Πάνος Τσίρος, Δεν είναι έτσι;

(Μικρή Άρκτος, 2012)

Ο Αλμπέρ Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου γράφει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό, το αν η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει κανείς να την ζήσει. Όλα τα υπόλοιπα, λέει, είναι παιχνίδια. Ωστόσο, ελάχιστοι είναι εκείνοι που απαντούν ξεκάθαρα σε αυτό το ερώτημα. Κι όσοι το κάνουν, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλον τρόπο, σπάνε το ξόρκι και ξεμπερδεύουν. Οι υπόλοιποι διερωτώνται, κάποιοι σκέφτονται όχι και πράττουν σαν να σκέφτηκαν ναι, ή και το ανάποδο, παλινωδούν, αμφιβάλλουν. Το ερώτημα τους στοιχειώνει.

Λοιπόν, θα το πω έξω από τα δόντια, οι ήρωες του Τσίρου είναι όλοι τους στοιχειωμένοι. Παλιότερα πίστευα ότι οι ήρωες του Ρέιμοντ Κάρβερ και οι ήρωες του Τσίρου έχουν κάτι κοινό. Τώρα πλέον καταλαβαίνω ότι έκανα λάθος. Οι ήρωες του Κάρβερ είναι άνθρωποι που τους τσακίζει η ζωή. Οι ήρωες του Τσίρου τσακίζουν οι ίδιοι τη ζωή. Την εκδικούνται με ένα σκέλεθρο, την ίδια τους την ύπαρξη. Οι ήρωες του Κάρβερ, παρά τα στραπάτσα, έχουν ακόμη όνειρα, θέλουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, αλλά δεν μπορούν. Οι ήρωες του Τσίρου δεν επιθυμούν τίποτα, είναι ανίκανοι να αντιδράσουν ή, μάλλον καλύτερα, απρόθυμοι να αντιδράσουν, περιφέρονται σαν νεκροζώντανοι από μέρα σε μέρα, από σελίδα σε σελίδα, μπορεί να τους δει κανείς απαράλλαχτους σε βάθος δεκαετιών. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο Τσίρος μάς το δηλώνει αυτό από την αρχή κιόλας, με αριστοτεχνικό τρόπο στο διήγημα «Έχω δώσει τη ζωή μου». Αφού μέχρι και το σκηνικό μιας ζωής δεν πρόκειται να μεταβληθεί στο παραμικρό, η Γη αποφασίζει να μετακινηθεί αντί του ήρωα, μόνο που η ταχύτητα είναι γεωλογική, μόλις λίγα εκατοστά σε 20 χρόνια, άρα απάνθρωπη. Και φυσικά, αυτό δεν είναι λύτρωση, αυτό μοιάζει με τιμωρία.

‘‘Expect poison from the standing water’’ μας λέει ο Γουίλλιαμ Μπλέηκ στις «Παροιμίες της Κόλασης», και υπ’ αυτό το πρίσμα, οι ήρωες του βιβλίου είναι ανίατοι. Το νιώθεις αυτό από τις σιωπές τους, που δεν είναι ούτε εύγλωττες, ούτε διαυγείς, είναι θολές και κούφιες, από τα κορμιά τους, που η έλξη δεν τα οδηγεί στον έρωτα, από τα βλέμματα που δεν οδηγούν πουθενά, ο λαβύρινθος θριαμβεύει, ο ύπνος γίνεται το ύστατο καταφύγιο. Στο διήγημα «Ο Λάζαρος», ο αφηγητής ξυπνάει τον ήρωα και εκείνος του λέει ότι «αυτό είναι άδικο», τα μάτια του είναι δυο μικρές πληγές, ο Δανιήλ βγάζει το πιο τρομαχτικό γέλιο που έχω ακούσει ποτέ μου, η Σάρα καταπίνει το κενό με τις φούχτες, η τηλεόραση εισβάλλει με εκπομπές μαγειρικής και κοπάδια διαφημίσεις, ο Τσίρος τολμά να κλείσει και διήγημα έτσι. Μάλιστα, μου δίνεται η αίσθηση ότι το διήγημα κλείνει – η τηλεόραση παραμένει ανοικτή, σχεδόν την ακούω να μικροφωνίζει. Επειδή κάνει ένα παράξενο αντηχείο με το κενό. Το κενό εισβάλλει από παντού, είναι η φύση του τέτοια, μωρέ, ο κόσμος θέλει καλαφάτισμα, μέρα τη μέρα, είναι η φύση του τέτοια, θέλει τα δάχτυλά σου στις ρωγμές, θέλει το στήθος σου στο φουλ, αλλιώς κακοφορμίζει. Κι ο κόσμος του Τσίρου είναι κακοφορμισμένος, παγωμένος, διαβρωμένος, ανήλιαγος, σχεδόν ο κάτω κόσμος. Ερώτηση: γίνονται πάρτι στον κάτω κόσμο; Απάντηση: γίνονται, μας λέει ο Τσίρος. Κοιτάξτε πώς: πάρτι Φιλοσοφικής -πολλή κολόνια-, ίσως επειδή η φιλοσοφία τουμπανιάζει στο διπλανό δωμάτιο, και φυσικά οι φοιτητές περιτριγυρίζουν τους καθηγητές σαν κρεατόμυγες, δυο μπουνταλάδες -οι καλύτεροι της Φιλοσοφικής- τσακώνονται και πετάνε αδιάκοπα ένα μαξιλάρι ο ένας στον άλλον. Και το μαξιλάρι αυτό είναι η ίδια η βραδιά, είναι η ίδια η ζωή, θα σκιστεί και τα πούπουλα θα ξεχυθούν στον αέρα. Αλλά τι λέω; Τα μαξιλάρια των ηρώων του Τσίρου δεν είναι παραγεμισμένα με πούπουλα, αλλά με τριμμένο γυαλί, με φόβους, με χώματα, ενοχή και δειλία. Ερώτηση: όλα αυτά μαζί τι μας φτιάχνουν; Απάντηση: ένα ολόκληρο φάντασμα. Ο Τσίρος αγγίζει επικίνδυνα τα όρια της απόγνωσης. Κοιμάμαι πάνω σ’ ένα φάντασμα, σημαίνει πολύ περισσότερα από κακό ύπνο με άσχημα όνειρα, σημαίνει τον απόλυτο εφιάλτη. Ποιο είναι το φάντασμα; Ίσως να είναι εκείνο το ντόινγκ στο ομώνυμο διήγημα, ένας ήχος χωρίς κανένα νόημα. Ο ίδιος ο Τσίρος τρομάζει από αυτήν την ανακάλυψη και με ένα αμήχανο τέλος προσπαθεί να μας αποκρύψει ότι ντόινγκ είναι ο ήχος που βγάζει κάθε πλάσμα τη στιγμή του θανάτου του. Κι αυτό είναι αφάνταστα τρομαχτικό, γιατί είναι αφάνταστα γελοίο. Για μας τους δυτικούς ανθρώπους, που γαλουχηθήκαμε με την ιδέα ότι η ζωή από μόνη της είναι αξίωμα, το ντόινγκ είναι ένα μεγάλο χαστούκι. Μας είναι αδύνατον να διανοηθούμε ότι όλη η ζωή καταλήγει με έναν τόσο ηλίθιο ήχο. Τώρα κρατάμε το φάντασμα στα χέρια μας. Το κοιτάμε, το κοιτάμε και δεν ξέρουμε αν μας κοιτάζει, δεν ξέρουμε καν αν μας βλέπει. Όλη η ύπαρξη υπονομεύεται. Ο Τσίρος ξεκίνησε από μία λογική ερώτηση «δεν είναι έτσι;», για να φτάσει στην πιο παράλογη απάντηση «ντόινγκ». Η απάντηση είναι εξακολουθητική, η ερώτηση είναι εξακολουθητική, σας είπα, ο λαβύρινθος θριαμβεύει.

Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να συνεχίσει ο Τσίρος ύστερα απ’ αυτό το βιβλίο. Εκείνο που ξέρω είναι ότι αγωνιώ (με όλη τη σημασία της λέξης) για το πώς θα συνεχίσει. Πράγμα που σημαίνει ότι το βιβλίο -για μένα τουλάχιστον- έχει πετύχει.

Ξέρω και κάτι ακόμη. Ότι ο Τσίρος θα ευχόταν με όλη του τη δύναμη να του πούμε ότι «Όχι Δεν Είναι Έτσι». Κι εδώ έγκειται η σπανιότητα. Εδώ είναι το μεγάλο σπάραγμα. Ένας συγγραφέας να γράφει με την ευχή να διαψευστεί. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι, θέλω να πω, ότι δηλαδή, να, φοβάμαι ότι, δηλαδή, να, ότι———

 

-Γ.Σ

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang
%d bloggers like this: