Η γενεαλογία της επιθυμίας

­­Δημήτρης Παπανικολάου, «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι»: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας (Πατάκης, 2014)

του Θοδωρή Χιώτη

Η μελέτη του Δημήτρη Παπανικολάου αποτελεί μια χειρονομία ορισμού του χώρου μέσα στον οποίο ο Καβάφης και η σχέση του με τη σεξουαλικότητα καταδεικνύονται ως συναρμογή λόγων και πράξεων, μια πολλαπλότητα σημαινόντων και σημαινόμενων, ένα κάλεσμα σε μιαν αντίσταση βασισμένη στην ετερότητα και στην αφήγηση αυτής της ετερότητας. Αυτή η συναρμογή λόγων και πράξεων γίνεται φανερή ήδη από τον τίτλο του βιβλίου: το σπάραγμα «σαν κ’ εμένα καμωμένοι» προέρχεται από το σημείωμα «Οι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας» από τα λεγόμενα Σημειώματα ποιητικής και ηθικής που βρέθηκαν στο Αρχείο του ποιητή. Το σημείωμα χρονολογημένο 15.12.1905 (ο Καβάφης είναι 42 όταν γράφει το σημείωμα – δεν έχει ακόμη μετακομίσει στην οδό Λέψιους) τονίζει:

«Oι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας ―μήτε της υγιεινής, μήτε της κρίσεως απόρροια― με μίκραιναν το έργον μου. Eδέσμευσαν την έκφρασί μου· μ’ εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι».

Ο Παπανικολάου στο βιβλίο του επιχειρηματολογεί με ακρίβεια για το πώς το καβαφικό έργο εντέλει μετατρέπεται σε έκφραση αντίστασης απέναντι στους άθλιους νόμους της κοινωνίας οι οποίοι «μίκραιναν» το έργο, «εδέσμευσαν» και «εμπόδισαν» τον ποιητή σε επίπεδο έκφρασης. Το σημείωμα είναι μια προγραμματική δήλωση πρακτικής και δημιουργίας ταυτότητας, μολονότι σε μια πρώτη ματιά μοιάζει με την παραδοχή αποτυχίας. Η μελέτη του Παπανικολάου μάς χαρτογραφεί έναν Καβάφη ο οποίος επιχειρεί και στη συνέχεια καταφέρνει να αρθρώσει λόγο για τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα – λόγος ο οποίος παρεκκλίνει ορίζοντας και καθορίζοντας μιαν αφήγηση του εαυτού μακριά από την οποιαδήποτε ηγεμονική πρακτική. Ο ίδιος ο ποιητής το δηλώνει άλλωστε: «Πάω άδικα, αισθητικώς. Kαι θα μείνω αντικείμενον εικασίας· και θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ’ τα όσα αρνήθηκα».

Ο Καβάφης που αναδύεται στο βιβλίο του Παπανικολάου είναι ένα νομαδικό υποκείμενο το οποίο σμιλεύει ξανά και ξανά όχι μόνο έναν εαυτό όπως αυτός παρουσιάζεται στα ποίηματά του, αλλά, για να είμαστε πιο ακριβείς, (δομεί) τον λόγο ο οποίος δομεί το υποκείμενο που γράφει τα ποιήματα, το υποκείμενο το οποίο παρουσιάζεται στα ποιήματα, το υποκείμενο το οποίο αφηγείται τα καβαφικά ποιήματαέχουμε με λίγα λόγια να κάνουμε με ένα ποιητικό, νομαδικό υποκείμενο το οποίο φτιάχνει το ηθικό και φαντασιακό σύστημα το οποίο το ορίζει, ένα υποκείμενο το οποίο εντοπίζει τη σύσταση της υποκειμενικότητάς του στην αλληλοσυσχέτιση με τους άλλους, πράγμα το οποίο αποτελεί «μια μορφή έκθεσης, διαθεσιμότητας και τρωτότητας» (Rosi Braidotti, Transpositions: On Nomadic Ethics, Cambridge: Polity Press, 2006, σ. 158). To υποκείμενο στην καβαφική ποίηση εντοπίζεται πάντα στη διασταύρωση με εξωτερικές, συσχετιστικές δυνάμεις (Braidotti, 159). Το καβαφικό υποκείμενο είναι ενσαρκωμένο και τοποθετημένο εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι, ακόμη και όταν οι ηγεμονικές πρακτικές καταπιέζουν την άρθρωση λόγου και την εκδήλωση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας. Ο Καβάφης στο βιβλίο του Παπανικολάου είναι ο Καβάφης ο οποίος προκύπτει μετά την ολομέτωπη σύγκρουσή μας με την πολυπλοκότητα ενός ήσσονος λόγου – αυτός ο ήσσων λόγος καθιστά προβληματικό το συγκείμενο στο οποίο εμφανίζεται και από το οποίο επηρεάζεται. Το βιβλίο αλλά και το ευρύτερο εγχείρημα της μελέτης του Παπανικολάου συνιστά μια χειρονομία, μια απόπειρα θέσπισης μιας ηθικής στάσης, η οποία αρνείται να σταθεί άπραγη απέναντι στο ηγεμονικό Εγώ μιας κανονιστικής κοινωνίας. Το βιβλίο ξαναδιαβάζει τη λόγια βιβλιογραφία και τον κριτικό λόγο που αρνούνται την ομοφυλόφιλη διάσταση του Καβάφη, ανασύροντας στην επιφάνεια του Καβαφικού κειμένου όχι μόνο τις προκαταλήψεις – άλλωστε αυτό θα ήταν το πιο εύκολο και ίσως το λιγότερο παραγωγικό – αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο η σεξουαλικότητα αποτελεί, η ίδια, εργοστάσιο παραγωγής λόγου, αισθημάτων, στρατηγικών και τρόπων ζωής. Ακριβώς γι’ αυτό η αποτύπωση της σεξουαλικότητας και του λόγου γι’ αυτήν στον Καβάφη αποτελεί πράξη αντίστασης. Όπως μας υπενθυμίζει ο Παπανικολάου, «ως σύνολο το καβαφικό κείμενο [λέει] ότι μόνος τρόπος να εκθέσεις, να αποσταθεροποιήσεις και να αντισταθείς στις έξω και στις μέσα εξουσίες είναι, διαρκώς κι εμμονικά, ν’ αφήνεις το στίγμα σου» (71).

Ακολουθώντας και εφαρμόζοντας αυτή την προγραμματική δήλωση, το βιβλίο επιχειρεί και επιτυγχάνει να επαναφέρει στο προσκήνιο την αρραγή σύνδεση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας με το καβαφικό έργο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο του με δύο αποσπάσματα (Δ. Μαρωνίτη – Γ.Π. Σαββίδη), τα οποία θέλησαν να διαχωρίσουν τον Καβάφη από την ομοφυλοφιλία του. Για τους Μαρωνίτη και Σαββίδη, η ομοφυλοφιλική επιθυμία είναι το μυστικό του οποίου η ύπαρξη δεν αναγνωρίζεται ποτέ. Και εδώ πρέπει να ξαναειπωθεί: η μελέτη του Παπανικολάου πραγματοποιεί μια ενσαρκωμένη θεώρηση του καβαφικού υποκειμένου· το καβαφικό υποκείμενο μιλά μέσα από το ίδιο το σώμα και όχι έξω από αυτό, βρίσκεται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι έξω από αυτό. Το καβαφικό υποκείμενο δεν υφίσταται ούτε αυθυποβάλλεται σε μια ηγεμονική, αναποτελεσματική αναγνώριση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας, αλλά σε μια συνεχή, δυναμική σύσταση και ανασύσταση της θέσης του ως υποκειμένου μέσα σε μια συγκεκριμένη κομβική στιγμή.

Η έκκεντρη θεώρηση της σύστασης της ομοφυλόφιλης ταυτότητας και του ενσαρκωμένου, έμφυλου καβαφικού υποκειμένου γίνεται με στρατηγικό τρόπο, φέρνοντας συνεχώς στην επιφάνεια τον Καβάφη ως βασικό παράγοντα και συντελεστή στη διαμόρφωση του λόγου της ομοφυλόφιλης υποκειμενικότητας, του έμφυλου σώματος που ποθεί και μιλά γι’ αυτό που ποθεί με αυτοπεποίθηση. Όταν ο Καβάφης μιλά για υποκείμενα καμωμένα σαν κι εκείνον, αναφέρεται σε έμφυλα, ενσώματα υποκείμενα τα οποία δεν είναι απλά σεξουαλικά ενεργά αλλά και αισθητικά, αισθησιακά και συναισθηματικά ενεργά. Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη παράβαση του καβαφικού έργου. Η μελέτη μιλάει για μια γενεαλογία της επιθυμίας και της καβαφικής σεξουαλικότητας και την ηθική σύσταση του καβαφικού υποκειμένου. Το καβαφικό έργο όπως αυτό αναδύεται από το βιβλίο του Δημήτρη είναι of a piece: ένα συμπαγές εγχείρημα συγκρότησης του εαυτού και της ταυτότητας, δύο εγχειρήματα τα οποία δεν είναι αυτονόητο ότι πάντα συμπίπτουν. Η εκούσια πρόσμειξη γνωστών, λιγότερων γνωστών και ημιτελών ποιημάτων όπως αυτά έχουν φτάσει σε μας υπονοεί μια υποκειμενικότητα που δημιουργεί αυτό το συγκεκριμένο αρχείο και τη συγκεκριμένη αφήγηση σε αντιπαράθεση με τον ουσιοκρατικό λόγο. Το σχήμα που προτείνω είναι κάπως νιτσεϊκό, αλλά το βιβλίο του Παπανικολάου συνεχώς ανασκάπτει και φέρνει στην επιφάνεια όλες αυτές τις απόπειρες καταστροφής ή διαγραφής τρόπων του να ζει κανείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με το να επιδεικνύει και να επικεντρώνεται στο καβαφικό έργο το οποίο συνεχώς ανακαλύπτει νέες πιθανότητες ζωής και ύπαρξης.

Δεν είναι μάλλον υπερβολικό να πούμε ότι το βιβλίο δεν διερευνά απλά τι σημαίνει να ζει κανείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο αλλά και πώς η σύσταση της υποκειμενικότητας συνιστά έργο τέχνης. Ο Καβάφης είναι ο κατεξοχήν ποιητής της τεχνολογίας του εαυτού: ένας ποιητής που στήνει, συνθέτει και αρθρώνει έναν λόγο που μοιάζει να εισβάλλει στον χώρο του δυνητικού – ο καβαφικός λόγος είναι ο λόγος της αποδοχής, της κατάφασης της διαφορετικότητας: ένας λόγος ο οποίος αντιτίθεται και υποσκάπτει μεθοδικά και στρατηγικά την ουσιοκρατία.

Η διερεύνηση των παραμέτρων σύστασης και δημιουργίας της ομοφυλόφιλης υποκειμενικότητας που μέχρι πρότινος απουσίαζε από την κυρίαρχη αφήγηση αποτελεί βασικό μέλημα της καβαφικής πρακτικής του εαυτού. Η μελέτη του Παπανικολάου φιλοδοξεί (και επιτυγχάνει) να καταμετρήσει, να καταγράψει και να παραθέσει την υδραργυρική φύση της ομοφυλόφιλης υποκειμενικότητας σε περίοδο κρίσιμης ιστορικής και προσωπικής μετάβασης. Το καβαφικό έργο αποκαθιστά τη διαδικασία κατασκευής της ταυτότητας ως ένα εγχείρημα πολιτισμικά έκκεντρο, κοινωνικά δυναμικό και πολιτικά οξύληκτο.

Πουθενά δεν φαίνεται πόσο πολιτικά αιχμηρό είναι αυτό το καβαφικό εγχείρημα όσο όταν το «Σαν κι εμένα καμωμένοι»: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας καταγράφει τη μετατόπιση από την αυτοβιογραφία στην ομοβιογραφία: η μετατόπιση δηλαδή από το αυστηρά προσωπικό στο προσωπικό-συλλογικό. Ο Καβάφης ακόμη και όταν μιλά στο πρώτο πρόσωπο κάνει χρήση ενός ελεύθερου πλάγιου λόγου ο οποίος εγχειρεί και επιχειρεί επάνω στο Πραγματικό με σκοπό να ενώσει τον λόγο με τα σώματα που αντικρίζονται, έρχονται σε επαφή, ενώνονται και μετά πάλι χωρίζονται. Η μελέτη καταδεικνύει ότι ο καβαφικός λόγος έχει πολλαπλό αντίκτυπο στα σώματα στα οποία αναφέρεται, στα σώματα τα οποία δομεί, ταξινομεί, οριοθετεί – σε όλα αυτά τα σώματα στα οποία δίνει εν τέλει πρόσβαση: «η αναγνώριση και η ταύτιση, καθώς δημιουργούν ταυτότητα αυτοσυνείδητη και ερωτική, προχωρούν από έξω προς τα μέσα» (217). Η ομογραφία αναπροσαρμόζει τη στρατηγική και το διακύβευμα της ετεροβιογραφίας, των πλασματικών αυτοβιογραφιών ιστορικών υποκειμένων δηλαδή, τοποθετώντας τη σεξουαλικότητα στο κέντρο σύνθετων σχέσεων ανάμεσα στο ιστορικό, το κριτικό, το φαντασιακό, το νομικό και το ηθικό· η αφήγηση του εαυτού, του ευάλωτου εαυτού όπως τονίζει και ο Παπανικολάου στο βιβλίο του, πραγματώνεται λοιπόν ως αποτύπωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας.

Η επιθυμία δεν αρκεί να γίνεται αισθητή από τα υποκείμενα, μα πρέπει να αρθρώνεται και να αποτυπώνεται με ειλικρίνεια: αυτό είναι το πολιτικό στοίχημα της ποίησης του Καβάφη. Η αισθητική δεν είναι απλά αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική – το αισθητικό και το πολιτικό συμπίπτουν στο χωροταξικό σύμπαν της ποίησης του Καβάφη. Στην ποίηση του Καβάφη η μετάβαση πραγματοποιείται από την καταγραφή της επιθυμίας στη θέσπιση ενός ευρύτερου σχεδίου το οποίο καταγράφει τη δομή και τροπικότητα μιας εμπειρίας, ενός τρόπου ζωής. Το εγχείρημα αυτό αποσκοπεί στην υπονόμευση της επιβολής ενός ουσιοκρατικού τρόπου ύπαρξης και διαβίωσης του εκάστοτε υποκειμένου. Η καβαφική πρακτική, σύμφωνα με την οποία τα ιστορικά υποκείμενα ονοματίζονται, ενώ οι σύγχρονοι του συγγραφέα μένουν ανώνυμοι, επιφορτίζει το αναγνωστικό βίωμα με την ευθύνη της αναγνώρισης του Άλλου: η πατίνα του χρόνου λειτουργεί με τρόπο αντίστροφο καθώς φορτίζει με σημασιολογικό και συναισθηματικό φορτίο την κοινότητα η οποία ακόμη δεν έχει ταυτοποιηθεί. Οι ιστορίες που φτάνουν σ’ εμάς από το αρχαιοελληνικό παρελθόν δημιουργούν υποκειμενικότητες που βρίσκουν κοινές συντεταγμένες στα βάθη των αιώνων: οι φωνές και τα πρόσωπα του παρελθόντος σχηματίζουν μιαν αντεστραμμένη γενεαλογία της επιθυμίας ή, αν θέλετε, έναν καθρέφτη της επιθυμίας, και ο Καβάφης βρίσκει προγόνους εκεί όπου υποτίθεται ότι δεν υπήρχε κανείς. Ο Καβάφης γράφει και ξαναγράφει το προσωπικό και συλλογικό παρελθόν, την προσωπική και συλλογική ιστορία, με σκοπό τη δημιουργία ενός χωροχρόνου στον οποίο ο λόγος της επιθυμίας και ο λόγος της υποκειμενικότητας τέμνονται και ανατέμνονται χωρίς ενοχές.

Θοδωρής Χιώτης

About frmk poetry

Φάρμακο | Εξαμηνιαίο περιοδικό για την διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου Κυκλοφορεί! Στα βιβλιοπωλεία και σε επιλεγμένους χώρους τέχνης δύο φορες τον χρόνο.
%d