Το νέο σου βιβλίο εισάγει έναν καινούργιο ποιητικό τρόπο εντελώς διακριτό από την προηγούμενη δουλειά σου και εντελώς πρωτότυπο στην σύγχρονη ελληνική ποίηση. Πως μαθαίνουμε μια νέα γλώσσα στην τέχνη; Τι πρέπει να αφήσουμε πίσω; Τι συνέπειες έχει αυτό;
Μαθαίνουμε μια νέα γλώσσα πάντα ύστερα από μια εκτεταμένη περίοδο σιωπής. Υπάρχει μια στιγμή μετά από την ολοκλήρωση ενός έργου όταν νιώθεις ότι η γλώσσα του, ο τρόπος του έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους και μοιάζει σχεδόν ανούσιο να προσπαθήσεις να πεις κάτι ακόμα με τα ίδια μέσα. Λες κι όλη η προηγούμενη πείρα σου να μην κάνει πια καμία δουλειά. Κάπου εκεί σιγά σιγά αρχίζει και συσσωρεύεται η ανάγκη της νέας γλώσσας. Θέλει χρόνο, καινούργια βιώματα και μπορεί να είναι κάτι πολύ βασανιστικό γιατί νιώθεις άοπλος και ποτέ τίποτε δεν σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να μιλήσεις ξανά. Παρ’ όλα αυτά αισθάνομαι τυχερή όταν μου συμβαίνει. Μετά η νέα γλώσσα είναι σαν να σε βρίσκει μόνη της. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου προήλθε από την επιθυμία να αλλάξω τα συστατικά της γραφής μου, να χρησιμοποιήσω λιγότερο επεξεργασμένα, λιγότερο «ποιητικά» υλικά. Είχα ανάγκη από μια πιο ωμή ποίηση. Με έλκυε η χρήση της εγκυκλοπαιδικής πληροφορίας, η στεγνή αναφορά για ιστορικά συμβάντα ή επιστημονικές διαπιστώσεις. Πιστεύω ότι συχνά μέσα τους υπάρχει μια ποιητική δυναμική. Μου είχε τύχει μια ατόφια πληροφορία να με συγκλονίσει απλά και μόνο με την ανάγνωσή της όπως με συγκλονίζει ένας πολύ καλός στίχος. Οπότε με ενδιέφερε κατά πόσο η χρήση τέτοιου υλικού θα μπορούσε να είναι λειτουργική μέσα σε μια ποιητική σύνθεση, κατά πόσο θα μπορούσα να εντάξω και εισπράξω την συμβολική αξία που περιέχει. Πιστεύω ότι ο ρυθμός της σκέψης μου δεν έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά μου. Απλά ως δομική μονάδα στην θέση την εικόνας ή της επεξεργασμένης ποιητικής φράσης χρησιμοποιώ γεγονότα, κομμάτια επιστημονικού λόγου, «αδέσποτους» στίχους, γνωμικά, ψευτογνωμικά. Ειδικά τα τελευταία ήταν για μένα ένα πολύ λειτουργικό μέσο για να μιλήσω για θέματα που βρίσκω δύσκολα και σημαντικά. Η υπονόμευση και η ειρωνεία μιας αλήθειας παραδόξως (ή όχι) την κάνει πιο αληθινή. Γενικά μέσα στην ρευστότητα και την μόνιμη καχυποψία που τρέφουμε σήμερα προς τις μεγάλες διατυπώσεις, αυτός μου φαίνεται σχεδόν ο μοναδικός τρόπος να μιλάμε για αλήθειες.
Πως συνδέεται αυτός ο τρόπος με το γεγονός ότι γράφεις για πρώτη φορά ποίηση στα ελληνικά;
Για την ακρίβεια το βιβλίο γράφτηκε ταυτόχρονα και στα ελληνικά, και στα βουλγάρικα. Ήταν μια παράξενη στιγμή ισορροπίας, όπου τα ερεθίσματα έφταναν σε μένα μέσα από δύο γλώσσες και υπήρχε η έντονη επιθυμία απεύθυνσης προς τους μικρούς, αλλά συσπειρωμένους πυρήνες ανθρώπων της ποίησης ταυτόχρονα και στις δύο χώρες. Δεν είμαι σίγουρη αν παρόμοια ισορροπία θα υπάρξει και πάλι στο μέλλον, δηλαδή αν αυτό που συνέβη είναι μια νέα αρχή ή μια εξαίρεση. Σίγουρα ήταν μια πρωτόγνωρη για μένα εμπειρία. Επειδή τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου δομήθηκαν ως νοητικές κατασκευές, ως αλυσίδες από λογικές ακολουθίες και ανατροπές, ο ήχος, ο ρυθμός, η υλικότητα καμίας από τις δύο γλώσσες δεν λειτούργησαν ως ώθηση. Θα μπορούσα να πω -όσο ασυνήθιστο και αν ακούγεται- ότι δούλεψα για αρκετό διάστημα σε ένα προγλωσσικό ή μάλλον α-γλωσσικό επίπεδο όπου όλα θα μπορούσαν να ειπωθούν κάλλιστα με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο χωρίς κάποια ιδιαίτερη διαφορά. Στις λεπτομέρειες πια οι δύο γλώσσες άρχισαν να αλληλοσυμπληρώνονται, δίνοντας μου λύσεις εναλλάξ στα δύσκολα σημεία η κάθε μία με τις δυνατότητές της. Ως προς τα ελληνικά το γεγονός ότι χρησιμοποιώ μια γλώσσα που όσο καλά και να γνωρίζω δεν ελέγχω εκατό τοις εκατό αποδείχτηκε πολύ απελευθερωτικό. Μου επέτρεψε ρίσκα που μέχρι την στιγμή εκείνη δεν είχα αναλάβει και έκανε πιο ριζοσπαστικό και το βουλγάρικο κείμενο.
Το βιβλίο στο αρχικό κεφάλαιο «Οι σημειώσεις της γυναίκας φάντασμα», εισάγει έναν γυναικείο χαρακτήρα, μια ερευνήτρια- φιλόσοφο. Τι τύπου έρευνα διεξάγει η γυναίκα φάντασμα;
Θα έλεγα ότι το σημείο σύγκλισης όλων των κειμένων του βιβλίου είναι η ερώτηση τι είναι πραγματικότητα και πως επικοινωνούμε μαζί της. Η μορφή της γυναίκας φάντασμα (της οποίας η ιστορία παρατίθεται σε μια σημείωση στο τέλος του βιβλίου) είναι αναφορά σ΄ αυτό που ήδη ξέρουμε από την επιστήμη, ότι δηλαδή παρθένα πραγματικότητα δεν υπάρχει, ότι κάθε πραγματικότητα αναπόφευκτα επηρεάζεται και αλλοιώνεται από την παρουσία του παρατηρητή της. Τα ποιήματα μιλούν –με κυριολεκτικό και αρκετά χιουμοριστικό τρόπο- για αυτήν τη σχέση αλληλεπίδρασης όπου ο ερευνητής αφήνει το αποτύπωμά του πάνω στο αντικείμενο που εξετάζει, δηλαδή μαθαίνει τον κόσμο μαζί με ίχνη του εαυτού του μέσα του. Από αυτήν την άποψη «Οι σημειώσεις της γυναίκας φάντασμα» είναι ένα προγραμματικό για την οπτική του βιβλίου ποίημα. Όπως προγραμματική είναι η χρήση της λέξης «γυναίκα» στον τίτλο του. Αν αφήνουμε το αποτύπωμά μας πάνω στην πραγματικότητα, η δική μου πραγματικότητα είναι γυναικεία και ήθελα οπωσδήποτε αυτό να ακουστεί.
Στο βιβλίο ο κόσμος της πληροφορίας διυλίζεται μέσα από το φίλτρο της ποιητικής σκέψης και αναδύεται αινιγματικός γοητευτικός και αποτρόπαιος. Πως διαχειρίζεσαι στο βιβλίο τον απέραντο, χαοτικό, αντιφατικό και εντέλει επικίνδυνο κόσμο της πληροφορίας στον οποίο κατοικούμε; Μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα δίχτυα και τα δίκτυα που μας κυκλώνουν;
Πιστεύω ότι σήμερα δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τον τρόπο της ποίησης για να πορευόμαστε μέσα στον κόσμο. Σε μια κατάσταση όπου όλα είναι ρευστά και δεν υπάρχουν μη αμφισβητήσιμα φιλοσοφικά συστήματα, κανείς πια δεν σου χαρίζει την κοσμοθεωρία σου. Είσαι υποχρεωμένος να την δομήσεις μόνος. Η ποίηση σου δίνει εργαλεία για αυτό. Σε εκπαιδεύει να ψάχνεις συνδέσεις ανάμεσα στα κομμάτια, να διαβάζεις φράσεις άρθρωσης μέσα στο γενικό θόρυβο. Σε μαθαίνει ότι η έλλειψη λογικής ακολουθίας δεν σημαίνει οπωσδήποτε έλλειψη νοήματος. Σε εκπαιδεύει δηλαδή να κρατάς ισορροπία πάνω σε ένα έδαφος που ποτέ δεν είναι στέρεο.
Το βιβλίο σου δεν φοβάται τα μεγάλα θέματα. Επανέρχεται ξανά και ξανά με ειρωνικό και αμείλικτο τρόπο στην ανθρώπινη σκληρότητα, τον ολοκληρωτισμό που μεταμφιέζεται σε ιδεαλιστικές προθέσεις, την υποκρισία, ρέπει συχνά προς την φρίκη, τι θέση έχουν αυτά στην ποίησή σου;
Με κυνηγάει ως πρόβλημα αυτό που ονομάζω για τον εαυτό μου «οπτικές απάτες της σκέψης». Δηλαδή τα ελαττώματα του βλέμματός μας όσο διαβάζουμε τον κόσμο: τι βλέπουμε, τι μας φαίνεται ότι βλέπουμε, τι προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην δούμε. Ένα μεγάλο μέρος της εξερεύνησης σ’ αυτό το βιβλίο είναι γύρω από αυτά. Με ενδιαφέρει πολύ το κομμάτι των προκαταλήψεών μας που είναι σαν το τυφλό σημείο στον σβέρκο μας, πάντα μη ορατό για εμάς τους ίδιους. Με προκαλεί αν είναι δυνατόν να κατασκευάσουμε κάποιο σύστημα από καθρέφτες για να το προσεγγίσουμε. Έχω ένα σχεδόν εμμονικό ενδιαφέρον για το ζήτημα του μύθου, το πώς σχηματίζεται και πώς καταρρέει. Θα μπορούσα να πω ότι τελικά δούλεψα αυτό το θέμα αμφίδρομα. Από τη μια στο βιβλίο υπήρχε προγραμματικά η προσπάθεια να απομυθοποιώ: συναισθηματικές συνήθειες, σύμβολα, ιδεολογήματα που θεωρώ ότι κακοφορμίζουν, διάφορα -ακόμα και ασήμαντα κλισέ- που βλέπω ως επικίνδυνα. Από την άλλη –σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου- ήθελα να παίξω με τη δυνατότητα να προσθέσω συμβολική αξία σε εντελώς καθημερινά αντικείμενα και καταστάσεις: τα σπίρτα ή μια βόλτα στην έξοχη, ας πούμε.
Το κενό αποτελεί κεντρικό πρόβλημα του βιβλίου θα έλεγα ότι η γεωμετρία του εστιάζει στο κενό είτε αυτό είναι λογικό είτε ηθικό, είναι μια ποίηση που οσμίζεται τα χάσματα της λογικής, της σκέψης κι εκεί ακριβώς βρίσκει χώρο για να δημιουργήσει. Η ποίηση ανοίγει χώρο;
Νομίζω ότι είναι ένα βιβλίο συμφιλίωσης με το κενό. Το κενό: το ατελές, το ελλιπές, το απροσπέλαστο από τη γνώση είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Πιστεύω ότι πρέπει να μαθαίνουμε να εκτιμάμε την ομορφιά του. Την ορθότητά του, θα έλεγα. Το κενό δίνει χώρο στα νοήματα να αναπνέουν, δίνει σχήμα στις μορφές. Κρατάει ισορροπίες. Έτσι και αλλιώς πιστεύω ότι απόλυτο κενό δεν υπάρχει. Είναι πάντα γεμάτο με τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα. Εκεί κατοικεί η ποίηση.
Έχεις γράψει ποίηση, διηγήματα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, πως μετέρχεσαι σε αυτά τα διαφορετικά είδη γραφής; Τι μας κάνει να γράφουμε με διαφορετικούς τρόπους υπάρχει κάτι κοινό σε όλα αυτά;
Νομίζω ότι γενικά η προσέγγιση στη γραφή, η φιλοσοφία του κειμένου δηλαδή που έχει ένας συγγραφέας δεν αλλάζει από είδος σε είδος. Για μένα, όπως είπα, είναι σημαντική η ελλειπτικότητα του λόγου, το νοητικό παιχνίδι με την αποσπασματικότητα, οι ισορροπίες του δηλωμένου και της σιωπής στην δομή του κειμένου. Αυτό που κάνω με φράσεις και στίχους στην ποίησή μου συγγενεύει πολύ με αυτό που κάνω με ιστορίες και κομμάτια αφήγησης στα πεζά μου. Το δοκίμιο είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό είδος με ξεχωριστές απαιτήσεις καθαρότητας και αμεσότητας της σκέψης (τουλάχιστον στην δική αντίληψη). Δοκιμάζω διαφορετικά λογοτεχνικά είδη γιατί μου αρέσει η πρόκληση να δουλεύω κάθε φορά σε ένα πεδίο που οι κανόνες του μου είναι εντελώς άγνωστοι. Αυτή η «μειονεκτική θέση», το «κόλλημα στον τοίχο» με σπρώχνουν πέρα από κάθε ασφάλεια στην γραφή, με αναγκάζουν να γίνω ευρηματική θέλω δεν θέλω. Μου αρέσει να νιώθω αρχάρια. Το θεωρώ πολύ παραγωγικό.