Η -δεξιοτεχνική- μετάφραση του τραύματος,Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί Τροπικοί (Αντίποδες, 2019)

Τι είναι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς στην πρώτη ανάγνωση. Είναι ποιητική συλλογή, είναι αφήγημα, είναι μελέτη; Είναι παρωδία, είναι θρήνος; Προκαλεί πόνο ή προκαλεί γέλιο;
Οι Τοπικοί Τροπικοί, υβριδικό και απρόβλεπτο, είναι ένα βιβλίο που μοιάζει να εμπεριέχει όλη τη λογοτεχνική θεωρία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Κάθε όρος, κάθε τρόπος που αποτελεί χαρακτηριστικό της, υπάρχουν σε αυτό: το literary mystification (το επινοημένο λογοτέχνημα που κατασκευάζει τα ίδια τα πλαίσιά του και μαζί τον συγγραφέα που το έχει δημιουργήσει), η διακειμενικότητα, η παιγνιώδης διάθεση (δηλωμένη ήδη από τον τίτλο με την συνήχηση και την αδέξια ρίμα του), το γόνιμο χιούμορ, με το οποίο η σύγχρονη γραφή έχει μάθει να μιλάει για τα πολύ σοβαρά πράγματα χωρίς σοβαροφάνεια. Υπάρχει επίσης το ζήτημα της φιγούρας του συγγραφέα: ας μην τον πούμε νεκρό, αλλά σίγουρα όχι παντοδύναμο πια και εποπτεύοντα από ψηλά, την θέση του οποίου παίρνουν οι μάσκες, οι δανειζόμενες φωνές, τα πολλά πρόσωπα. Υπάρχει ακόμα η χρήση έτοιμου κειμένου (found text), το παστίς, η εξερεύνηση της ετυμολογίας ως πηγής ποίησης, το παιχνίδι με τη μετάφραση ως τρόπου λογοτεχνικής δημιουργίας, η οικειοποίηση κειμένου, τα παταφυσικά στοιχεία που δίνουν τη φαιδρή χροιά στα δοκιμιακά μέρη. Δεν θα ήθελα να το ονομάσω μεταμοντέρνο γιατί η λέξη έχει χάσει κάπως το βάρος της, αλλά αυτό το βιβλίο που αντλεί και χειρίζεται όλους τους τρόπους της αιχμηρής λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, κατορθώνει κάτι σπάνιο και πολύ σπουδαίο: τα κάνει δικά του, τους δίνει το δικό του αίμα. Και είναι η καθαρά λογοτεχνική αρτιότητα στην κατασκευή, στην εκτέλεση και στην κάθε λεπτομέρεια, που προσδίδει βάρος και νόημα ύπαρξης σε όλα αυτά τα θεωρητικά στοιχεία.
Η δόμηση του βιβλίου δηλώνεται προγραμματικά: εισάγονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν σαν να είναι οι χαρακτήρες ενός θεατρικού έργου και οι όροι του παιχνιδιού γίνονται γνωστοί από την πρώτη κιόλας σελίδα. Επίσης ξεκάθαρα και προγραμματικά εισάγονται οι βασικοί όροι κατασκευής των ποιημάτων: ο τρόπος της παράδοσης, του δημοτικού τραγουδιού, στον «φάκελο πατέρα», και ο ωμός, συχνά αυτοβιογραφικός, τρόπος της σύγχρονης ποίησης στον «φάκελο υιού». Αυτοί οι δύο τρόποι είναι σε μια διαρκή αντίστιξη, σε έναν διαρκή διάλογο.
Μία ειδική αναφορά απαιτεί το απολαυστικό κείμενο της εισαγωγής. (Η απόλαυση είναι μία από τις λέξεις-κλειδιά, για αυτό, το συχνά μαύρο και συχνά σπαρακτικό, βιβλίο. Η τραγικότητά του ποτέ δεν αναιρεί την αίσθηση λογοτεχνικής ηδονής που εισπράττει κανείς διαβάζοντάς το.) Η απόλαυση στο εισαγωγικό ψευδοδοκίμιο οφείλεται στην δεξιοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στην επινόηση και το πραγματικό, στους κανόνες ανθρωπολογικής μελέτης και την παρωδία τους, όπου η ξεκάθαρη απόφαση για ποιο από τα δύο γίνεται λόγος μοιάζει σχεδόν αδύνατο να παρθεί. Είναι τόσο πειστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Χατζηπροκοπίου χρησιμοποιεί τα κλισέ, τον ακαδημαϊσμό, την «υψηλή» καθαρευουσιάνικη γλώσσα, αναμειγμένη επιπρόσθετα με την ορολογία των queer studies, που η ερώτηση «μα μήπως είναι υπαρκτό αυτό, μια αληθινή μελέτη;» εναλλάξ με την «μήπως είναι ψέμα τελικά, μια αστεία επινόηση;» συνοδεύουν την ανάγνωση μέχρι το τέλος. Ταυτόχρονα αυτό το τόσο απολαυστικό μείγμα μιλάει για κάτι πολύ σοβαρό: για τις φωνές που ποτέ δεν ακούστηκαν και για το δικαίωμα στον θρήνο.
Άλλη μια λέξη-κλειδί είναι ο όρος μετάφραση. Ο ίδιος ο Χατζηπροκοπίου ομολογεί ότι ξεκίνησε όλο το εγχείρημα προσπαθώντας να μεταφράσει από τα πορτογαλικά ένα θεατρικό έργο, η υπόθεση του οποίου τελικά του έδωσε την βάση για το πρώτο από τα δημοτικά τραγούδια που συνέθεσε (την παραλογή Των Λυγερών). Αλλά η μετάφραση υπάρχει και με πολλούς άλλους τρόπους σε αυτό το βιβλίο. (Μην ξεχνάμε ότι η εισαγωγή του έχει το μότο «ό,τι μεταφράζω με μεταφράζει».) Τα δημοτικά τραγούδια στον «φάκελο πατέρα» παρουσιάζονται ως μετάφραση μιας μετάφρασης, ως ελληνικές παραλογές που πέρασαν στις παραδόσεις άλλων λαών και μεταφρασμένες εκ νέου στα ελληνικά επέστρεψαν στην γλώσσα τους, ένα διαρκές παιχνίδι δηλαδή μπορχεσιανών καθρεφτών. Η μετάφραση υπάρχει συχνά και ως σημείο ώθησης ενός κειμένου: μια ξένη λέξη, μια ετυμολογία, μπορεί να γεννήσει ένα ποίημα. Πολλά από τα σύγχρονα ποιήματα στον «φάκελο υιού» ξεκινούν από έναν ηχητικό συνδυασμό, από μια ρίζα, από μια λεξικογραφική πληροφορία. Υπάρχουν στιγμές που η ίδια η διαδικασία της μετάφραση γίνεται το μέσο κατασκευής ατόφιου ποιητικού κειμένου: για παράδειγμα στο ποίημα του Ώντεν (Funeral Blues, στο βιβλίο – Του Αγαπημένου ІІ) όπου το αγγλικό πρωτότυπο συνυπάρχει με την ελληνική απόδοση και η προσεκτική, ρυθμικά άρτια αντιπαραβολή τους, η παράξενη οργανική ένωσή τους, εισάγει έναν εντελώς καινούριο τρόπο ποίησης. Αλλά η σημαντικότερη μορφή με την οποία υπάρχει η μετάφραση είναι ως μέσο υπαρξιακής επικοινωνίας: μετάφραση μιας θεματολογίας, ενός τραύματος, ενός αγώνα, σε μια γλώσσα που είναι προσβάσιμη για όλους. Αυτό δηλαδή που κάνει η λογοτεχνία στις πολύ καλές στιγμές της.
Και το όχημα με το οποίο το τραύμα φτάνει σε ανθρώπους που μπορεί να μην ταυτίζονται με αυτό, είναι το συναισθηματικά ακαταμάχητο όχημα του δημοτικού τραγουδιού, ο «δούρειος ίππος της συγκίνησης», όπως θα το ονόμαζα. Κάτι μαγικό συμβαίνει με τον τρόπο της δημοτικής ποίησης, ο οποίος στοχεύει κατευθείαν στο κέντρο της συναισθηματικής αντίληψης με μια αμεσότητα που κανένα άλλο είδος δεν θα ήταν ικανό. Και δεν είναι μόνο ο υποβλητικός ρυθμός και η ομορφιά των λέξεων (ο Χατζηπροκοπίου και εδώ είναι δεξιοτεχνικά ικανός στην αναπαράστασή τους), αλλά και με την ίδια τη νοηματική δομή του, την σκοτεινή του διάσταση, το παράλογο, την ξαφνική βία που ξεσπάει, το δημοτικό τραγούδι αποδεικνύεται εξαιρετικά ταιριαστό, εξαιρετικά λειτουργικό όχημα για να ιστορήσει κανείς τη κοινωνική βία που είναι ο θεματικός άξονας της συλλογής.
Θα ήθελα να πω εδώ και δύο λόγια για τη στράτευση, παρόλο που η λέξη μοιάζει περιοριστική για αυτό το βιβλίο. Το θεωρώ υποδειγματική περίπτωση στρατευμένης γραφής. Δηλαδή αν θέλουμε να μιλήσουμε για βιβλίο με έντονη κοινωνική στάση, βιβλίο που το προσωπικό και το πολιτικό ταυτίζονται, οι Τοπικοί Τροπικοί είναι από τα καλύτερα δείγματα που έχω συναντήσει στον καιρό μου. Η λογοτεχνική του αρτιότητα, το γεγονός ότι η ποίηση έρχεται πάντα πρώτη, απολύτως ελεύθερη, γεμάτη εκπλήξεις, κάνει τη στράτευσή του τόσο εύστοχη.
Παρ’ όλο που οι Τοπικοί Τροπικοί ενσωματώνουν διχασμούς και συγκρούσεις, καταργούν οποιαδήποτε διπολικότητα (από τον τίτλο τους ακόμη). Το εδώ γίνεται εκεί και το εκεί εδώ, το εξωτικό γίνεται ντόπιο και το ντόπιο εξωτικό, το ιδιωτικό γίνεται εθνικό και το εθνικό ιδιωτικό, αλλά ακόμη και χρονικά: το τώρα γίνεται τότε και το τότε πιθανό τώρα, το δημοτικό τραγούδι και η σύγχρονη ποίηση ανταλλάσσουν θέσεις και επιρροές.
Η στράτευσή του δεν είναι της επίθεσης. Είναι της συμφιλίωσης. Ο φανταστικός πιθανός κόσμος των κουήρ θρήνων και ο υπαρκτός κόσμος που κατοικούμε συμφιλιώνονται και με ένα παράξενο τρόπο ο καθένας ενισχύει την πραγματικότητα του άλλου. Υπάρχει εκείνη η καταπληκτική στιγμή στην παραλογή Της Ζωγραφούς που ο Χατζηπροκοπίου σπάει το όχημα του δημοτικού τραγουδιού και εκεί που περιμένει κανείς να ξεσπάσει η βία έρχεται κάτι άλλο, μία κάθαρση. Και εδώ είναι η στιγμή να αναφέρω πόσο προσωπικό και αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο αυτό. Γιατί πίσω από τις μάσκες και τις εναλλαγές των φωνών μένει μια προσωπική ιστορία και μια προσωπική συμφιλίωση του δημιουργού του. Η στατιστική στο τέλος των υποσημειώσεων δεν είναι καθόλου τυχαία: Οι λέξεις μπαμπάς και υιός εμφανίζονται από μία φορά στο κείμενο. Η λέξη πατέρας εμφανίζεται εννιά φορές, η λέξη κύρης τρεις και η λέξη γιος έντεκα. Όπως τυχαία δεν είναι και η φράση με την οποία κλείνει το τελευταίο τραγούδι της συλλογής: κι οι Λυγερές σπέρνουν δροσιά κι όλους τους συγχωρνάνε.

====
Tης Γιάννας Μπούκοβα.
Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου Τοπικοί Τροπικοί στις 19.6.2019 (στον κήπο του συλλόγου Ελλήνων αρχαιολόγων).

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang
%d bloggers like this: