Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου
Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι την σύγχυση ως ένα τρόπο προσέγγισης τόσο της καθημερινής ζωής όσο και της δουλειάς μου.
Την σύγχυση ως ποιητική και ως πολιτική.
Ανέπτυξα αυτή την ιδέα βιώνοντας την καθημερινότητα μέσα στον κόσμο αλλά και θέτοντάς τη σε δοκιμασία μέσα στα ποιήματά μου και διαμέσου των χαρακτήρων στα μυθιστορήματά μου – οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά και σπανιότερα άντρες, ταλαντεύονταν αδιάκοπα μέσα σε ένα αδιάλλακτο σύστημα υποχρεώσεων.
Αυτό που δεν τους άφηνε να ησυχάσουν ήταν είτε ένα αίσθημα αναπόδραστης ενοχής εδραιωμένο στην παιδική τους ηλικία, είτε ένα ξαφνικό συναπάντημα με το κακό που ενυπάρχει στον κόσμο – δηλαδή μέσα μας – όταν ήταν πια μεν ενήλικοι, παρόλα αυτά ανέτοιμοι να το αντιμετωπίσουν.
Αυτοί οι χαρακτήρες παρέμεναν στο τέλος τόσο αβέβαιοι όσο ήταν και στην αρχή, παρόλο που και ο συγγραφέας και ο αναγνώστης θα μπορούσαν να τους τοποθετήσουν μέσα σε ένα πλέγμα αιτιοτήτων.
Στην πορεία της ιστορίας τους αποδείχτηκαν ανίκανοι να χειριστούν την πολυπλοκότητα του κόσμου ή να αντέξουν τις συνέπειες μιας εξέγερσης. Στην πραγματικότητα, μια απόπειρα να εξεγερθούν θα σήμαινε να διακινδυνέψουν την ίδια τους την ύπαρξη. Από την οπτική του συγγραφέα τους το σχήμα κι η δομή των ιστοριών τους απηχούσε γεγονότα πολύ παλιά, ακόμη ίσως και ξεχασμένα.
Σταδιακά εφάρμοσα και στις ιστορίες μου την ίδια μέθοδο εξέλιξης και αλληλουχίας που χρησιμοποιώ στην ποίησή μου. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν να αλλάξουν το αίτιο που τα δημιούργησε, αλλά δεν σταματούν ποτέ να προσπαθούν.
Σαν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ή ένα κόμικ που δείχνει τον ίδιο χαρακτήρα σε πολλαπλές στιγμές και καταστάσεις, η θέαση του καθημερινού κόσμου καθοριζόταν από το σημείο από το οποίο τύχαινε να τον παρατηρείς κάθε φορά. Όλα συνέβαιναν ταυτόχρονα. Τι σημασία έχει λοιπόν αν η γη είναι στρογγυλή; Η απτή πραγματικότητα είναι επίπεδη.
Υπάρχει μια μουσουλμανική προσευχή που λέει, «Κύριε, αύξησε τη σύγχυσή μου» κι αυτή η προσευχή ανήκει τόσο σε μένα όσο και στον ξένο. Οποιονδήποτε που φέρει το όνομα «Εγώ» στα ποιήματά μου – και διάφορα άλλα ονόματα στα μυθιστορήματά μου – όπου το σφάλμα, η πλάνη και η σύγχυση είναι οι κύριες δυνάμεις που σηματοδοτούν μια ιστορία.
Ένα σήμα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επιθυμείς να εντοπιστείς ή να περιγραφείς. Μπορεί να σημαίνει ότι επιθυμείς να γίνεις αντιληπτός ως Αφανής και Κρυφός. Αυτή η αντίφαση μπορεί να οδηγήσει το «Εγώ» μέσα στο λυρικό ποίημα σε μια σειρά από τεχνικές αντίστροφες με τις συνηθισμένες αφηγηματικές στοχεύσεις που αφορούν το θάρρος, την πειθαρχία, την κατάκτηση και τη δόξα.
Τότε, η αδυναμία, η ρευστότητα, η απόκρυψη κι η μοναξιά καταλαμβάνουν τη θέση τους μέσα σε ένα είδος ονειρικού κόσμου, όπου ο κοιμώμενος παρατηρητής νιώθει επιτέλους ασφαλής να αφεθεί στο μυστήριο. Αυτές οι ποιότητες δεν είναι το συνηθισμένο υλικό των ιστοριών μύησης και επιτυχίας, αλλά ίσως να επιζήσουν περισσότερο από το προσδόκιμο. Έχουν την αντοχή των περιπλανώμενων αλητών που ταξιδεύουν δίχως αποσκευές, αποτινάσσοντας τα υπάρχοντα τους όπως ο σκύλος το νερό.
Επιστρέφω στη δομή του ονείρου όταν ως συγγραφέας αντιμετωπίζω το πρόβλημα της αλληλουχίας γεγονότων και σκέψεων – επειδή στην παραδοξότητα του ονείρου υπάρχει μία διάσταση πλοκής, αλλά και μια ευρύτερη συνείδηση τυχαιότητας και αβεβαιότητας η οποία αποτελεί το βασικό υλικό μέσα στο οποίο επιτελείται η ζύμωση.
Εάν η ερμηνεία ενός ονείρου είναι υπερβολικά οξυδερκής, εάν ο επίλογος που θα δοθεί στο θέμα του είναι υπερβολικά σοβαρός, όλο και πιο απογοητευτικό γίνεται το όνειρο αναδρομικά. Εάν οι περίεργες διεργασίες του ονείρου υποστούν υπερβολική ερμηνεία, καλύτερα να τις ξεχάσουμε. Η ίδια απομάγευση μπορεί να επέλθει με την ενδελεχή ανάγνωση ενός κειμένου∙ μερικές φορές μια επιφανειακή ανάγνωση μοιάζει να σε φέρνει πιο κοντά στο στόχο του ποιήματος.
Το να διατηρήσω μια ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη που συνδέεται με την πλοκή και την τυφλότητα που συνδέεται με την εμπειρία – τόσο στην ποίηση όσο και στη μυθοπλασία – είναι για μένα το στοίχημα. Τα όνειρα αποτελούν σταθερά καθησυχαστικά συμβάντα που μου αποκαλύπτουν τρόπους για να το καταφέρω.
Πρόσφατα είδα ένα όνειρο, που θα το ονομάσω Το όνειρο με τις δύο μητέρες.
Δύο πολύ γριές γυναίκες – και οι δύο μητέρες πραγματικών μου φίλων που ονομάζονταν Τζον και οι οποίες είχαν στην πραγματική ζωή πεθάνει – στέκονταν μπροστά μου ταυτόχρονα κι ήταν ολόιδιες στην εμφάνιση.
Η μία αντιπροσώπευε τη δημόσια (φανερή) ζωή κι η άλλη την ιδιωτική (κρυφή) ζωή. Αυτό το γνωρίζω από τις πράξεις τους στο όνειρο.
Ήμαστε στο υπόγειο μιας εκκλησίας κι εγώ είπα σε κάποιον δίπλα μου, «Οι φωτισμένοι γιόγκι μπορούν να δουν την αύρα που ακολουθεί έναν άνθρωπο – είναι μια ολότελα διαφορετική εκδοχή του και μερικές φορές τη βλέπω κι εγώ».
Και σαν απόδειξη, εκείνη τη στιγμή, κάποιος με κόκκινα ρούχα και κόκκινο δέρμα, αιωρήθηκε μπροστά μας, μια φιγούρα διαιρεμένη σε πολλαπλές εκδοχές του εαυτού της.
Η απόχρωσή του μου ήταν οικεία καθώς ήξερα για το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο του Μωυσή κι ότι σε πολλές εικόνες υπάρχει ένα φλογερό κόκκινο φως γύρω από τις μορφές. Είχα επίσης την αίσθηση ότι ο Χριστός, μετενσαρκωμένος, ήταν κι αυτός κόκκινος.
Το κόκκινο χρώμα, για το οποίο συνέβαινε κιόλας να γράφω εκείνη την εποχή, ήταν το χρώμα που ταίριαζε με το συμβάν.
(Στο όνειρο είχα τώρα πια την επίγνωση ότι ονειρευόμουν κι ότι έπρεπε να δώσω προσοχή).
Ο άντρας, που τώρα ήταν ιερέας, παρασύρθηκε στον επάνω όροφο με τους πολλαπλούς εαυτούς του να τον ακολουθούν για να ετοιμάσει τη λειτουργία κι εγώ όσο περίμενα μαζί με τις γριές, είχα την ευκαιρία να στοχαστώ πάνω σε αυτό το παράξενο ζήτημα των δύο γηραιών μητέρων που ήταν πανομοιότυπες στο όνειρο, αν και τελείως ανόμοιες στη ζωή.
Η μία γυναίκα θα μπορούσε να ονομάζεται Εξώτατη και η άλλη Εσώτατη, επειδή η μία κινούνταν δραστήρια ενεργώντας σαν μεσολαβήτρια, μητέρα, Μάρθα και μάρτυρας για την άλλη, η οποία ήταν ακίνητη και συλλογισμένη.
Άρχιζα να καταλαβαίνω, καθώς στο όνειρο δεν συνέβαινε πλέον τίποτε, ότι η Εσώτατη δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την Εξώτατη – ήταν ενωμένες σαν δύο ενσαρκώσεις του ίδιου ανθρώπου στο ίδιο σώμα.
Διαχωρίζονταν κι επανενώνονταν εναλλασσόμενες, όπως μοιάζουν μερικές φορές να κάνουν τα πουλιά, ολόκληρα σμήνη ίδιου σχήματος που ξεχύνονται στον ουρανό.
Και παρόλο που δεν ήταν ακριβώς το τέλος του ονείρου, αυτές οι εικόνες στον πυρήνα του με στοίχειωσαν σαν να ήταν μια Αποκάλυψη.
Καίτοι αντιλαμβάνομαι ότι ο Παρατηρητής Εγώ στο όνειρο εκφράζει τη σύγχυση για την οποία προσευχόταν ο μουσουλμάνος ζητώντας περισσότερη, το όνειρο επίσης αποκαλύπτει μια μέθοδο περιγραφής διαδοχικών προσώπων, κυρίων και δευτερευόντων.
Όπως γνωρίζουμε όλοι, το όνειρο διστάζει, δεν αποκρυσταλλώνει, υπαναχωρεί, αστειεύεται, τρομάζει, κάνει κύκλους και σβήνει.
Το όνειρο συχνά υποσκάπτει τις αφηγήσεις της δύναμης και της επικράτησης.
Είναι αντίθετα με αυτές σαστισμένο και τρομοκρατημένο.
Αυτός που ονειρεύεται γνωρίζει ότι ο υπόλοιπος κόσμος έξω απ’ αυτό το μικροσκοπικό χώρο του ονείρου εξακολουθεί να υπάρχει και έτσι το ίδιο το όνειρο είναι ελεύθερο να δρα χωρίς περιορισμούς.
Το όνειρο κατακερματίζεται και αψηφά την ίδια του τη θέληση, ακόμη κι όταν γυρνά γύρω από τον εαυτό του.
Για μένα η σύγχυση είναι σαν το όνειρο: μια αέναα επαναλαμβανόμενη παύση σε μία περιστροφική κίνηση και τόσο στα ποιήματα όσο και στις ιστορίες μου θα μπορούσε να έχει το σχήμα της σπείρας που αποτυπώνεται στο εσωτερικό μου προτού εμφανιστεί οτιδήποτε στο χαρτί.
Γιατί για αυτόν που ελιγμοδρομεί δεν υπάρχει ίσιο μονοπάτι, ούτε πάνω και κάτω, ούτε μέσα και έξω. Υπάρχουν όμως παράξενες επιστροφές και επανασυνδέσεις και ποτέ κατάληξη.
Ό,τι εισέρχεται, εξέρχεται. Όπως σχηματίζει ένας οικείος δρόμος ή ένα σπίτι ένα ζωντανό κι εκφραστικό πρόσωπο που σου αντιγυρίζει το βλέμμα, έτσι κάνουν κι όλες οι αλλόκοτα οικείες στροφές σε μία σπείρα.
Η ταυτόχρονα εσωτερική και εξωτερική υπόσταση του κόσμου δεν είναι σε καμία περίπτωση πρόβλημα μόνο του συγγραφέα.
Για να θέσω το πρόβλημα εξ’ αρχής:
Έχω πρόσφατα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα πεδίο πίστης μέσα στο οποίο κατοικούν οι πιστοί.
Εάν επιλέξεις να εισέλθεις στο πεδίο αυτό ακολουθώντας τους, εισέρχεσαι αμφισβητώντας και γυρεύεις αδιάκοπα να βρεις ένα τρόπο να εξηγήσεις και να υπερασπιστείς την επιλογή σου να βρίσκεσαι εκεί.
Όταν παραμένεις εκτός του πεδίου, βλέπεις ότι δεν χρειάζεσαι καμία εξήγηση ή δικαιολογία.
Εσύ, που βρίσκεσαι εκτός, γνωρίζεις ίσως καλύτερα απ’ όλους όσοι διαμένουν μόνιμα στο πεδίο, ότι δεν έχει σημασία αν βρίσκεσαι μέσα ή έξω από το πεδίο της πίστης, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει μέσα ή έξω κάτω από έναν αμερόληπτο ουρανό. Ο άθεος δεν είναι λιγότερο αναζητητής από τον πιστό. Στη ζωή γενικότερα, κανείς είναι τόσο πιστός όσο άπιστος.
Το έλεος του Θεού είναι συχνά πολύ ουδέτερο για να προσφέρει ανακούφιση.
Όπως έγραψε ο Μπέκετ στο Watt: «…τώρα ο δυτικός ουρανός ήταν σαν τον ανατολικό, που ήταν σαν τον νότιο, που ήταν σαν τον βόρειο».
Ο βασιλιάς Μίδας – αφότου εκπληρώθηκε η ευχή του να γίνεται χρυσάφι ό,τι αγγίζει – περιπλανιόταν μέσα σε μια τέτοια ασύνορη αβεβαιότητα. Τώρα πια όταν άγγιζε δεν εισέπραττε καμία ανταπόκριση, μόνο σκληρότητα.
Θυμάμαι πως όταν διάβασα αυτή την ιστορία ως παιδί γνώριζα ήδη ότι υπήρχε ένα λεπτό επίστρωμα χρυσού πάνω σε όλα τα αντικείμενα. Είτε προερχόταν το φως από τον ήλιο, είτε από ένα γλόμπο, πάνω στο καθετί υπήρχε φιλτραρισμένο χρυσάφι. Έτσι όταν διάβασα για τη στιγμή που ο Μίδας άγγιξε την κόρη του, τα τριαντάφυλλά τους, το νερό στο συντριβάνι και τους υπηρέτες – μετατρέποντάς τους όλους σε χρυσά αγάλματα – ένιωσα ότι μια τέτοια πιθανότητα υπήρχε εξ αρχής. Ήταν τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι μια απλή ευχή μπορούσε να ξεγυμνώσει μια επιφανειακή πραγματικότητα και να την κάνει να εισχωρήσει ως τη ρίζα. Το δίδαγμα έμοιαζε να περιλαμβάνει κι άλλα εκτός της απληστίας – αφορούσε το να κοιτάς πολύ επίμονα και πολύ κτητικά τα ζωντανά πλάσματα.
Η πηγή της δυστυχίας του βρισκόταν στο γεγονός ότι κατοικούσε σε έναν απαθή κόσμο.
Τις ώρες που περιπλανιόταν μέσα τους κήπους του, ανάμεσα στα μεταλλικά λουλούδια, αναρωτιόταν άραγε αν ήταν στ’ αλήθεια ο ίδιος ο δημιουργός όλων αυτών; Μπορείς να ευχηθείς την ύπαρξη ενός καινούργιου κόσμου; Κι όταν ανακάλυψε ότι το παιδί του ήταν ένα χρυσό άγαλμα, ενώ ο ίδιος παρέμενε ελεύθερος και αισθαντικός, πρέπει να σιχάθηκε το ίδιο του το χέρι. Τα συνήθη ιντερλούδια ανάμεσα στην σταθερή ύλη και την αλλαγή των συνθηκών συμπυκνώθηκαν σε ένα φάσμα απαράλλακτης ομοιομορφίας.
Δεν θα αναρωτιόταν ποτέ ξανά: Πού βρίσκεται το μέλλον;
Μπορούσε τώρα να προγραμματίσει το μέλλον του ως την παραμικρή λεπτομέρεια, πράγμα το οποίο είναι στην πραγματικότητα ο ορισμός μιας ιστορίας αντι-δημιουργίας.
Αναφορικά με την σύγχυση και την ποιητική, η ιστορία του Μίδα είναι μια ιστορία που οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά μιας αμιγούς υλιστικής και σκεπτικιστικής θέσης και φανερώνει το εγγενές σφάλμα που ενοικεί μέσα της. Το μονοδιάστατο πάθος που παρακίνησε τον Μίδα να ευχηθεί να γίνεται ό,τι πιάνει χρυσός τελειώνει με αυτό το ερώτημα:
Πώς θα επιζούσε τρώγοντας χρυσές κοτολέτες;
Ποιος θα τον αγαπούσε;
Παρόλα αυτά δεν θα μπορούσα να μιλήσω πραγματικά για τη σύγχυση ως ποιητική και ως ηθικό σύστημα χωρίς πρώτα να στοχαστώ επάνω στις δύο θεμελιώδεις και αντιθετικές στάσεις ζωής που συνυπάρχουν μέσα σε πολλούς από εμάς. Δηλαδή, την υλιστική οπτική του σκεπτικισμού και την άυλη οπτική της πίστης.
Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε πολύ καλά την πρώτη – ζούμε μέσα της.
Σύμφωνα με κάποιους Σούφι1, η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας ήταν η μοναξιά του Θεού κι η επιθυμία του να γίνει γνωστός. Αδήλωτα πράγματα, χωρίς όνομα, παρέμεναν αδήλωτα ώσπου η βίαιη αίσθηση απομόνωσης του Θεού έκανε τους ουρανούς να συσπασθούν γεννώντας λέξεις που κατόπιν έγιναν ύλη.
Ο Θεός δεν ήταν πουθενά ώσπου έγινε παρών στον εαυτό του ως η ενσάρκωση των ονομάτων των ζώων, των μετάλλων και των φυτών.
Την ημέρα της δημιουργίας η Θεία υπερβατικότητα είχε τέτοια συναισθηματική ορμή που η ενέργειά της συγχωνεύτηκε με αυτές τις μορφές και τις λέξεις.
Τώρα Εκείνος που ήθελε να γίνει γνωστός κατοικεί στις καρδιές των ανθρώπων οι οποίοι φέρουν τον παλμό της επιθυμίας Εκείνου που ήθελε να γίνει γνωστός σε αυτούς που θέλουν με τη σειρά τους να γίνουν γνωστοί σε αυτόν.
Η έλλειψη εκφράζεται σε αυτή την περίπτωση από την παρουσία κάποιου πράγματος – της επιθυμίας να αγαπηθούμε – κι έτσι η ανθρωπότητα, το δημιούργημα αυτής της επιθυμίας, υποφέρει από την έλλειψη της ίδιας της ποιότητας που την κατοικεί.
Συνηθισμένα λογικά προβλήματα όπως: Πού ήσουν πριν έρθεις εδώ; Πώς εμφανίστηκες μπροστά στα μάτια μου; – έχουν ως υπόβαθρο αυτή την ιστορία της δημιουργίας.
Όπως ακριβώς εξελίσσεται η γλώσσα αυξάνοντας την εξειδίκευσή της, δημιουργώντας όλο και περισσότερους προσδιοριστικούς όρους, έτσι κι οι λέξεις, αδύναμες όσο τα πουλιά, επιβιώνουν επειδή κινούνται ομαδικά κι ακούραστα, σαν να βρίσκονται υπό πολιορκία.
Στη ρίζα της ενσαρκωμένης εμπειρίας της ύπαρξης βρίσκεται το γεγονός ότι κατοικούμαστε από τον παρατηρητή που είμαστε εμείς οι ίδιοι και ταυτόχρονα από τον δημιουργό αυτού του παρατηρητή.
Το ερώτημα είναι τι σημαίνει οικειότητα; (Γιατί νιώθω τον εαυτό μου οικείο μου; Ή μήπως ο εαυτός μου νιώθει οικείο του κάποιον πίσω από την ύπαρξή μου;)
Το μυστήριο της σκέψης μπορεί να λυθεί μόνο από την ίδια τη σκέψη – τι σημαίνει αυτό;
Ο Martin Buber2 έγραψε, «Κάθε όνομα είναι ένα βήμα πιο κοντά στο πλήρες Όνομα, όπως καθετί κατακερματισμένο τείνει προς το αδιάσπαστο». Η συναίσθηση τόσο της συνέχειας όσο και της ρήξης που επισυμβαίνουν μαζί μπορεί να αποτελεί τον ίδιο το ρυθμό της συνείδησης.
Για τους Σούφι, οι λέξεις προϋπήρχαν της ύπαρξης, ίσως επειδή μια κραυγή κάνει τους ανθρώπους να τρέχουν.
Χρησιμοποιώντας ένα μικρό τέχνασμα στη γραμματική, ο ποιητής και φιλόσοφος Ιμπν Άραμπι αποκαλύπτει τη σύμπτωση ανάμεσα στον καλούντα και τον καλούμενο όταν γράφει πως το Πνεύμα ήθελε «να αποκαλύψει, σε αυτό, μέσα από αυτό, το μυστήριό του».
Το ένα «αυτό» δε διαχωρίζεται από το άλλο «αυτό» με ένα κεφαλαίο Α, ούτε με εισαγωγικά, ούτε αποκαλώντας το «αυτό» «εαυτό» – δηλαδή «το Πνεύμα ήθελε να αποκαλύψει τον εαυτό του μέσα από το μυστήριό του».
Αντίθετα η πρόταση είναι διατυπωμένη έτσι επιτούτου ώστε το Θείο Αυτό και το «αυτό» του να είναι αδιαχώριστα και συγκεχυμένα.
Στους Ψαλμούς η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο Εσύ και το Αυτός σε ένα στίχο ο οποίος αναφέρεται και στις δύο περιπτώσεις στον Κύριο ίσως να είναι επίσης μία συντακτική μέθοδος αντιμετώπισης της συγχρονίας ενός Εξώτατου κι ενός Εσώτατου. Είναι παρόλα αυτά απορρυθμιστική.
Στην ποίηση των Σούφι, ανάμεσα στο γεγονός ότι το Θείο βλέπει τον εαυτό του στα αποτελέσματα της δημιουργίας και στο γεγονός ότι τα ζώντα πλάσματα βλέπουν το Θείο μέσα τους, υπάρχει μια συνεχής αλληλοεπικάλυψη, διαύγαση και συσκότιση.
Ο χρόνος δεν είναι μια ευθεία γραμμή αλλά κάτι περισσότερο στρεβλωμένο και διαθλασμένο.
Η γλώσσα, όπως είναι φτιαγμένη, αποτυγχάνει να χειριστεί την αταξία.
Οι άνθρωποι φοβούνται την επανάληψη μιας λέξης στην ίδια πρόταση. Σταματούν για να την αποφύγουν κάθε φορά, σχεδόν προληπτικά.
Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, τρόπος να περιγράψεις πράξεις που συμβαίνουν ταυτόχρονα χωρίς να επαναλάβεις όλες τις λέξεις δύο φορές ή να στοιβάξεις τα γράμματα το ένα πάνω στο άλλο. Συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε καινούργιες γραμματικές δομές, ένα καινούργιο αλφάβητο, ακόμη κι ένα νέο τρόπο ανάγνωσης – σαν να μας επέτρεπε μια τέτοια ανακάλυψη να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο ανθρώπινο ον. Κάποιον που θα μπορούσε να πετάει και να πηδάει την ίδια στιγμή.
Όμως δεν ξέρουμε ούτε καν αν ο Παράδεισος βρίσκεται πίσω μας ή μπροστά μας.
Μπορώ να ξελέω ότι έχω πει και να το διορθώνω, αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω από το νόμο των λέξεων σε μια πρόταση που επιμένει σε χρόνους και λέξεις όπως «αργότερα» ή «πριν».
Έτσι, με αυτό το γλωσσικό πρόβλημα, η σύγχυση αρχίζει να συγκροτεί για μένα όχι μόνο μια συμπεριφορά – αλλά μια πραγματική προσέγγιση, ένα τρόπο – να συμβιβαστώ με το άλυτο.
Στο λεξικό σύγχυση σημαίνει απώλεια της αίσθησης του προσανατολισμού.
Η λέξη wilderness[ερημότοπος, που εμπεριέχεται στη λέξη bewilderment=σύγχυση] δεν είναι ως μεταφορά αρκετά παραστατική σε αυτήν την περίπτωση επειδή το να προκαλείς ολική κατάρρευση στον μαγνήτη, την πυξίδα, την κλίμακα, τα αστέρια και την κίνηση των ποταμών είναι πιο καταστροφικό από το να χαθείς στο δάσος.
Η σύγχυση είναι το γήτεμα που προκύπτει μετά την ολοκληρωτική συντριβή της αναφοράς και της διευθέτησης.
Σπάει την κλειδωνιά του δυισμού (ή αυτό είναι ή εκείνο) και ξεχύνεται στο διάστημα (ούτε αυτό, ούτε εκείνο).
Η παλιά διαμάχη σχετικά με την ομορφιά – ανάμεσα στην απόλυτη και τη σχετική – ακυρώνεται από αυτή την αίσθηση του να είσαι ολοκληρωτικά χαμένος! Ανάμεσα στον Θεό και τον Μη-Θεό, ανάμεσα στο Εξώτατο και το Εσώτατο – ενώ ταλαντεύονται άγρια, δεν υπάρχει καμία σταθερή θέση.
Η κατασκευή πολύπλοκων λαβυρίνθων είναι σύμφυτη στη σύγχυση, όπως ακριβώς η ελικοειδής προβλήτα του Robert Smithson3 αναδύεται και βυθίζεται κάτω από το βάρος του αλμυρού νερού της Γιούτα – τόπος και συνάμα μη-τόπος – ένα σχήμα που πρέπει να αναδιπλωθεί ή να ξεχυθεί – που μπορεί να αναρριχηθεί και να ξετυλιχθεί προς τα κάτω – που έχει τόσο νοητικές όσο και ποιητικές ιδιότητες, μιμούμενο την αιωνιότητα με το αβέβαιο τέλος της.
Ο λαβύρινθος κι η σπείρα έχουν αισθητική αξία εφόσον έχουν κατασκευαστεί για τους άλλους – είναι σημεία όπου μπορεί κανείς να διδαχθεί την πολυπλοκότητα και την απώλεια προσανατολισμού.
Αλλά ακόμη κι αν έχει συνδεθεί με την παιδικότητα, την τρέλα, την ανοησία και την αποτυχία, ακόμη κι αν μας δείχνει όχι μόνο πώς να χαθούμε αλλά και τι σημαίνει το να μην επιστρέφεις, η σύγχυση έχει υψηλό κύρος σε αρκετές μυστικιστικές παραδόσεις.
Όταν κάποιος είναι ανίκανος να σου πει την αλήθεια, όταν δεν υπάρχει σίγουρος δρόμος να πάρεις, όταν βρίσκεσαι σε αναπόδραστο δίλημμα, η σύγχυση δεν θα σε οδηγήσει ποτέ πίσω στην κοινή λογική, αλλά θα σου προσφέρει μια βόλτα σε ένα ακόμη πιο άγριο τόπο στο «κατώφλι του άδυτου της αγάπης που στέκεται πάνω από εκείνο της λογικής».
Το θερινό λουλούδι είναι για το θέρος ηδύ
Αν και για τον εαυτό του μόνο θα ζει και θα πεθαίνει.
Αυτή η βόλτα στον ερημότοπο είναι γεμάτη πτώσεις και στραβοπατήματα και πόνο. Παραδόξως πασχίζεις να χωθείς βαθύτερα και να γυρίσεις πίσω την ίδια στιγμή. Υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης και ανοίκειου που συνεργάζονται.
Κάθε μώλωπας πάνω σου είναι σαν τη διαφορά ανάμεσα σε μια υπογραφή που προχειρογράφεται μισοασυνείδητα πάνω σε μια σελίδα και μια πλαστογράφηση που επιτελείται επίτηδες και συστηματικά από κάποιον που σταματά και παρακολουθεί το ίδιο του το χέρι να φτιάχνει σχήματα.
Η πλαστογράφηση έχει καλύτερο περίγραμμα, μεγαλύτερο βάρος. Στην προσπάθειά της να μοιάζει αληθινή χαράζεται βαθύτερα στο χαρτί και τα δάχτυλα.
Ένας ψεύτης μπορεί να αναπαράξει το αίσθημα που προκαλεί ένας ερημότοπος.
Στον σουφισμό, «η κόρη του ματιού» είναι ο αφέντης κάθε μέλους του σώματος, ακόμη και της καρδιάς και κάθε τμήμα του γίνεται εργαλείο του φακού της. Μόνο μέσα, διαμέσου και με τη συνδρομή της κόρης του ματιού κλειδώνει ο σύνδεσμος ανάμεσα στην πεπερασμένη ύπαρξη και την αιώνια ύπαρξη. Όσο λιγότερο εστιασμένη είναι η χειρονομία, τόσο περισσότερο αληθινή μοιάζει για το μάτι της καρδιάς.
Προχωράς σε ένα επίπεδο και χάνεσαι όλο και περισσότερο σε ένα άλλο.
Ο κάτοχος του ματιού είναι η Θεία Μη-Ύπαρξη για την οποία μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες.
Σε κάποιες περιπτώσεις, το να περιπλανιέσαι χαμένος προκαλεί την (ίσως εσφαλμένη) εντύπωση ότι τα γεγονότα σε πλησιάζουν από μπροστά, ότι ο χρόνος προχωρά προς τα πίσω ερχόμενος να σε συναντήσει κι ότι ολόκληρο το σενάριο εξελίσσεται αντίθετα απ’ ότι συνήθως το αντιλαμβανόμαστε.
Μπορεί να έχεις την εντύπωση ότι ο χρόνος επαναλαμβάνεται με ελάχιστες μόνο διαφορές, επειδή βρίσκεσαι στην ίδια κατάσταση ξανά και ξανά!
Κάθε κίνηση προς τα εμπρός γίνεται στην πραγματικότητα για να αδράξεις αυτό που έρχεται προς τα σένα, σαν να σου έχει πετάξει κάποιος που στέκεται αντίκρυ σου σε ένα λιβάδι μια μπάλα και να σε παρακολουθεί για να δει αν θα την πιάσεις.
Η παρακολούθηση και το άδραγμα συνενώνονται σε μια πρόσθια κίνηση που έχει έρθει από μπροστά.
Η πρόθεση τότε μετατρέπεται σε προσήλωση.
Διανοητικά, ένα αποτέλεσμα προηγείται της αιτίας του επειδή το γεγονός χρειάζεται να ξετυλιχθεί ολόκληρο προκειμένου να ερμηνευτεί στο σύνολό του.
Το εκτενές ποίημα επιχειρεί να καταδείξει αυτή την προσήλωση σε ό,τι είναι κυκλικό, επαναλαμβανόμενο αλλά κενό στον άξονά του. Για μένα, το εκτενές ποίημα είναι ένα ελικοειδές ποίημα.
Σε αυτού του είδους την ποίηση η περιστροφή μπορεί να να πάρει τη μορφή μεταστροφών, αντιστροφών, ηχολαλίας, εκτροπών, γλωσσολαλίας και ομοιοκαταληξίας.
Ένας αισθητιστής που οργανώνει το θέμα του γύρω από ένα σύστημα συμπλεκόμενων συμβόλων και μεταφορών περιγράφει ένα κόσμο που είναι απόλυτα επικεντρωμένος και μοιραία υπόλογος στον εαυτό του και μόνο.
Ο εξωραϊσμός και η τελειοποίηση οποιουδήποτε θέματος μπορεί να γίνει ένας τρόπος να του αφαιρεθεί όλη η δυσωδία του πραγματικού ώσπου να μετατραπεί σε αστρικό πτώμα.
Σε ένα περιπλανώμενο και ανοιχτό έργο κάθε γεγονός μπορεί να θεωρηθεί εναλλακτικό, είτε το ισοδύναμο της ανάπαυλας είτε ένας τρόπος διαφυγής.
Ο χώρος μπορεί να υποδηλώνει μόνο ότι κάτι άλλο συμβαίνει, κάπου αλλού, πέρα από την αντίληψη μας.
Υπάρχει μια καινούργια σχέση ανάμεσα στο χρόνο και την αφήγηση, όταν η προσέγγιση μέσα από τα γεγονότα και τις παρατηρήσεις δεν είναι γραμμική αλλά ιλιγγιώδης κι επαναληπτική. Ο χορός των δερβίσιδων αναπαριστά αυτή την εμπειρία.
Αφού ο ευθυτενής είναι αδελφός του μέθυσου που παραπατά
Σε ποιανού τη φλογερή ματιά να χαρίσουμε την καρδιά μας;
Έχουμε επιλογή;
Hafiz
Η δίνη που είναι κεντρική στη σύγχυση είναι ο φυσικός τρόπος της λυρικής ποίησης. Η τήξη των μερικοτήτων σε έναν στέρεο δακτύλιο ήχου είναι η έμπνευσή της.
Κάθε ποίημα είναι μια διαφορετική λήψη μιας ιδέας, μιας εμπειρίας, κάθε ποίημα είναι μια καινούργια ημέρα, μια άλλη διάθεση, μια άλλη αποκάλυψη, μια άλλη αφύπνιση.
Ένα κενό δημιουργήθηκε στη Φύση· όλοι οι δεσμοί της
Έσπασαν· και είδα τους φλεγόμενους ποταμούς των ατόμων
Και τους χειμάρρους απ’ τα μυριάδες σύμπαντα
Να κατρακυλούν στην αχανή απεραντοσύνη
–Tennyson
Αυτό που ο Σέλλεϋ αποκαλεί «πλαστική τάση του Πνεύματος» κι ο Hopkins αποκαλεί «έσω τάση»4 είναι η σύμπτυξη της παρατήρησης του έξω και του αφουγκράσματος του μέσα.
Ένα κάλεσμα και μια απάντηση από και προς έναν ξένο υπονοούνται.
Ή το γυάλισμα ενός φακού μέσα απ’ τον οποίο κάποιος κοιτάζει προς τα έξω και προς τα μέσα ταυτόχρονα.
Οι μερικότητες θρυμματίζονται και συμπιέζονται κι ανασχεδιάζονται για να παράξουν ένα νέο ήχο.
Ο νέος ήχος φιμώνει τις συγκεκριμένες σημασίες κάθε λέξης και μια ζαλιστική μουσική τον ακολουθεί.
Σε αυτή την ποιητική παράδοση εμφανίζονται συχνά θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η πληγωμένη καρδιά και η μακρόχρονη αναζήτηση.
Κάθε εμπειρία που είναι προσωπική είναι ταυτόχρονα και εμπειρία υπερφυσική.
Ο τρόπος που αγαπάς έναν άλλο άνθρωπο μπορεί να είναι αντανάκλαση της σχέσης που έχεις με το Θεό ή τον ίδιο τον κόσμο, όχι με τον άλλο άνθρωπο, ούτε με κανέναν άλλο άνθρωπο, μητέρα, πατέρα, αδερφή, αδερφό. Προκατειλημμένος; Καχύποπτος; Ζηλιάρης; Αδιάφορος; Απελπισμένος; Αυτά τα συναισθήματα μπορεί να είναι μια ένδειξη για την ευρύτερη υπαρξιακή σου τοποθέτηση, καθόλου προσωπικά.
Και σε αυτή την περίπτωση, η καρδιά είναι όργανο της ψυχής, όχι το ανάποδο.
Στις κυκλικές σου κινήσεις συχνά χρειάζεται να χωριστείς από καταστάσεις και ανθρώπους που αγαπάς, κι όσο περισσότερο τους αγαπάς τόσο πιο δύσκολο είναι να αφήσεις κάποιον καινούργιο να τους αντικαταστήσει.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει ενοχή, απόσυρση και ομφαλοσκόπηση και κάποιοι ίσως την ονομάσουν κατάθλιψη. Όμως το να συντηρείς και να επιστρέφεις σε ένα παρελθόν που έχεις ηθελημένα αφήσει – δηλαδή να υποφέρεις από τύψεις – σήμαινε πάντοτε ανάσχεση στην πνευματική πρόοδο.
Η ανθρώπινη καρδιά, οι οποία μεταπλάθεται σε μια βάση εβδομήντα δύο ωρών (η διάρκεια μιας ημέρας στη μουσουλμανική παράδοση σε σχέση με την αλλαγή της πίστης και της συμπεριφοράς), εισερχόμενη σε κατάσταση σύγχυσης, δεν επιδιώκει τόσο να πάρει απάντηση σε ερωτήματα όσο να επιμηκύνει τον απόηχο αυτών των ερωτημάτων.
Η σύγχυση περιπλέει, πιστεύοντας ότι στο κέντρο κάθε περιπλάνησης ή κυκλικής κίνησης βρίσκεται η κενή αλλά απόλυτη αναφορά.
Πώς να σε πω – καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία.
Γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί
Τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
–Shakespeare5
Για τους ποιητές, η λοξοδρόμηση της ποίησης της σύγχυσης αποτελεί και το θέμα της.
Ο Κάποιος – ο Οποιοσδήποτε, ο Άγνωστος – ή το Εγώ, περιστρέφονται σχηματίζοντας κύκλο και στην πορεία τους προσπερνούν τον εαυτό τους, τον προγενέστερο, τον πρόσφατο και το ίχνος αυτής της διαδρομής σημαδεύεται από ένα ρυθμό, ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα που λέει «Ήμουν εδώ και πριν, θα επιστρέψω ξανά».
Ο ίδιος ήχος ωθεί τα ηχητικά κύματα σε μια πολυμέρεια, ένα ρόδο. Ένα άνθος δεν είναι παρέλαση.
Ένα μεγάλο σφάλμα προκύπτει όταν πιστεύεις ότι μία διατύπωση, ένας χαρακτηρισμός ή μία θέση σχετικά με ένα ζήτημα είναι ο μόνος σωστός τρόπος για να εξεταστεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό ονομάζεται «προσκόλληση» κι οδηγεί κατευθείαν σε οδυνηρές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Στον ευρύτερο κόσμο οδηγεί στον πόλεμο.
Στην ποίηση ή τη ζωή της σύγχυσης οι μονολιθικές απαντήσεις, που δεν αναιρούνται σύντομα, δεν επιτρέπονται.
Σύμφωνα με ένα ραβίνο της Καμπάλα, στην μεσσιανική εποχή οι άνθρωποι δεν θα τσακώνονται πια ο ένας με τον άλλο παρά μόνο με τον εαυτό τους.
Αυτό κάνουν ήδη οι ποιητές.
«Το ωραίο γεννά αιώνια χαρά», έγραψε ο Κητς στον πρώτο στίχο του Ενδυμίωνα και μετά ακολούθησαν εκατοντάδες στίχοι που αναμετριούνται με τα προβλήματα που περιβάλλουν αυτή τη στομφώδη δήλωση.
Ο στίχος, που πιθανώς του υπαγορεύτηκε με τον τρόπο του Spicer6, του έδωσε ένα δύσκολο θέμα και έπρεπε να δει αν μπορούσε να το αναπτύξει.
Το κύκλωσε με άφθονες συνηχήσεις και συνειρμικές εικόνες υποβάλλοντάς το σε μια πραγματική δοκιμασία σύγχυσης, χτίζοντας ένα ενιαίο σύστημα που γυρνούσε, όπως ο ουροβόρος όφις, πίσω στον εαυτό του.
Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος είναι, «Η Παιωνία επέστρεψε στο σπίτι μέσα από το ζοφερό δάσος γεμάτη δέος».
Είναι ένα πολύ εκτενές λυρικό ποίημα. Οι στροφές είναι κι αυτές πολύ εκτενείς.
Τώρα έχουμε λυρικά ποιήματα που είναι γραμμένα σαν πλήρως επεξεργασμένα αυτόνομα σύνολα τα οποία περιλαμβάνουν μικροσκοπικές στροφές και πολύ κενό χώρο.
Ένας ορισμός του λυρικού ποιήματος θα μπορούσε να είναι ότι πρόκειται για μία μέθοδο που γυρεύει κάτι που δεν μπορεί να βρεθεί. Είναι ένας άνεμος που φυσάει και δυναμώνει και κοπάζει. Λέει, «Όχι αυτό, ούτε αυτό», αντί για, «Το βρήκα».
Τα επεισόδια των λυρικών ποιημάτων έχουν τον παλμό, την έξαψη και το μουρμουρητό της νομαδικής καρδιάς. Αν και μπορεί αρχικά να μοιάζουν ποιήματα στατικά, ακινητοποιημένα πάνω σε μία βάση προσωπικής εξομολόγησης, κρατούν τον αφηγητή ψηλά ως ιδέα, ως αφηρημένο παράδειγμα της συνείδησης που μετατοπίζεται μέσα στις χωρικές της τοποθεσίες.
Το ίδιο ισχύει και για την πρώιμη κελτική ποίηση που δεν ανήλθε ποτέ στο χώρο του μύθου, αλλά και ποτέ δεν κατέβηκε στο επίπεδο του αυστηρά προσωπικού, καθώς περιέγραφε τη βασανιστική φύση του προσκυνήματος.
Όπως και στην ποίηση των Σούφι, σε αυτά τα σύντομα ή εκτεταμένα λυρικά έργα υπάρχει μια εκτεταμένη παλινδρόμηση ανάμεσα στην εμπειρία και την υπέρβαση – ο συγγραφέας είναι σε ένα επίπεδο απρόσωπος, ένας περιορισμένος παρατηρητής της ίδιας του της απομόνωσης και σε ένα άλλο είναι πλήρως εναργής και ερμηνεύει.
Το θαλασσινό φέγγος που μέσα του πλέεις,
Το λαμπύρισμα όταν σηκώνεις τα κουπιά
Είναι κι αυτά χώμα συμπαγές,
Εκμαγείο κίτρινο και θαλασσί.
Βλέπεις διάστικτους σολωμούς
Ν’ αστράφτουν μέσα στη λευκή τής θάλασσας μήτρα:
Είναι μοσχαράκια, μαλλιαρά αρνιά
Δεν πολεμούν, ζουν με ειρήνη.
Αυτοί οι στίχοι προέρχονται από ένα ποίημα του δέκατου όγδοου αιώνα που ονομάζεται «Το διττό όραμα του Μανανάν».
Οι πεφωτισμένοι (illuminati) χρησιμοποιούσαν την αυτομαστίγωση, τη μετεώριση και τη λιμοκτονία ως μέθοδο για να λογοδοτήσουν για την επιρροή του αόρατου κόσμου στις ζωές τους. Ο δημόσιος εξευτελισμός κι οι ουλές ήταν ενδείξεις κρυφών αθλιοτήτων που είχαν αρχίσει να απαιτούν φως και ένα κοινό.
Η πολιτική της σύγχυσης ανήκει μόνο σε αυτούς που έχουν περιορισμένη ή ανύπαρκτη πρόσβαση σε ένα ακροατήριο ή μία κυβέρνηση. Η πολιτική αυτή διαγράφει κύκλους γύρω από τα δεδομένα, βλέπει το πρόβλημα από διαφορετικές σκοπιές, φέρνει στην επιφάνεια την αδυναμία, τις συνωμοσίες, τα ψέματα, τα σχέδια, την κίβδηλη ρητορική· η πολιτική της σύγχυσης είναι ενάντια στον μύθο, την καθήλωση, την προσκόλληση και την συνηγορία. Είναι μια πολιτική αφοσιωμένη στο μικρό και το αδύναμο· σαν το γρασίδι λυγίζει κι επανακάμπτει όταν την πατήσουν. Δεν υποχωρεί αλλά συνεχίζει να θέτει εκνευριστικές ερωτήσεις γνωρίζοντας όλες τις απαντήσεις.
Στο κάτω-κάτω, ο σκοπός της τέχνης – όπως και του πολέμου – είναι να κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να ζήσουν δείχνοντάς τους πόσο αβίωτη είναι η ζωή.
Η Φάννυ Χάου γεννήθηκε στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης το 1940. Έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία ποίησης καθώς επίσης νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και πιο αναγνωρισμένες αμερικανίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα. Έχει βραβευθεί επανειλημμένα με σημαντικά βραβεία όπως το Commonwealth Club Gold Medal for Poetry, το Lenor Marshall Poetry Prize από την Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών και το Ruth Lilly Poetry Prize. Το βιβλίο της Το νυφικό: στοχασμοί πάνω στη λέξη και τη ζωή [The Wedding Dress: Μeditations on Word and Life] που εκδόθηκε το 2003 περιλαμβάνει εκτός από την «Σύγχυση» ακόμη εννέα ποιητικά δοκίμια τα οποία θεωρήθηκαν πεζά ποιήματα και τουλάχιστον ένα από αυτά συμπεριλήφθηκε στο 2004’s Best American Poetry.
* Η Ελένη Ηλιοπούλου είναι μεταφράστρια
Σούφι: ασκητικές κοινότητες του Ισλάμ που ανέπτυξαν ένα μυστικιστικό-φιλοσοφικό τάγμα με επιρροές από το νεοπλατωνισμό, το γνωστικισμό, τον βουδισμό και τον χριστιανισμό. (σ.τ.μ.)
Martin Buber: Αυστριακός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής (1878 – 1965). Το διασημότερο έργο του είναι μια πραγματεία για την ύπαρξη με τίτλο Ich und Du [Εγώ και Εσύ] (σ.τ.μ.)
Robert Smithson (1938 – 1973): Αμερικανός καλλιτέχνης διάσημος για τα έργα του σε εξωτερικό περιβάλλον (land art).
instress: όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Άγγλο ποιητή Gerard Manley Hopkins (1844-89) για να δηλώσει τη δύναμη που ασκεί το ιδιαίτερο ή βασικό χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου στο μυαλό του παρατηρητή του.
Σαίξπηρ, 25 Σονέτα, μτφρ. Διονύση Καψάλη, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1998, σονέτο 18 (σ.τ.μ.)
6 Jack Spicer (1925-1965): Αμερικανός ποιητής ο οποίος ανέπτυξε την ιδέα της «υπαγορευμένης» ποίησης με τον ποιητή να αποτελεί ένα είδος «ραδιοφώνου» το οποίο μπορεί να αναμεταδίδει μηνύματα από τον «αόρατο κόσμο» (σ.τ.μ.)
* Η Ελένη Ηλιοπούλου είναι μεταφράστρια
Σούφι: ασκητικές κοινότητες του Ισλάμ που ανέπτυξαν ένα μυστικιστικό-φιλοσοφικό τάγμα με επιρροές από το νεοπλατωνισμό, το γνωστικισμό, τον βουδισμό και τον χριστιανισμό. (σ.τ.μ.)
Martin Buber: Αυστριακός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής (1878 – 1965). Το διασημότερο έργο του είναι μια πραγματεία για την ύπαρξη με τίτλο Ich und Du [Εγώ και Εσύ] (σ.τ.μ.)
Robert Smithson (1938 – 1973): Αμερικανός καλλιτέχνης διάσημος για τα έργα του σε εξωτερικό περιβάλλον (land art).
instress: όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Άγγλο ποιητή Gerard Manley Hopkins (1844-89) για να δηλώσει τη δύναμη που ασκεί το ιδιαίτερο ή βασικό χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου στο μυαλό του παρατηρητή του.
Σαίξπηρ, 25 Σονέτα, μτφρ. Διονύση Καψάλη, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1998, σονέτο 18 (σ.τ.μ.)
6 Jack Spicer (1925-1965): Αμερικανός ποιητής ο οποίος ανέπτυξε την ιδέα της «υπαγορευμένης» ποίησης με τον ποιητή να αποτελεί ένα είδος «ραδιοφώνου» το οποίο μπορεί να αναμεταδίδει μηνύματα από τον «αόρατο κόσμο» (σ.τ.μ.)