τέλος, για τον ευσυνείδητο συγγραφέα, η γραφή συντάσσεται με μια στάση ζωής. Με μια στάση που οφείλει να χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αμφισβήτηση. Τόσο των δεδομένων της εργασίας μας όσο και της ίδιας μας της εμπειρίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Επιλεγμένοι όροι
Αναστοχασμός (Reflection). Η ex-post facto αποτίμηση ερμηνειών, αντιλήψεων, εκτιμήσεων… κ.λπ., μέσω μιας αναδρομικής διαδικασίας που αναθεωρεί τα αφετηριακά τους δεδομένα και δίνει έμφαση στη μεταγνωστική σκέψη (metacognition). Ο αναστοχασμός δεν προϋποθέτει απαραίτητα την εμπρόθετη αμφισβήτηση, αλλά εστιάζει οπωσδήποτε στην εξέταση των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε εμπειρίας, δράσης ή ιδέας. Αφορά την κριτική αποτίμηση των κανόνων που οριοθετούν την ιστορία και τη βιογραφία μας, τους ρόλους και τις προσδοκίες μας, καθώς και τις εσωτερικευμένες δυνάμεις που ορίζουν πεδία της συμπεριφοράς και της δραστηριότητάς μας.
Αναστοχαστική ανάγνωση. Αφορά την ανάγνωση των κειμένων έπειτα από την κριτική αποτίμηση σχηματισμένων αναπαραστάσεων, ιδεών ή αντιλήψεων. Η αναστοχαστική ανάγνωση δεν είναι απαραίτητα μια δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική προσέγγισης των κειμένων «σε πρώτο χρόνο», αφού της αποδίδεται η έννοια του αναστοχασμού κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης (on action) αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της (in action).11
Αυτεπίγνωση. Αφορά την επίγνωση αξιολογικών προτάσεων που αποδίδουν εσωτερικευμένες (δηλαδή σιωπηρές) πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες κ.ά. και την κυριολεκτική τους διατύπωση (λέξη προς λέξη).
Διαφοροποιητική λειτουργία της ανάγνωσης (Discriminant reading). Η ικανότητα να διαχωρίζουμε με ακρίβεια τα αποτελέσματα πεποιθήσεων, αντιλήψεων, ιδεών ή πράξεων στο πλαίσιο μιας μυθοπλασίας από τα αντίστοιχά τους στον πραγματικό κόσμο. Πρόκειται για τη δεξιότητα να εντοπίζουμε αιτιακές σχέσεις και να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά πλαίσια (contexts).
Ενδυνάμωση του αναγνώστη. Αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να αναπτύξει κριτική σκέψη εντός του συστήματος των δομών εξουσίας που επιβάλλει το εκάστοτε κείμενο. Δηλαδή δίχως να ανασκευάζει τη σύμβαση του έργου («διαβάζω το έργο ως έχει – όπως μου αυτοσυστήνεται»). Πρόκειται για μια έννοια η οποία συνδέεται άμεσα με (αλλά διαχωρίζεται από) αυτή της χειραφέτησης.
Κριτική ανάγνωση. Είναι ταυτόσημη με μια διμέτωπη αμφισβήτηση: α) της εγκυρότητας και του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε προηγούμενη γνώση και σχηματίστηκαν πεποιθήσεις και ιδέες για τη λογοτεχνία και τη σχέση μας μαζί της, και β) των αντίστοιχων πεποιθήσεων ή προσδοκιών όπως σχηματίστηκαν στην επαφή μας με τον πραγματικό κόσμο. Μόνο τότε αποκτά νόημα η επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας: στη διάδραση με τις ιδέες και τις εμπειρίες στον πραγματικό κόσμο. Βασικές προϋποθέσεις εδώ είναι: α) η πρόθεση και η ετοιμότητα να σκεπτόμαστε με λογικά επιχειρήματα και β) η ετοιμότητα να αναθεωρούμε ιδέες δικές μας αλλά και των άλλων. Συνεπώς, η κριτική ανάγνωση αναφέρεται σε γνωστικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τρόπο πειθαρχημένο και συνεπή και δεν περιορίζεται στο «πώς», αλλά επεκτείνεται στο «γιατί» και στο «μετά» της λογοτεχνίας.
Μεταγνώση (Metacognition). Η διαδικασία εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε τη γνωστική κατάσταση και τις λειτουργίες βάσει των οποίων ρυθμίζονται οι γνωστικές μας συνήθειες και στρατηγικές (όπως είναι η ανάγνωση και ό,τι αυτή συνεπάγεται).
Συναισθηματική λειτουργία στην ανάγνωση. Εκείνη η αναμφισβήτητη πτυχή της ανάγνωσης η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή συναισθηματικών αντιδράσεων από την εμπλοκή μας με τη μυθοπλασία, αλλά και από την αυτογνωστική μας αντίληψη για το πώς σκεπτόμαστε για τη λογοτεχνία ή δρούμε ως αναγνώστες.
Χειραφετική ανάγνωση (Emancipatory Reading). Πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία με την οποία ο αναγνώστης αναθεωρεί τις προϋποθέσεις που επιχειρεί να επιβάλει το κείμενο, με την πρόθεση να υιοθετήσει εναλλακτικές οπτικές ή εκδοχές οι οποίες εμφανίζονται ως πιο αποδοτικές. Πρόκειται για μια ανασκευή («διαβάζω το έργο ως κάποιο άλλο»). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσέγγιση ιερών κειμένων ως προϊόντα μυθοπλασίας, η ανάγνωση δοκιμίων σαν να ήταν μυθιστορήματα…12 κ.ο.κ.
========================
1Το βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Ο δανεισμένος λόγος – Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας» θα κυκλοφορήσειτο 2016 από τις εκδόσεις Οκτώ.
2Παραφρασμένη φράση του Όσκαρ Ουάιλντ, στο πρωτότυπο: «We must educate out critics – we must really educate them» [Gilbert Burgess, «A talk with Mr. Oscar Wilde», The Sketch, January 9th, Λονδίνο, 1895].
3Γιατί μιλάμε τότε για την επιτελεστικότητα και δεν μιλάμε απλώς για τη διαχρονικότητα του λογοτεχνικού έργου; Η διαφορά είναι ότι η διαχρονικότητα είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται κάθε φορά στο λογοτεχνικό έργο από την αναγνωστική του κοινότητα και εξαρτάται/διασφαλίζεται από την επιτελεστικότητα του κειμένου. Η επιτελεστικότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη της διαχρονικότητας. Συνεπώς, μιλώντας για τα ίδια τα κείμενα, μιλάμε για τις συναρτήσεις της επιτελεστικότητάς τους, οι οποίες είναι και οι μόνες που μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά αντικείμενο της πρόθεσης ενός συγγραφέα.
4Η λέξη «αίσθηση» χρησιμοποιείται εδώ ως αντίληψη (notion) και διαφοροποιείται από την αισθητηριακή/διαισθητική γνώση (sense/feeling). Υπό αυτήν την έννοια, η «αίσθηση» που συνάδει με την επιτελεστικότητα προσεγγίζει την «απαγωγική γνώση» (abduction) για την οποία μιλούν οι Charles Sanders Peirce και Alfred Gell [βλ. παρακάτω σημ. 2]. Η επιτελεστικότητα, λοιπόν, καθίσταται μεν ένα διαγνώσιμο χαρακτηριστικό των κειμένων, αλλά διαφεύγοντας το σαφές και το καθορισμένο πλαίσιο. Αποτελεί έναν απαγωγικό τύπο λογικού συμπεράσματος, τον οποίο ο C.S. Peirce περιγράφει ως «εικασία» και θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο μαντεύουμε μια εξήγηση: «Abduction, in the sense I give the word, is any reasoning of a large class of which the provisional adoption of an explanatory hypothesis is the type. But it includes processes of thought which lead only to the suggestion of questions to be considered, and includes much besides» [C.S. Peirce, «Prolegomena To an Apology For Pragmaticism», The Monist, τόμος XVI, αρ. 4, The Open Court Publishing Co, Chicago, IL, October 1906, σελ.492-546]. Σύμφωνα με τον Peirce, το να «απαγάγουμε» μια υποθετική εξήγηση Α από ένα γεγονός Β σημαίνει να εικάσουμε ότι το Α είναι αληθές επειδή τότε το Β θα καθίστατο εύλογο. Η απαγωγή, λοιπόν, έχει τη μορφή μιας «ικανής αλλά όχι αναγκαίας» συνθήκης. Βλ. επίσης: Paul Thagard and Cameron Shelley, Abductive reasoning: Logic, visual thinking, and coherence, Philosophy Department, University of Waterloo, Ontario, Canada, 1997 στο http://cogsci.uwaterloo.ca/Articles/Pages/%7FAbductive.html (τελευταία επίσκεψη, 23/1/2011).
5Ο όρος agency μπορεί να λάβει πολλές σημασίες, αλλά εδώ νοείται με τρόπο που συγγενεύει προς την ανθρωπολογική θεωρία της τέχνης του Alfred Gell. Ο Gell υποστηρίζει ότι η φυσική και μόνο ύπαρξη του έργου τέχνης κινητοποιεί τον παραλήπτη (θεατή/αναγνώστη/ακροατή) να επιτελέσει μιαν απαγωγή (abduction) «ενδύοντας» το καλλιτεχνικό έργο με προθετικότητα. Με αυτόν τον τρόπο (και όταν η παραπάνω απόδοση της προθετικότητας είναι επιτυχημένη) διαπιστώνουμε ότι το έργο τέχνης διαθέτει την ιδιαίτερη εκείνη ισχύ που το καθιστά ικανό να κινητοποιήσει προς δράση και να ορίσει το (περισσότερο ή λιγότερο ευρύ) πεδίο των κοινών πεποιθήσεων (shared understanding) που χαρακτηρίζουν όσους «συμφωνούν» μαζί του – δηλαδή όσους θεωρούν ότι το συγκεκριμένο έργο έχει καλλιτεχνική αξία. Βλ. Alfred Gell, Art and Agency: An Anthropological Theory, Oxford, Clarendon Press, 1998. Έχει, επίσης, προταθεί η μετάφραση του όρου agency ως «επιδραστικότητα». Προκρίνουμε εδώ τη μετάφρασή του ως «κοινωνικότητα», εμφαίνοντας την κοινωνική διάσταση που δίνει ο Alfred Gell στο πεδίο της κοινής κατανόησης του έργου τέχνης (shared understanding).
6Ο όρος συνειδητοποίηση (conscientization) ή κριτική συνείδηση (critical consciousness) βασίζεται στην κριτική θεωρία και αποτελεί συνεισφορά του θεωρητικού της εκπαίδευσης Πάουλο Φρέιρε (Paulo Freire, 1921-1997). Η συνειδητοποίηση στοχεύει στην εις βάθος κατανόηση του περίπλοκου χαρακτήρα του κόσμου, επιτρέποντας την αποδοχή και αξιολόγηση των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων και αντινομιών του. Παράλληλα, ο όρος συνειδητοποίηση εμπεριέχει και την ανάληψη δράσης για την άρση των καταπιεστικών εκδοχών αυτής της πραγματικότητας.
7Gilles Deleuze, «The Philosophy of Crime Novels». Desert Islands and Other Texts (1953-1974), μτφρ. Mike Taormina, Semiotext(e), 2003, σελ.81-85.
8Patricia Cranton, Understanding and Promoting Transformative Learning. Jossey-Bass, 2005.
9Ως φιλοσοφικός όρος, η χειραφέτηση τοποθετείται στο επίκεντρο της αναζήτησης της αλήθειας. Υπό αυτή την έννοια, οι συσχετισμοί μεταξύ ηθικών, επιστημολογικών και μεταφυσικών προτάσεων παρέχουν το φιλοσοφικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού σε μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση (ideal speech situation). Δηλαδή σε εκείνο το πλαίσιο διαλόγου το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της απρόσκοπτης ορθολογικής επικοινωνίας. Θα μπορούσαμε εδώ να ανατρέξουμε στην αρχή της συνεργασίας (Cooperative Principle) του Χέρμπερτ Γκράις: «Να συμμετέχεις στη συνομιλία όπως απαιτείται, στο κατάλληλο σημείο, σύμφωνα με τον αποδεκτό σκοπό και προς την κατεύθυνση της επικοινωνίας στην οποία εμπλέκεσαι» [H. P. Grice, “The logic of conversation”, στον τόμο Syntax and Semantics, Academic Press, 1975]. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Πώς δολοφονούνται οι ήρωες της λογοτεχνίας», Το γλωσσικό κουτί, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, κεφ. 44, σελ.203 κ.ε.
10 Τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν μπαίνουν στη χορεία της ψηφιακής λογοτεχνίας. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Προτιμώ να κουβεντιάζω με chatbots», Χαμένοι στο διαδίκτυο, εκδόσεις Πατάκη, 2008.
11 Βλ. Donald Schön, The Reflective Turn, Columbia University, 1991.
12Μπορούμε εδώ να επικαλεστούμε ένα τέτοιο παράδειγμα: το διάσημο βιβλίο της Τζέην Τζέηκομπς, Ο θάνατος και η ζωή των μεγάλων αμερικανικών πόλεων, είναι δυνατόν να διαβαστεί σήμερα όχι μόνο ως ένα ιστορικό πολεοδομικό δοκίμιο, αλλά και ως ένα μεταμοντέρνο, εξαιρετικά στοχαστικό μυθιστόρημα ιδεών για τη Νέα Υόρκη των σίξτις.