(Άγρα, 2014)
Λας ματαδόρας (Αι ταυρομάχοι): Αυτό το μικρό σημείωμα θέλει να σας συστήσει, αγαπητοί αναγνώστες. Δηλαδή θέλει να σας παρουσιάσει ένα βιβλίο κι εν συνεχεία να σας δημιουργήσει ώστε να μπορείτε να το διαβάζετε. Ίσως κάπως έτσι σκέφτεται η Ναταλία Καραγιάννη και μαζί της, πριν ή μετά της ή μαζί της, η Χριστίνα Νάκου. Πρώτη φορά γράφουνε μαζί και εκδίδουνε –εκδώσανε τον Ιούλιο του 2014– ένα εγχειρίδιο δημιουργίας αναγνωστών. Οι αναγνώστες δεν είναι ποτέ οι γνωστοί, ούτε οι γνώστες, είναι οι άγνωστοι, και μάλιστα οι άγνωστοι που συνήθως αποδεικνύονται ανάγωγοι. Έρχονται δηλαδή στις νέες εκδόσεις με απαιτήσεις, γι’ αυτό καλόν είναι να τους δημιουργούν οι συγγραφείς από μόνοι τους. Τέτοιας λογής άγνωστους και ανάγωγους αναγνώστες δημιουργεί το βιβλίο που θέλω να σας εγχειρίσω. Η Καραγιάννη, που γράφει τα ποιήματα του βιβλίου, πρώτη φορά εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα, χρόνια τώρα ζει στο εξωτερικό, η Νάκου, που βάζει στο βιβλίο τα ζωγραφικά της σχεδιάσματα, έχει ξανακυκλοφορήσει καταλόγους εκθέσεων ζωγραφικής της. Αυτήν τη φορά γράφουνε μαζί. Το βιβλίο τους είναι από αυτά τα λίγα πουλάκια που όχι μόνον φωνίζουνε –τραγούδι μελιστάλακτο ή παραπονεμένο– αλλά και τσιμπάνε. Μες στο βαρύ χειμώνα είναι τα πουλάκια αυτά που σηκώνουν μπαϊράκι: Του παρελθόντος τα κλισέ ήταν κλισέ και τότε / όσο και η κρίση, οι τριανταφυλλί πολυκατοικίες τώρα […] όπως κι εμείς […] δεν είμαστε άλλο από κλισέ αν προσποιούμαστε […] / πως θα μπορούσαμε στο κάτω κάτω να ήμουν άλλος / εγώ και άλλος να ήσουνα κι εσύ. Οι στίχοι είναι από το «Οι μόνιμες δεξαμενές του Βασιλειάδη» (σ. 36), ποίημα που βλέπει τις δεξαμενές των πλοίων στα ναυπηγεία στο Πέραμα σαν οριστικό αποτύπωμα αυτού που πέρασε χωρίς ποτέ να περάσει. Όλα είναι παρόντα, παλιά και τωρινά και μελλούμενα, και όλα αυτά μαζί, μαζί με τη φίλη σου που ζωγραφίζει ενώ εσύ γράφεις ποιήματα εν λόγω ελληνικώ σε διπλανή ήπειρο, όλα αυτά μαζί είσαι εσύ και όλα αυτά μαζί είναι αυτή. Στο ίδιο ποίημα οπού ναυπηγείται ο λόγος της, η φωνή που μιλάει καταλαβαίνει πως (και πώς) η ίδια καταλαμβάνει όλο το χώρο της υπάρξεως. Όπως οι δεξαμενές, έτσι κι αυτή ξεχειλίζει τώρα που ναυπηγεί το ποίημα, δηλαδή τη ζωή της φωνής της. Ναυπηγούμενη νιώθει πόσο μεγάλο ψέμα είναι να αρνηθείς αυτή την υπερεκχειλίζουσα φωνή για να μιλήσεις ως «άλλος», ως ‘‘l’ Autre’’, όπου (κατά Λακάν) ‘‘le désir de l’ homme c’ est le désir de l’ Autre’’. Αναπόφευκτη πιθανόν η αλλο-ίωση, η αλλοίωση της φωνής, αλλά όσο γίνεται νομίζω πως η Καραγιάννη και η Νάκου αντιστέκονται. Στέκονται αντί, και τσιμπάνε. Οι νύξεις τους αυτές, τα τσιμπήματά τους, δε σημαίνει ότι δεν είναι επώδυνα και για τις ίδιες: Ξέχασα να φιλάω / εκτός από μικρά τσιμπήματα που αφήνω / γρήγορα γρήγορα για να επιτρέπεται να φύγω / γρήγορα γρήγορα για να επιτρέπεται να μπω / ξέχασα να φιλάω, άω, άω, άου («Μικρό», σ. 37). Όμως όσο επώδυνη και να είναι αυτή η «αντιστασιακή (όπως λέμε προβληματική) της φωνής» δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει τα πνευμόνια της. Άρα, όχι, δεν θα μιλήσει για την κρίση η Καραγιάννη και για το συναίσθημα «της μικρής πατρίδας», μια θάλασσα μικρή, απόηχοι της δικής μας ποιήσεως της αριστερόστροφης ή δεξιόστροφης. Θα μιλήσει για την πλατιά θάλασσα που βρέχει και αγκαλιάζει τον Πιρανέζι, την Αφρική και τη Ρουάντα και τη Χαράρε και το Ινιαμπάνε «όπου μάζεψα κοχύλια», και τη Βόρεια Θάλασσα του Λούθηρου και τη Δραπετσώνα και τα παιδιά, «ημιτελείς, υδρόβιοι τοξότες», που κάνουν σερφ, και την Καταλονία και «σχεδόν την Ιταλία» και τη rue Duroc μιας «γιαγιάς blue», «Shalimar με δυο χοντρά διαμάντια και ρουμπίνι με τη βέρα», που συνυπάρχει και συζεί με την άλλη γιαγιά «γιαγιά, αχ λε λε, [που] δεν ξόδεψε[ς] αγάπη», μόνο είναι καμπούρα και είναι μαύρη, που έχασε «τρία εκ των εφτά» παιδιά, κι ακόμα την Ισπανίδα Λουθ, και τον Δεκαπενταύγουστο στην παλιά Ελλάδα με τον πατέρα που κοιμάται μες στο μεσημέρι, και το ευρωπαϊκό Alp Hotel, σαν την Αυστρία μες στα έλατα, και τα παιδιά που παίζουνε μπιλιάρδο στο χειμερινό θέρετρο άδειο το καλοκαίρι, και οι Νορβηγοί που πρέπει να γνωρίσεις και να ομιλήσεις με το δύσκολο προτεσταντισμό τους: όλα αυτά πλέουνε μέσα στην πλατιά θάλασσα της Καραγιάννη που παφλάζει και ζει και όλα τα συναιρεί και τα συνέχει δημιουργώντας εαυτόν. Είναι ένα εγώ πλατύ, ταξιδεμένο που αρνείται πεισματικά να γίνει «εμείς ελληνικό» και όλο τσιμπάει, κι ευτυχώς: μόνο το εγώ που αρνείται να γίνει στανικά εμείς, μόνο αυτό το εγώ νικά και γίνεται εμείς. Αυτή η πλατιά θάλασσα, η τόσο ξένη προς τον ελληνικό παρεϊσμό των τελευταίων χ δεκαετιών στην ελληνική λογοτεχνία και κατάσταση, αυτή η θάλασσα γίνεται και γλώσσα: Είναι πάντα η ίδια θάλασσα, επαναλαμβάνεται / είναι η ίδια θάλασσα, η ίδια γλώσσα / που μέσα κι από μακριά οι δυο μας κουβαλάμε […] ποιος στην Καταλονία και ποιος σχεδόν στην Ιταλία («Διπλό», σ. 44) και πήδηξα απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη το πρωί («Κοχύλια», σ. 33), όπως αλλάζουμε και πηδάμε γλώσσες – ισπανικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, μέσα σε όλες αυτές τις γλώσσες έχει κολυμπήσει η φωνή της Καραγιάννη, το πρώτο ποίημα του βιβλίου είναι, εξάλλου, «ανεπίδεκτο μετάφρασης», ένα μπρίλιαντ – σπινθηροβόλο, για να δανειστούμε και τους τρόπους του – transliteration, «φωνητική γραφή» παιχνιδιάρικη σαν του Raymond Queneau, μια μεταγραφή-αναπαράσταση των ισπανικών ήχων-λέξεων με τους χαρακτήρες των ελληνικών: Φουμάρ μάτα. / Νο αθέρ λο κε ντεσεάμος μάτα ιγουάλ[…] / βιβίρ κρειέν-ντο εν λα νατουραλέθα μάτα / βιβίρ πρετεν-ντιέν-ντο σερ αλεμάνες μάτα (σ. 7). Μέσα στα «ανεπίδεκτα μετάφρασης» κολυμπάει η Καραγιάννη, άρα μέσα στην ποίηση, που είναι «αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Να ζεις πιστεύοντας στη φύση σκοτώνει, όπως και το να μην κάνεις αυτό που επιθυμείς, μας λέει έστω και στα μεταγραμμένα ισπανικά, σαν θηλυκή ταυρομάχος-ματαδόρα που ξέρει από θάνατο γιατί έμαθε να σκοτώνεται. Η θάλασσα της Καραγιάννη έχει «φύση», είναι γυναίκα που ποθεί τον πατέρα της και τα παιδιά (αλά μαντάμ Μποβαρύ) τής είναι βάρος, αλλά και τα αγαπάει εξίσου, και μοιράζεται με τη φίλη της που σαρανταρίσανε – έχει φύση αλλά είναι πιο ρευστή από τη φύση αυτή, για να θυμηθούμε την Kristeva. Στη φίλη της λέει η φωνή: …άσε τη θάλασσα να κάνει τη δουλειά της. […] Είναι η ίδια θάλασσα που δεν οργώνεται / όπως οργώθηκε της ομορφιάς μας το χωράφι, / μη φοβηθείς πια, φίλη μου ακριβή, την ομορφιά σου!(σ. 44). Κι ανάμεσα στα ποιήματα –λίγα εδώ τα λόγια, αφού τα έργα της Χριστίνας Νάκου πρέπει να τα πάρετε, να τα δείτε διά ζώσης– η φίλη τής απαντάει με θάλασσες από κάρβουνο, μολύβι και αχνό μαυριδερό γκρίζο, θάλασσες που κάνουν κύκλο κι όπου μέσα τους –σε κάθε πίνακα που διαδέχετ’ ένα ποίημα– πλέουνε τα γραμμένα σα ρυτίδες του χρόνιου –όχι, ποτέ, του άχρονου– εγώ. Στο εγώ επιστρέφουμε, κι έτσι, μόνον έτσι, γινόμαστε εμείς, με «όλα τούτα που εγώ έχει συμβεί να γίνω» (σ. 16). Κι αυτό το ανεπίδεκτο, ανάγωγο εγώ είναι που δημιουργεί νέους, άγνωστους κι ελπίζω εξ ίσου ανάγωγους αναγνώστες. Από μικρό κι από ξένο μαθαίνεις την αλήθεια, λένε. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, στη θάλασσα της Καραγιάννη και της Νάκου, κάτι γεννιέται και γίνεται. Ας το δεχτούμε μ’ ευγνωμοσύνη και με θαυμασμό: Δεν είναι για όλους θέμα επιλογής / όμως για μένα είναι / αυτή η γλώσσα η μικρή η μεγάλη / η πιο πολύ μικρή μικρούτσικη[…] / Δεν μπορείς αν δε σου γαργαλούν το στόμα άλλες / –άλλες σειρήνες, άλλες προφορές– / ν’ αποφασίσεις τα ελληνικά (σ. 12).
O. A.