Θα ήθελα να αρχίσω με την αυθαίρετη χρήση μιας φράσης του Ρεμπώ1 –αυθαίρετη γιατί την αναφέρω έξω από τα συμφραζόμενά της–: Μα κείνο που χρειάζεται είναι να κάνεις την ψυχή σου τέρας. Θέτοντας με τη βοήθειά της το ερώτημα: τι είναι το τέρας; Και να προσπαθήσω να δώσω μιαν απάντηση όσο πιο κοντά μπορώ στο ιδιόλεκτο του βιβλίου που εορτάζουμε σήμερα: το τέρας είναι η χαρτογράφηση του ανθρώπινου. Εξέταση της περιοχής του ανθρώπινου μέχρι τα έσχατα όριά της. Το τέρας είναι το ον που το διαπερνάει η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο και αυτό το σύνορο κόβει, πονάει και κακοφορμίζει. Διπλά μπασταρδεμένο ον, κένταυρος πραγματικού και φαντασίας, μπορεί να έχει την επικινδυνότητα και του ενός και του άλλου. Και την εύθραυστη φύση τους ταυτόχρονα. Επιρρεπές σε συμμετρίες και διπλασιασμούς, είναι ον καθρεφτικό, ικανό να αντανακλά και να αντανακλάται, να γίνεται σκιά σου ή να σε κάνει σκιά του, ικανό για διάλογο δηλαδή. Αυτά με λίγα λόγια είναι τα χαρακτηριστικά των 16 τεράτων από την αρχαιότητα μέχρι τον κινηματογράφο που συμπεριλαμβάνονται στο Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο, μια συλλογή bestiario, όπως την ορίζει ίδιος ο Γιάννης Στίγκας. Ένα βιβλίο που πολύ λιγότερο θα μπορούσε να σχετιστεί με την αμιγώς λογοτεχνική συλλεκτικότητα των «Φανταστικών όντων» του Μπόρχες και πολύ περισσότερα με την πρωταρχική, μεσαιωνική έννοια του όρου bestiario, όπου κάθε πλάσμα ως δημιούργημα του Θεού περιγραφόταν με την πίστη ότι έχει τον δικό του ξεχωριστό σκοπό ύπαρξης, το δικό του ξεχωριστό νόημα και δίδαγμα. Εδώ, στη γλώσσα της ποίησης αυτό σημαίνει: τον δικό του κόμβο ερωτήσεων, πιθανοτήτων και ανακαλύψεων. Η Μέδουσα που παγώνει τον χρόνο σε μια θανατηφόρα νοσταλγική προσπάθεια να παγιδεύσει τη στιγμή, μια πετρωμένη φωτογράφιση. Ο Δράκουλας, γελοίος μέσα στη ρουτίνα του κακού, ένα κακό μίζερο στην επαναληπτικότητά του, τη βαρετή προβλεψιμότητά του, τη μεροκαματιάρικη μικρότητά του. Εκείνο το πάντα γυμνό, αφόρητα σαγηνευτικό θηλυκό ον – η Σειρήνα που έχει την ικανότητα να καυλώνει τον πόνο, να τον κάνει να μεγαλώνει ασταμάτητα, χωρίς να τον ανακουφίζει ποτέ. Ή το τέρας της στατιστικής – ο Κέρβερος, περικυκλωμένος από μιαν ατμόσφαιρα αριθμητικού παραλόγου, όπου οι συμβολικοί αριθμοί –οι Πυθαγόρειες τριάδα και τετράδα, το εικοσιτέσσερα των ωρών– έχουν χάσει κάθε αξία τους και το άπειρο της μέτρησης δεν είναι τίποτε άλλο παρά συσσώρευση μη νοήματος, ενώ η μοναδική δυνατή ολότητα, το μόνο απομένον ένα, είναι η δυστυχία.
Τα τέρατα εμφανίζονται με μιαν αβίαστη φυσικότητα υπό το φως του βλέμματος σαν να υπήρχαν από πάντα στα περιθώρια του οπτικού μας πεδίου και να είναι έτοιμα να επιστρέψουν εκεί παραμονεύοντας κάποιο καινούριο βλέμμα, ως μέρος των κανόνων του κόσμου και όχι ως εξαίρεση. Η απόσταση προσέγγισης είναι κοντινή, πολύ κοντινή, όση απόσταση χρειάζεται για να εξετάσει κανείς τα χαρακτηριστικά του στον καθρέφτη. Ο τόνος του διαλόγου είναι οικείος, απότομος σε μερικά σημεία, όπως βρίζει κανείς την ίδια την αντανάκλασή του σε στιγμές οργής. Και όποιος κοιτάει απ’ την κλειδαρότρυπα / –λοιπόν– να ξέρει πως τον βλέπουν…
Μέσα στη λογοτεχνική πορεία του Γιάννη Στίγκα ο Κύβος Ρούμπικ συγγενεύει πρωτίστως με το Ισόπαλο τραύμα στη διαλογική δομή του και στη μορφή στοιχήματος –από τη λέξη αυτή κρατάω το πείσμα και το ρίσκο και πετάω το εύκολο και το τυχαίο–, στοίχημα εξάντλησης μιας οροθετημένης προσέγγισης στην οργάνωση του υλικού και μιας συγκροτημένης μεθόδου χαρτογράφησης του κόσμου. Από το Ισόπαλο τραύμα κληρονομεί και τον έναν από τους τρεις βασικότερους θεματικούς άξονες που το διαπερνάνε: αυτόν της γραφής. Στο Ρούμπικ όμως η αυτοαναφορικότητα αυξάνεται, το ποίημα γράφει για τη γραφή του, συμπεριλαμβάνει τη γραφή του ανάμεσα στους προβληματισμούς του, ανάγει τους μηχανισμούς της σε υλική παρουσία: Δεν έχω κότσια να σε γράψω, Δράκε ή …το μότο αυτό παραχωρείται ως φωριαμός, ή (όλα τα ρούχα πεταμένα στην παρένθεση) ή Η παραπάνω παύλα δεν είναι παύλα / είναι ξόβεργα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, όπου ο ποιητής γίνεται Κανένας, διάφανος και επικίνδυνος πίσω από το όπλο του, το στιλό, η σχέση με τη γραφή υπάρχει ως ένα από τα κέντρα βαρύτητας γύρω από τα οποία χτίζεται το βιβλίο. Με ιδιαίτερη έμφαση και ένταση στην περίπτωση του μοναδικού μη τερατόμορφου πλάσματος στη συλλογή – τον Μονόκερο, εκείνο το πανέμορφο ον, άπιαστο σαν θαύμα ή σαν ποίημα. Που αναφέρεται σε δύο, αντίθετες, εξίσου πιθανές μορφές της ύπαρξής του: το σακατεμένο από την καθημερινότητα, κοινό πια τετράποδο, ανίκανο να πάρει την ανηφόρα του πραγματικού στο Μονόκερος υπό βροχήν (και πώς θα βγει το ποίημα / γαμώ το κέρατό μου) και το άγριο, αυθαίρετο, πάντα ελεύθερο ον στο «Μονόκεροι στο χιόνι» που κρατάει τις ισορροπίες του κόσμου και δεν θα το πιάσει ποτέ καμιά ψευτοπαρθένα πένα. Μέχρι το τελευταίο κείμενο όπου το τυπωμένο στο χαρτί ψαλίδι-απειλή από την αρχή του βιβλίου γίνεται υπαρκτό όπλο γονιμοποίησης και δημιουργίας (αρπάζω το ψαλίδι από τη σελίδα 9 / καρφώνω στο ψαχνό τον Αύγουστο), κλείνοντας έτσι τον κύκλο.
Ταυτόχρονα ο Ρούμπικ εμπεριέχει και όλη την πείρα του Δρόμου προς το περίπτερο με το άνοιγμά του προς το κοινωνικό, ανάγοντάς το και εδώ σε σταθερό σημείο αναφοράς. Με τη δημοκρατία που πετρώνει κάτω από το βλέμμα της Μέδουσας και στερείται από κάθε κίνηση και γίνεται νεκρή φύση. Με τον εμφύλιο των χεριών του Φράνκεσταϊν – γιατί τι άλλο μπορούν να κάνουν το δεξί και το αριστερό χέρι ενός όντος χωρίς ταυτότητα, ενός όντος από συρραφές, εκτός μια εμφύλια σύγκρουση: το ’να να θέλει να γυρίσει στον παράδεισο / τ’ άλλο να γράφει ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ / έτσι θα μένω πάντα στην Αθήνα. Μια Αθήνα που κατοικείται από χιλιάδες αόρατους ανθρώπους με καμένη την ασφάλεια και όπου η θηλυκή αναπηρία μιας γοργόνας είναι προτιμότερη από την υπαρξιακή αναπηρία μιας αληθινής γυναίκας. Τα τέρατα επιστρέφουν στην πρωταρχική, ετυμολογική σημασία τους ως σημεία, οιωνοί, ή –με μια πιο σύγχρονη γλώσσα– ως συμπτώματα της κοινωνίας. Άλλο ένα απάνθρωπο σύνορο τα κόβει και τα διαμελίζει – εκείνο του όντος που είναι με το ένα πόδι στην κοινωνία και με το άλλο στον εαυτό του. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο, που με το πέρασμά του γίνεται όλο και πιο προσωπικό, τελειώνει με το αυτοπορτρέτο ενός τερατώδη διχασμού με τον αστείο τίτλο που ονομάζει μια διόλου αστεία κατάσταση: Dr.Stiggas – Mr.Stiggas.
Μαζί με αυτό ο Ρούμπικ προχωράει ένα βήμα παραπέρα –όπως θα έπρεπε πάντα σε ένα νέο βιβλίο– με την πολυμορφία της κατασκευής των ποιημάτων του και με εκείνο το γέλιο που ποτέ δεν είχαμε ακούσει τόσο ελεύθερο και τρανταχτό από τον Γιάννη Στίγκα. Γιατί παραδόξως είναι ένα βιβλίο που περιέχει πολύ γέλιο και μια παράξενη χαρά της ζωής. Προχωράει ένα βήμα παραπέρα και με την εισαγωγή του τρίτου, καινούριου θεματικού άξονα που το διαπερνάει και ενώνει: Αυτόν του χρόνου. Ο χρόνος υπάρχει στον Κύβο του Ρούμπικ με κάθε του μορφή: η παγωμένη στιγμή της Μέδουσας που ήδη ανέφερα, ο χρόνος που τρέχει και μετράει θανάτους στο «Κέρβερος», ο προσωπικός χρόνος ως πληγή (ότι είμαι πια τριάντα εφτά / δεν έχω καταλάβει καν / το πιο μικρό μου δάχτυλο), η απειλή στη συγκεκριμενοποίηση μιας ώρας (γνωρίζω πως θα σκάσω στο κενό / στις 23:05 ακριβώς / αυτού του αιώνα), η βασανιστική αναφορά στις μέρες της βδομάδας (το να σύρεις μια Δευτέρα / ώς το πρωί της Πέμπτης / λυγίζουνε τα γόνατα / και η Τρίτη ανηφορίζει ή δουλειά στο σούπερ μάρκετ / από Δευτέρα ώς Σάββατο / την Κυριακή να βγαίνουν οι ρυτίδες / τα περιττά κιλά / το θάμπωμα, και τέλος – ο χρόνος ως γραμμικός λαβύρινθος, το μακελειό της μιας / και μόνης πιθανότητας. Και είναι απολύτως λογικό τελικά να σωματοποιείται, να αποκτάει τη δική του τερατώδη υπόσταση ως τον προσωπικό Δράκο του καθενός, ο Δράκος του τέρματος, δίνοντας την αφορμή για τον πιο αγαπημένο μου και ίσως τον πιο συγκλονιστικό στίχο αυτού του βιβλίου: δεν είναι πως φοβάμαι τα ερπετά / μήτε τους εφιάλτες / είναι το κράμα αυτών των δυο μαζί / όπου σημαίνει / χρόνος.
Αυτό που ξεκίνησε ως συλλογή πορτρέτων φανταστικών όντων εξελίχτηκε σε ένα πυκνό δίκτυο αλληλοσυμπληρούμενων νοημάτων και καταλήγει ως ενιαία αφήγηση εις βάθους βιωμένη και προσωπική. Και εδώ επιστρέφω στη φράση του Ρεμπώ να κάνεις την ψυχή σου τέρας, που ακόμα και μέσα από τα συμφραζόμενά της δεν ακούγεται λιγότερο μυστηριώδης και τρομακτική. Ο Ρεμπώ αναφέρεται βέβαια σ’ εκείνη την παράξενη βία να δημιουργείς τον εαυτό σου, να σχηματίζεις και να ορίζεις μόνος τη μορφή της ψυχής σου. Στην αυτογνωσία δηλαδή που είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της κάθε γνώσης. Βλέπω λοιπόν –εγώ, ως αναγνώστρια– τον Κύβο Ρούμπικ ως ένα τερατώδες μήλο, τετράγωνο αλλά που δεν τετραγωνίζει (Εκεί που η τάξη αδυνατεί / έρχεται ο μύθος – λέει ο δημιουργός του). Ως μία τρισδιάστατη τρίλιζα στο ύψος της καρδιάς (που στο ιδιόλεκτο αυτό του βιβλίου σημαίνει να δίνεις ονόματα). Ως ένα ελεύθερο, διαφορετικό για τον καθένα παιχνίδι διάσπασης, ανασχηματισμού και ολότητας του κειμένου, αποκωδικοποίησης και ξανά κωδικοποίησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ο κάθε αναγνώστης θα ήθελε να επιβάλει. Ως ένα μήλο ήδη δαγκωμένο που επιτρέπει ξανά και ξανά παρθενικά δαγκώματα με έναν τρόπο τερατώδη, που στις αμέτρητες ετυμολογικές παραλλαγές αυτής της ανεξάντλητης λέξης θα μπορούσε να σημαίνει ακόμα και θαυματουργό.
1 Arthur Rimbaud, Ένα ποίημα και πέντε επιστολές, μτφρ. Στρατής Πασχάλης, Γαβριηλίδης, 2000, σ. 63.