(Μελάνι, 2012)
Στο πρώτο βιβλίο του, με τίτλο Έκαστος εφ ω ετάφη (Γαβριηλίδης, 2007), ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου είχε καταθέσει ένα λιτό, ειρωνικό ιδίωμα, το οποίο στο δεύτερο βιβλίο του, που σχολιάζουμε εδώ, έχει οργανωθεί προσεκτικά και με μεγάλη ακρίβεια, αφήνοντας πίσω προφανείς επιρροές και σποραδικές ποιητικές μανιέρες. Στις Μισές αλήθειες δημιουργεί ένα βιβλίο ποίησης μάλλον, παρά μία συλλογή, καθώς τα άτιτλα και παρόμοιας έκτασης ποιήματα του βιβλίου, αριθμημένα απλώς από το 1 μέχρι το 28, δομούνται αυτόνομα αλλά και με την αίσθηση μιας συνέχειας, όπως περίπου τα άρθρα σε έναν ιδιότυπο νομικό κώδικα. αν ένας νταλικέρης κορνάρει χαιρετώντας / τζιτζίκια και γρύλους μεταφέροντας 300 / παλέτες ποιητικού υλικού βόρεια της / Δραμαμίνης μπορεί και να τον / απασχολεί η δυαδικότητα της δομής μιας / κοινωνίας ή η έννοια της κοινωνικής / δράσης στη δραματουργική κοινωνιολογία / Σκατά Λάστιχο. Ο συνδυασμός της ελαφρώς λόγιας γλώσσας μαζί με εκφράσεις της καθομιλουμένης και γλωσσικών κλισέ, η αυστηρότητα και η οικονομία στην έκφραση αποκαλύπτουν μια σαφή καλλιτεχνική επιλογή για έναν ποιητικό λόγο του παρόντος, που προτείνει και ρωτά και δεν νομοθετεί, ούτε αποφαίνεται: αν φερ’ ειπείν αν η κακιά στιγμή ήταν / ένας αναπτήρας υγραερίου και έπρεπε / να πας σ’ ένα περίπτερο να τον γεμίσεις / και διαπίστωνες έντρομος πως τα πελώρια / βυζιά της περιπτερούς συνέθλιβαν το / Ριζοσπάστη του περασμένου αιώνα / αλλάζοντάς σου τη γνώμη για τον / ισπανικό εμφύλιο / θα άναβες / και αν ναι/ θα το μετάνιωνες; Πολύ συχνά, τα ποιήματα οργανώνονται ως συνοπτικός επαγωγικός στοχασμός, που είτε μένει ανοιχτός είτε καταλήγει σε μια ερώτηση. Άλλα μιμούνται την έκβαση σε ένα συμπέρασμα που λοξοδρομεί από τη λογική προς το παράλογο, κι εδώ είναι που ο Σ. επιτρέπει στο ποιητικό του ιδίωμα κάποιες λάμψεις λυρισμού και τον μεταφορικό λόγο, που το εμπλουτίζουν: όταν το σώμα υπαγορεύει / τις λέξεις / μιλάμε για κενό γράμμα; / εύ-λεκτη γύμνια –ναι / ψαροκόκαλο η κοινή γνώμη /κοινότατη / έως / και αξιόποινος / ο ενθουσιασμός / μα / το λόγο έχει / τώρα / ο ιδρώτας. Πρόκειται για μικρά θεωρήματα που αναδεικνύουν διακριτικά τη λειτουργία του ποιητικού λόγου απέναντι σε έναν εξωτερικό κόσμο που καταρρέει, αλλά χωρίς μελοδραματισμούς ή υψηλούς τόνους. Η ποίηση είναι ένα τεχνούργημα αλλά και μια διαπραγμάτευση μεταξύ κόσμων, μέσω της γλώσσας, ένα πεδίο που μπορεί να φιλοξενεί πολυεπίπεδες εκφάνσεις για την υλιστική, την αισθητική και τη φιλοσοφική θεώρηση για τον κόσμο. Ο Σ. αχνοδιαγράφει έτσι τη φυσιογνωμία ενός σύγχρονου ποιητή-διαπραγματευτή, αποφεύγοντας το περίγραμμα ενός ιδιωτικού κόσμου, αλλά δίνοντας κάποια στοιχεία τοπικότητας (τη Θεσσαλονίκη, πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, αίσθηση επαρχίας), λεπτομέρειες που εντείνουν τη γήινη αφετηρία της ποίησής του. ασύρματο δίκτυο / σ’ ένα ημιυπόγειο της Τριανδρίας / όλοι οι φίλοι σε ζελατίνα / όλοι στα χέρια τους κρατάν μωρά / και τα μωρά / γλυκό κουταλιού ή ασπιρίνη. Η ειρωνεία είναι το κύριο όχημα της αντι-ποίησης του Συφιλτζόγλου, που οδηγεί συχνά από την άρνηση στην κατάφαση, και ο στοχασμός του αρθρώνεται προσεκτικά με όχημα την ανεπιτήδευτη γλώσσα και την απλή σύνταξη. Συχνά, τα ποιήματα εκκινούν από καθημερινά μοτίβα, ενώ στην πορεία παρωδούν (αλλά χωρίς πικρία) τα καταφύγια του λυρισμού και τις οδηγίες ζωής. Το βιβλίο, από το οποίο απουσιάζουν οι τελείες, μοιάζει με το εσωτερικό ενός ρολογιού, που είναι ο ποιητικός λόγος, ανοιγμένο στο φως μιας πραγματικότητας πέραν της πτώσης. Όμως, αυτό το ρολόι δουλεύει και αυτό θέλει να «αποδείξει» ο Σ. Ο ποιητής εδώ είναι ένας απλός εργάτης των λέξεων χωρίς έπαρση, ο οποίος έχει εγκαταλείψει την προνομιακή θέση του επόπτη, και καίτοι βρίσκεται στην όχθη της ήττας, αρνείται τον αυτοοικτιρμό. Κρατώντας τη μισή του αλήθεια, δηλαδή την ίδια του την πράξη του αρθρωμένου λόγου, κατασκευάζει έναν τόπο για ερωτήσεις, κριτική σκέψη, λοξοδρομήσεις, αντιφάσεις αλλά και θαύματα, ό,τι δηλαδή μπορεί να είναι η σύγχρονη ποίηση.
-Κ.Η.