Συζήτηση ΦΡΜΚ ΙΙ, Περί προγόνων, γόνων και άλλων δαιμονίων

<<<<<<<<<<<<<Συζήτηση [φρμκ] μέρος Ι


 

Ποιοι είναι οι πρόγονοί μας και ποια η σχέση μας με αυτούς; Είναι κοινοί για όλους μας αυτοί οι πρόγονοι; Μήπως δεν είναι καν ποιητές; Μήπως η γενεαλογία μας είναι περισσότερο πολύπλοκη από αυτήν που συχνά αναζητούν οι κριτικοί λογοτεχνίας;

Παναγιώτης Ιωαννίδης

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς «προγόνους» μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιον ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της μπορεί και να ’ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης «ελεύθερη προσοχή». η βιωμένη σκέψη… Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να «ακονιστούν» και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε στις πρώτες μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό «μηχανισμό»: ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει «διακυμάνσεις» (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους «γεννήτορες» της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ’ ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με «βοηθούν» και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της αναγνωστάκειας «χαμηλής φωνής». (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ και τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ’ οτιδήποτε–, τη σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον «νουάρ» δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ, τον Σαρ και τον Μποννφουά. την οικονομία και τη σοβαρότατη ελαφρότητα του Μπόρχες. τον Λόρκα. Και, κατ’ ανάγκην, μόνον από μετάφραση: τη ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για τη σύνταξη – από τη φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Σοπέν, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα, τον Ντεμπυσσύ και τον Ραβέλ για τη μετάπλαση της ομορφιάς σε θαυμαστό και άρτιο κτίσμα. την τζαζ του Έλλινγκτον, του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας, την Μπίλλι Χόλλινταιυ και την Σοφία Βέμπο για την τοποθέτηση και τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη από όσα ανέφερα πόσο η αξία ενός «προγόνου» συναρτάται για μένα με την εργασία του για τη γλώσσα (λεκτική ή άλλη) και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε «φλυαρία» (λέξεων ή «αισθημάτων») να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές ιδιαίτερες, που άφησαν γρήγορα πίσω τη «γενιά» τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά και βαθμηδόν η μαθητεία μου ως τεχνίτη ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – «εγκαταλείποντας» παλαιά και «προσεταιριζόμενος» νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η «δημιουργία προγόνων» και η «στρατολόγηση συνοδοιπόρων» παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

Βασίλης Αμανατίδης

Στην τέχνη επιλέγουμε τους προγόνους μας περισσότερο απ’ ό,τι στη ζωή, όπου συνήθως μας επιβάλλονται (μάλλον) αναγκαστικά. Μα κακά τα ψέματα, ακόμη και μέσα στην ελευθερία της τέχνης, αυτή μας η επιλογή παραμένει προσδιορισμένη από πολλούς παράγοντες – γεωγραφικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς και ποιος ξέρεις πόσων και τι ειδών ακόμη. Άραγε επέλεξα ως πρόγονο τον Πατέρα Διονύσιο Σολωμό ή μου επιβλήθηκε; Απαντώ: και τα δύο. Πρώτα μου επιβλήθηκε εθνικά, αργότερα αντιστάθηκα προσωπικά, κατόπιν τον επέλεξα οριστικά για άλλες πλευρές του, άλλους λόγους. Επιλέγω ως πρόγονο τον Οδυσσέα Ελύτη; Απαντώ: εν τέλει τον επιλέγω, όχι μόνο γιατί κάποτε με συγκίνησε βαθιά μα και γιατί –μεταξύ άλλων– μου δείχνει ένα εσωτερικό μέτρο τού προς τα πού να μην εστιάζω πλέον (επειδή παραμένει μέσα μου μεγάλος μα ολοένα και πιο ανενεργός ποιητής). Είναι όμως οι Πρόγονοι μόνο κάτι σαν Παππούδες και Γιαγιάδες, Πατέρες και Μητέρες; Όχι. Υπάρχουν πρόγονοι που μου είναι περισσότερο αδέρφια, όμως παραμένουν πρόγονοι, δίχως να μπορώ να εξηγήσω το ακριβές πώς και γιατί. Έπειτα, μπορούν να είναι οι Πρόγονοί μου και «Δάσκαλοι» ή το να ’σαι Δάσκαλος (έστω μακρόθεν) είναι κάτι άλλο; Σε κάθε περίπτωση, πρόγονοι, δάσκαλοι, επιδραστικά αδέρφια και πολυμήχανοι συνοδοιπόροι είναι για μένα οι καλλιτέχνες που μελέτησα, από τους οποίους μαθαίνω, πρόσωπα που μου δείχνουν δρόμο. Πολλοί από αυτούς είναι ασφαλώς συγκαιρινοί μου, καθόλου αναγκαστικά «συγχωριανοί» μου, κυρίως άνθρωποι που δεν θα γνωρίσω ποτέ από κοντά, συχνότατα μάλιστα μη συγγραφείς ή ποιητές. Λογικό: φτάνουμε στον βαθύτερο εαυτό μας προπάντων μέσα από παρακαμπτηρίους. Καταμετρώντας με λοιπόν, βλέπω πως στην τελευταία δεκαπενταετία προστέθηκαν στον «κανόνα» μου, στο ας πούμε «πάνθεον» του μικροσύμπαντός μου, λίγοι μα ισχυροί: e. e. cummings φυσικά, Witold Gombrowicz φυσικότατα, Emily Dickinson. Από κοντά, Anne Carson και Inger Christensen, αλλά και Jean Echenoz. Όσο για την προ-προηγούμενη δεκαπενταετία, για τον καιρό δηλαδή των ενθουσιασμών και του μετεφηβικού βυθίσματος στην πρώτη ύλη της μάγευσης, οι σημαδιακοί-σημαντικοί μου ήταν ομολογουμένως περισσότεροι: Milorad Pavic, Henri Michaux, μα προπάντων Samuel Beckett και Paul Celan – από τους υπέροχα αλλόγλωσσους. Κι από κοντά, Kafka και Lewis Carroll. Μα και Ευριπίδης, Βιζυηνός, Καβάφης, Γονατάς, Σαχτούρης, Χειμωνάς, Μάτεσις, Καραπάνου – από τους ανοίκεια ομόγλωσσους. (Από κοντά: Δημητριάδης επιλεκτικά, Λαϊνά, Μαστοράκη.) Ίσως είναι παράξενο για «ποιητή», μα πιθανόν να επηρεάστηκα κυρίως από πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς (όχι απαραίτητα ομόγλωσσους), μα και από εικαστικούς, κινηματογραφιστές και μουσικούς. Φερ’ ειπείν: Οι Λένα Πλάτωνος, Björk, Kate Bush, Stanley Kubrick, David Lynch, Piero della Francesca, Marcel Duchamp, William Kentridge εξακολουθούν να μου διδάσκουν πολλά για τον πυρήνα της ποιητικής λειτουργίας, όχι ως γραφή αλλά ως Γραφή. Τούτο παραμένει και για μένα «μυστήριο». Πάντως, στα 27 μου, πριν καλά καλά εκδώσω βιβλίο, στο τότε ημερολόγιό μου έγραφα: «Θέλω επειγόντως να δοκιμαστώ και σε περίπλοκα συνθετικά εγχειρήματα, γιατί μου δίνουν την δυναμική της περιπέτειας, και επιπλέον ανταποκρίνονται στην εμμονή μου για δημιουργία ενός κειμένου-αντικειμένου, ενός είδους τέχνης που ξεφεύγει από την τρανή λογοτεχνικότητα. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Νομίζω πως προτιμώ να αποτύχω ή να με αγνοήσουν όταν γράφω έτσι, παρά αλλιώς.» Αλλά ας μην κλείσω χωρίς να έχω πει πως βεβαίως υπάρχουν όχι μόνο πρόγονοι-άνθρωποι μα και πρόγονοι-βιβλία, βιβλία-μάγοι, κάτι πλάσματα που βυθίζονται μέσα σου σαν να ήταν δημιουργοί-γονιμοποιητές (π.χ., Ο μαιτρ και η ΜαργαρίταBulgakov). Αντιστοίχως, θα μπορούσα να περάσω χρόνια επηρεαζόμενος από άλλων τεχνών έργα (Ο πύργος του ΚυανοπώγωναBartók, Ανεμοδαρμένα ύψηBrontë, Moby DickMelville, Μπαλλάντες της οδού Αθηνάς – Χατζιδάκι, Μήδεια – Παπαϊωάννου, και βέβαια κι άλλα, που όσο ζω ευτυχώς προστίθενται και με διανοίγουν.) Όσο για τη ρευστή σχετικότητα των προγόνων, νά μια τελευταία σκέψη: Αγαπώ τον Καρυωτάκη, προπάντων όμως με εμπότισε μέσα από το έργο της Πλάτωνος. Ποιος είναι, άρα, εδώ ο πρόγονός μου; Απαντώ: Μάλλον το ίδιο το ανθρώπινο θαύμα της αγάπης, οι εγκιβωτισμοί της γονιμοποιημένης τέχνης.

Κατερίνα Ηλιοπούλου

Αναρωτιέμαι πώς συνδέεται κανείς με ένα έργο, πώς περιγράφεται αυτή η σχέση. Ίσως είναι αδύνατον να περιγραφεί, ίσως και να μη θέλω να μάθω με ποιο μυστηριώδη τρόπο έχουν επιδράσει πάνω μου οι καλλιτεχνικοί μου πρόγονοι. Όλοι είμαστε φορείς άλλων ανθρώπων ακόμα και πριν να τους γνωρίσουμε. Είμαστε, επίσης, φορείς κειμένων και έργων. Τα σημαντικά (για μας) κείμενα έχουν την ιδιότητα να μας κατοικούν, να μας δημιουργούν την αίσθηση ότι προϋπήρχαν μέσα μας, σαν καταγωγικό υλικό.

Από αυτή την άποψη δεν πιστεύω πολύ σε αυτό που λέμε επιρροή, αλλά μάλλον σε μια εγκόλπωση που διατηρεί ωστόσο ενεργή μια διπλή λειτουργία: τη συγγένεια και το μυστικό. Πρόκειται για μια ατέρμονη διαδικασία συσχετισμού με το έργο που δεν κατασταλάζει σε μια ερμηνεία αλλά παραμένει κάτι ρευστό σε κίνηση, κάτι που διαφεύγει ακόμα και από τις δικές μας προθέσεις, ανοίγοντας διόδους εξερεύνησης σε κρυφές και απρόσμενες περιοχές.

Νομίζω πως η αφετηρία της σχέσης είναι ένας σφυγμός του κειμένου, που για κάποιο λόγο τον ακούς. Ίσως είναι το μοίρασμα ενός τραύματος, κι εδώ χρησιμοποιώ το τραύμα όχι με τη συνδήλωση του πόνου αλλά με την έννοια του ανοιχτού, εκείνου που συνιστά μια είσοδο.

Νομίζω πως τέτοια έργα είναι από τη μια μεριά λαβύρινθοι και από την άλλη χυτήρια, για να χρησιμοποιήσω εδώ τη σκέψη της Χελέν Σιξού, που είναι μία συγγραφέας πολύ σημαντική για μένα, όπου κάποιος μπορεί να διαμορφώσει την καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία. Περιπλανιέται μέσα εκεί και λιώνει υλικά. Φτιάχνει καινούργια κράματα από τα υπάρχοντα στοιχεία. Θεμελιώνει κάτι νέο που είναι όμως ήδη μεταχειρισμένο. Δεν έχω ποτέ νιώσει μιαν αίσθηση ιεραρχίας σε σχέση με τους συγγραφείς που διαβάζω από παιδί ακόμα. Δεν κατάλαβα ποτέ την αγωνία της επίδρασης, τους όρους πατέρας και γιος ή μητέρα ή κόρη, ή τεχνίτης και μαθητευόμενος. Νομίζω ότι οι ρόλοι είναι πολύ πιο πολύπλοκοι και εναλλασσόμενοι. Περισσότερο φαντάζομαι ένα πλήθος συγγενών, φωνών, συντρόφων, που συνιστούν έναν τόπο στον οποίο ανήκω ή μπορώ να επισκέπτομαι. Όλα τα κείμενα που έχουμε διαβάσει ποτέ, όλα τα έργα που έχουμε δει μάς έχουν διαμορφώσει και εξακολουθούν να μας διαμορφώνουν. Γράφουμε ο ένας πάνω στον άλλο, γράφουμε ακούγοντας ο ένας τον άλλο. Μέσα στη γλώσσα ακούμε τα βήματα των άλλων, το έργο είναι το πέρασμα και εξαιτίας του έργου περνάμε σύνορα, γένη, είδη, κατασκευές, αποδομήσεις και μεταμορφώσεις. Δεν υπάρχει κάποιο μήνυμα για να μας παραδοθεί από τις προηγούμενες γενιές, δεν υπάρχει λύση του αινίγματος, απλά η άσκηση στην ετοιμότητα. Η διαδρομή, το σκάψιμο μέσα στο κείμενο, σε εκπαιδεύει στην ετοιμότητα, πράγμα που σημαίνει όχι να γίνεις καλός μαθητής, αλλά να γίνεις ο τόπος της υποδοχής, ανοίγοντας μέσα σου το χώρο.

«Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει», αυτή είναι η πρώτη μεταφορά που θυμάμαι στη ζωή μου. Πρώτη φορά κατάλαβα πως οι λέξεις μπορούν να κάνουν το σώμα να σπαρταρίσει με την ανάγνωση. Είναι αμέτρητοι οι συγγραφείς που ευγνωμονώ ή που αγαπώ, και ανακαλύπτω συνέχεια καινούργιους (για μένα). Θα προσπαθήσω για χάρη της συζήτησης να αναφέρω μόνο μερικούς που ανήκουν σε δύο κατηγορίες: Συγγραφείς που μου έχουν σώσει τη ζωή, δηλαδή το έργο τους έχει μια βαθιά λυτρωτική δύναμη, μου κρατούν το χέρι, μου δίνουν τόπο να σταθώ: ο Σεφέρης, ο Ρίλκε, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Ντοστογιέφσκι.

Οι συγγραφείς που μου είναι αναγκαίοι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν αρχικά αρκετή μία γρήγορη ανάγνωση, ίσως η ανάγνωση ενός αποσπάσματος για να κατανοήσω αυτόματα και διαισθητικά, δηλαδή εκ των έσω, το έργο και την ποιητική του πρόθεση, δηλαδή να τεθεί σε συναγερμό το σύστημά μου εξαιτίας μιας βαθιάς συγγένειας και μιας βαθιάς ανοικείωσης. Είναι οι συγγραφείς στα έργα των οποίων επιστρέφω πολύ συχνά και τα βρίσκω ανεξάντλητα, βυθίζομαι σε αυτά με τη φυσικότητα αλλά και τον τρόμο της γέννησης. Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί συγγραφείς μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία που είναι η ανησυχία, το τραύλισμα, η αναρχία, ο δισταγμός, η διακινδύνευση: ο Φερνάντο Πεσσόα (κυρίως ως Μπερνάντο Σοάρες), η Έμιλυ Ντίκινσον, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Ανρί Μισώ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φραντς Κάφκα και μόλις πέρσι (αλλά για πάντα) η Κλαρίσε Λισπέκτορ (που μεταφράζουμε στο παρόν τεύχος).

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συνδέομαι με κάποια κείμενα φιλοσοφίας και θεωρίας τα οποία διαβάζω «αρπακτικά», χωρίς σύστημα δηλαδή, αλλά με το ίδιο χτυποκάρδι και την αίσθηση του επείγοντος, την ίδια συμμετοχή διάνοιας και σώματος με την οποία διαβάζω την λογοτεχνία. Ο Ζακ Ντερριντά, ο Μωρίς Μπλανσό, ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Σκέφτομαι την τέχνη σαν ενιαίο πεδίο, τον τρόπο που οι διαφορετικές γλώσσες διεισδύουν η μία στην άλλη, τον τρόπο όπου στοιχεία όπως η κίνηση, η εσωτερική σύλληψη, οι μορφές των έργων που έχουν πραγματοποιηθεί με διαφορετικά μέσα βρίσκονται σε μια μυστήρια ανταλλαγή και συμβίωση. Τα εικαστικά (κυρίως από τον μοντερνισμό και μετά) αποτελούν για μένα μία διαρκή σχέση: ο πειραματισμός, η μείξη πολλών διαφορετικών μέσων και τακτικών, ο τρόπος που χειρίζονται οι καλλιτέχνες την αφήγηση και τον λόγο, η πολιτική διάσταση πολλών έργων, η σχέση με την πόλη και το αρχείο.

Γιάννα Μπούκοβα

Προέρχομαι από την ποίηση του 20ού αιώνα. Όχι από κάποια τάση, εθνική παράδοση ή χρονική στιγμή της, αλλά από τη συνολική περιπλοκότητα και πολυμορφία της. Η αστείρευτη ευρηματικότητα, οι ανακαλύψεις και οι αυτοαναιρέσεις της συνεχίζουν να με διαμορφώνουν με έναν τρόπο τόσο γοητευτικό και ταυτόχρονα βασανιστικό, που τουλάχιστον εγγυάται εγρήγορση. Αυτή η ποίηση αφαίρεσης και ελεύθερων συνειρμών καθόρισε εξ αρχής τη λογοτεχνική μου συνείδηση και, τελικά, προδιαγράφει τη σχέση μου με κάθε είδος κειμένου. Είμαι στερημένη οποιουδήποτε, έστω και τυπικού σεβασμού προς τον ιστορικό κανόνα της λογοτεχνίας. Υπάρχουν ολόκληρες περιοχές στην ιστορία της ποιητικής τέχνης, με τις οποίες δεν έχω την παραμικρή επικοινωνία. Γνωρίζω, επίσης, ότι η αγάπη που τρέφω για κάποιες άλλες, συνήθως μακρινές χρονικά και γεωγραφικά ποιητικές, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την προβολή επάνω τους πάλι της ποίησης που με έχει διαμορφώσει, της ποίησης του 20ού αιώνα δηλαδή. Η λογοτεχνική μου ταυτότητα είναι πρωτίστως χρονική, καμία άλλη ποιητική συγκυρία, εκτός από το τέλος του αιώνα αυτού, δεν θα μου έδινε τέτοια ελευθερία στην επιλογή και στην «ασέβεια» (και την τόσο αβίαστη και ισορροπημένη προσέγγιση και προς το ένα και προς το άλλο). Δεν μπορώ να διαβάσω έξω από τα γυαλιά της αισθητικής στην οποία ανήκω, αλλά έχω μάθει να απολαμβάνω τη συνειδητοποίηση αυτού του βλέμματος. Όταν βλέπω ένα χαϊκού ως σπουδή στην ελλειπτικότητα και την «τέχνη του μοντάζ» (όπως έλεγε και ο Ταρκόφσκι) ή όταν θεωρώ την αποσπασματικότητα που πέτυχε ο χρόνος πάνω στους αρχαίους λυρικούς ένα από τα πιο γοητευτικά τους στοιχεία, ξέρω ότι είμαι εξ ολοκλήρου παιδί του καιρού μου: παρατηρώ τη διαστρέβλωση, αυτοαναλύομαι διαμέσου αυτής και παράλληλα νιώθω πολύτιμο ό,τι μου προσφέρει.

Ταυτόχρονα η ποιητική την οποία συμμερίζομαι επιτρέπει μια τεράστια διεύρυνση του ίδιου του πεδίου της ποίησης, την ορίζει όχι ως μια έντεχνη χρήση του λόγου, αλλά ως δομή σκέψης και επικοινωνίας. Έτσι αναγνωρίζω και μαθαίνω τρόπους και εκπλήξεις της ποίησης σε κατασκευές μυθιστορημάτων, σε αποσπάσματα καθημερινού λόγου, στη γλώσσα της επιστήμης, σε μορφές του σύγχρονου θεάτρου και του πειραματικού κινηματογράφου, και σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό στις εικαστικές τέχνες, οι οποίες πάλι τον 20ό αιώνα μεταμορφώθηκαν από τέχνη του ματιού σε τέχνη μιας εικαστικής γλώσσας. Η δεξαμενή μοιάζει ανεξάντλητη.

Όσον αφορά την άμεση καταγωγή μου από ποιητικά κείμενα, παρατηρώ μια παράξενη απόκλιση ανάμεσα στην προτίμηση και την επιρροή. Έμαθα να σέβομαι ποιητές που δεν μπορώ να αγαπήσω. Αφομοίωσα πολύ σημαντικά πράγματα από ποιητές που ποτέ δεν εκτίμησα ιδιαίτερα. Λάτρεψα ποιητές χωρίς να έχουν καμία επίδραση στη γραφή μου. Ο μηχανισμός πιθανόν είναι αρκετά πιο περίπλοκος και λειτουργεί πέρα από τον προσωπικό μου λογοτεχνικό κανόνα. Αδυνατώ να τον διερευνήσω αξιολογικά.

Έτσι ή αλλιώς πιστεύω από μια ηλικία και μετά δεν υπάρχουν πρόγονοι, μόνον αδέλφια. Τα αναγνώσματά μου έχουν χωνευτεί και επεξεργαστεί σε τέτοιο βαθμό που δεν τα ξεχωρίζω πια, νιώθω μόνο την ενέργειά τους. Το τοπίο πίσω μου είναι ρευστό, κάθε καινούργια ανάγκη, κάθε καινούργιο ερέθισμα μετασχηματίζει το γενεαλογικό μου δέντρο ή φωτίζει κάποια διακλάδωσή του. Τείνω να αισθάνομαι –όσο υπερβολικό και κάπως αύθαδες να είναι αυτό– ότι είναι όλα πια μόνο μέσα μου, ότι κάθε φορά που αλλάζω –και είναι σημαντικό για μένα να αλλάζω– ξαναγεννιέμαι μόνη μου, από το ίδιο το κεφάλι μου.

Ορφέας Απέργης

Όλη αυτή η συζήτηση περί προγόνων και άρα περί γόνων και επιγόνων είναι στα δικά μου τα αυτιά κάπως πληκτική, πώς λέμε προγονοπληξία – δηλαδή πλήττει εξ ίσου ίσως τόσον τους προγόνους όσο και εμάς. Πλήττει εμάς δι’ αυτών και αυτούς δι’ ημών. Η πλήξη που διανοητικά συνοδεύει την ενέργεια του «πλήττειν» είναι το σύμπτωμα της υποβόσκουσας πληγής και του εξ αυτής πλήγματος. Χαίνει η πληγή αυτή, αιμάσσει, αδυνατεί να κλείσει εφελκτικώς, όπερ οι «ποταμοί του αίματος», όπως παλαιότερα επεσήμαινε και σημαίνων Συντηρητικός πολιτικός της γηραιάς Αλβιόνος. Μέσα στο πλατύ ποτάμι του αίματος, βεβαίως βεβαίως, βουτάει, ή καλύτερα ποντίζει καθείς την αιχμή του, το δόρυ του, τη δορυάλωτη σκέψη του, ακκίζει καθείς την ακίδα του κι έτσι μ’ αίμα αρχίζει να γράφει, αίμα επέχον την θέσιν μελάνης, κι έτσι γίνονται τα φοινά γραπτά, όπου φονεύονται –φοινοίς φόνοις– τα Πράγματα, δηλαδή τα στερρά, τ’ αξιοθρύλητα, όπως, κυρίως, η ακατάπαυστη παύση ώστε να ακούμε το είναι, πώς το λέει ο Καρούζος, καλή του ώρα εκεί που είναι, «η γλώσσα (αυτή η γλώσσα, λέω) είναι ασέλγεια πάνω στο είναι (με κεφαλαίο το βάζει αυτός)», ή πώς (ό-πως όπως) το λέει κι ο αοίδιμος Κωστής, ο αείδημος Παπαγιώργης, καλή του ώρα εκεί του είναι, πέρυσι τονε θάψαμε εκεί όπου γεννήθηκα, βουνά-βουνά το χώμα φτυαρισμένο φκαριστιότανε, μικρά βουνά από σπυρί και σκουλήκι ακοίμητο έτοιμο αχνιστό, ο πώς με πλήττεις Κωστή έξω απ’ το φέρεθρό σου, σα νά ητανε αυτό η φαρέθρα του τοξοβόλου κι ο στόχος εγώ, αυτοβιογραφούμενος, όπως θα έλεγε κι ένας ελάσσων, ίσως ο πιο κλασικός από αυτούς όλους τους ελάσσονες, πώς το λέει, συνεχίζει και υπάρχει λόγος εκεί που υπάρχει λόγος, πώς το λέει λυπών ο Κωστής ση-μειούμενος,

«Συχνά κρατώ ακίνητο το σώμα για να μην ταραχθεί το αίσθημά μου όπως προσεχτικά μεταφέρουμε ένα ξέχειλο ποτήρι με φόβο πως θα χυθεί». Αυτή είναι η ακίνητη σωματική πληγή, πληγή των προγόνων μου πάνω στο σώμα μου. Αυτή είναι η πληγή η φορητή αφόρητη του αισθήματός των μου, και η εξ αυτής σχέση είναι η μεταφορά, το ξέχειλο γυαλί, το ποτήρι, η διαφάνεια που ξεχειλίζει – και η εξ αυτής σχέση επίσχεση κατάσχεση ανάσχεση είναι το ξέχειλο ποτήρι που προσεχτικά εφεκτικά μεταφέρω με φόβο πώς (πώς, τονισμένο) με φόβο πώς θα χυθεί.

Άρα, σαν εφαρμογή, σαν εφαρμόζοντας την πληγή κι αρμολογώντας την, αν ερωτώμην φερ’ ειπείν «Ποιος Έλληνας (Ε ψιλόν κεφαλαιώδες) ποιητής (ή ποιήτρια) ή ποίημα ή στίχος σε σημάδεψε και ποιες οι συνθήκες της ζωής σου τότε;» ηθελαπαντήσω και ήθελον απαντήσει την εξής απάντηση:

Απάντηση: Ήμην μειράκιον μικρότατο, βοσκός μες στους λειμώνες της μητρώας γλώσσης, όταν με δώκαν να διαβάσω τα βιβλία από την άγρα του ογδόντα. Και με αυτά τα δυο βιβλία-βιβλαρίδια ωσάν πτερά, πτεροφυής απέπτην μες στην άβυσσο – άβυσσο των χειλιών της γλώσσας, γλώσσας που με μιλούσε και που τώρα μου δινόταν όπως στον Ίκαρο, οπού κινάει τώρα αυτός χωρίς πατέρα να πετάξει, να τονε προσέξουνε – νά τονε! – βουτώντας τα προγονικά φτερά μες στα μελάνια τα τυπώματα, να μελανιάσουνε και τα δικά του όπως πρέπει, άγγελος άσπρος ίκαρος με πτερά κατάμαυρα οπού γράφουνε πάνω στους ουρανούς της απολύτου αθωότητος, της απολύτου ορθοδοξίας, κύκλους περίκεντρους και απεριφερείς όλο και πιο κυκλωτικούς, αλλά όχι, ποτέ, σαν κλωθογύρισμα πόλου και τρύπα, όχι ποτέ σαν καταιγισμών κόποι και σαν χλιαρά σταχυολογήματα μεταβατικών και όχι, ποτέ, σαν ένα μαύρο άχρωμο μες στην παλάμη των παλμών του ουρανού. Κι αυτός ο ίδιος ίκαρος που πέφτει κάθε φορά στην άκρη του πίνακα των μεγάλων δασκάλων, ο ίδιος που πέφτει πάντα – πίναξ ημιτελής μεγάλου διδασκάλου και πάρα δίπλα η αγχόνη του Παγκάλου – ο ίδιος της ως άνω περιόδου ο μάρτυρας ήμην, κι έκανα με τα μελανιασμένα μου φτερά, πώς πνίγομουν, μπλάβους κύκλους απάνω στο νερό και μου ξεβάψαν τα φτερά, μαύρισε το νερό, και ο πίναξ έγινε πίδαξ και πλημμυρίσανε τα γαλανά ακρογιάλια – θα το καταλάβατε ήδη, διότι «η [ίδια πόλη], όπου κι αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θα ’ναι […] με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς» – κι από την πλημμυρίδα, πάνω νερά, βγήκε όλο αυτό το τώρα, το εδώ, που βλέπετε, μποτίλια στο πέλαγο και μέσα να ασπρίζουνε τα κοκαλάκια που μου έδωκε η μάνα μου. Αυτό είναι το μήνυμα, διαβάστε απαλοί διαβάται, λίγο παρακάτω, όπως καγώ το απάντησα όταν έφτασα εις τον βυθό, στο βυθοκόρον μαύρο, και είδα το κατηραμένο σπίτι, σπίτι μου, οσπίτιον – λιγάκι ξένος μες στο σπίτι σου να αισθάνεσαι, αυτό είναι το ήθος – ξενιτεία1 του πνεύματος μέσα στον Οίκο, μνημονεύετε αδελφοί Ανδρέα – τον πρωτόκλυτο – Εμπειρίκο.

Αυτά τα βιβλία, Ενδοχώρα κι Υψικάμινος κι ύστερνα η Οχτάνα, στο γραφείο μου μού δόθηκαν, όχι υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς (όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες): η ποίηση είναι φαινόμενο των δύο διαστάσεων – το γραφείο είναι ο φυσικός χώρος της ποιήσεως (όπως και το ραφείο, της οιήσεως). Συχωράτε με τον αχώρητο – δεν μ’ αρέσει να μιλάω τη μητρική μου γλώσσα, μ’ αρέσει ναν τη βγάζω: Με την ποίησι με δένει μια κλωστή, αλλά αυτή η κλωστή είναι η ζωή μου.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά [ηθελαναναφέρω και τον Γιάους (Jauss)], όπου δεν υπάρχει «αυτόματη επιστροφή», δεν άρχει «αναγέννηση» των παραδοσιακών μορφών, αλλά αντίθετα αυτές μας δίνονται (μας δίνονται και μας παραδίνονται) με κόπο δικό μας ολόδικό μας και με δικό μας σκοπό, δηλαδή η λογοτεχνική παράδοση δεν μεταδίδει εαυτήν αφ’ εαυτής και μονάχη, αλλά ημείς μόνο ημείς ει μη μόνον ημείς την προσλαμβάνουμε (και θεωρούμε έτσι τη θεωρία της προσλήψεως αυτής), την εισδεχόμεθα την προσδεχόμεθα, την κάμωμε κοπτάτσια και όχι κόπια (co-opt, not copy), και όχι κόπια ο ποια κόπια, όποια κι όποια), μ’ αυτά και μ’ αυτά, τους είπα τους προγόνους μου.

Τους προγόνους δεν τους έχεις, τους λες. Τους προγόνους δεν τους έχεις, τους είσαι.

Φοίβη Γιαννίση

Πηνελόπη Δέλτα Ιούλιος Βερν Έκτωρ Μαλρό

Όμηρος

Παπαδιαμάντης

Τσίρκας

Ελύτης

Εγγονόπουλος

Εμπειρίκος

Γονατάς και κατόπιν των συζητήσεων μαζί του όλοι οι Ρώσοι μινόρες κι ο Ντοστογιέφσκυ

Μάτση Χατζηλαζάρου

Σαχτούρης και κατόπιν της γνωριμίας μαζί του οι παρακάτω δύο

Ντύλαν Τόμας

Γκεόργκ Τρακλ

Χέλντερλιν

Όμηρος

Μαρίνα Τσβετάγεβα και κατόπιν αυτής ο Ρίλκε και ο Παστερνάκ και όλη η ρωσική ποίηση των αρχών του αιώνα ο Μαντελστάμ ο Μπλοκ

Ρουμί

Σεφέρης

Όμηρος

Αρχίλοχος

Ίβυκος

Αλκμάν

Σαπφώ

Αν Κάρσον για την ελευθερία της

Όμηρος

Παπαδιαμάντης

Μέλπω Αξιώτη

Κώστας Κρυστάλλης

συλλογές δημοτικής ποίησης

σίγουρα πολλά τα ξεχνώ

Τις προάλλες μετά τη μετακόμιση στο νέο μου σπίτι ακόμα πιο μακριά από τον κόσμο από το προηγούμενο αλλά ακόμα πιο πάνω στη θάλασσα. Αδειάζω τα κιβώτια με τα βιβλία. Τακτοποιώ στα πιο εμφανή ράφια τα βιβλία που θέλω να βλέπω να είναι παρόντα μπροστά μου μέσα στο φως τα βιβλία. Και σκέφτομαι την ερώτηση και σχεδιάζω τις απαντήσεις. Οι απαντήσεις πέφτουν βροχή. Λέω να ξεκινήσω απ’ τον Ελύτη τον Ελύτη που με τάραξε στα εφηβικά μου χρόνια και με έφερε κοντά στην ποίηση που μέχρι τότε δεν διάβαζα ενώ διάβαζα είχα διαβάσει είχα ρουφήξει όλη την ελληνική πεζογραφία και μέρος μεγάλο της ξένης πεζογραφίας ενώ λοιπόν μέχρι τότε μόνο πεζογραφία διαβάζω πέφτω πάνω στον Ήλιο τον Πρώτο. Και θέλω να αρχίσω να απαντώ για τον Ελύτη αλλά την ώρα εκείνη από τη στοίβα πάνω στο ράφι που ταξινομώ κατρακυλά πάνω στα πόδια μου και με χτυπά με δύναμη δίνοντας αιφνίδιο πόνο ένας τεράστιος τόμος τα Τετράδια στα γαλλικά της Μαρίνας Τσβετάγεβα. Τα ημερολόγιά της. Μαρίνα Τσβετάγεβα. Ογκόλιθος. Αδερφή ψυχή. Ποιοι είναι οι πρόγονοι; Δεν υπάρχουν πρόγονοι. Δεν είναι καταγωγική η σχέση μας με την ποίηση. Δεν είναι καταγωγική η σχέση μας με τη λογοτεχνία. Δεν είναι καταγωγική η σχέση μας με την τέχνη. Ό,τι ψάχνω έρχεται να με βρει. Ό,τι χωρίς να το ξέρω ψάχνω έρχεται πάλι να με βρει. Είναι το τυχαίο που έρχεται και με βρίσκει όπως ο τόμος της Τσβετάγεβα κάθε στιγμή της ζωής διαφορετικό κάθε στιγμή της ζωής ως ανακάλυψη απρόβλεπτο όπως μπορεί μόνο το παρόν να είναι. Στη γραμμή του βίου μάς συντροφεύει κάθε ώρα κάποιος άλλος συχνά σε επανάληψη συχνά σε επανάληψη επιστρέφοντας για τον ίδιο λόγο συχνά επιστρέφοντας και ανακαλύπτοντας άλλον λόγο. Κατασκευάζοντας έναν ρυθμό. Κι ενώ νομίζεις πως πλέον έχεις μεγαλώσει και τίποτα καινούργιο δεν θα έρθει να σε βρει, πέφτει πάνω σου ένα νέο βιβλίο που πιο δύσκολα από τα προηγούμενα πιο σπάνια πιο αραιά ανακαλύπτεις. Αλλά και πάλι δυνατά. Όπως η Μέλπω Αξιώτη για μένα το προηγούμενο καλοκαίρι. Ογκόλιθος κι εκείνη αλλά στα ελληνικά. Εκεί ακριβώς που θέλω όχι τους τρόπους αλλά τη γλώσσα μου να ξαναπιάσω αρχίζω πάλι και διαβάζω στη γλώσσα μου λογοτεχνία πεζογραφία ή ποίηση αδιάφορο η γλώσσα είναι που έχει σημασία σε όλες τις παραλλαγές τις εποχές και τις διαλέκτους όσο περισσότερο ειδικά τόσο ακόμα πιο γοητευτικά και βυθίζομαι πάλι στα ίδια και στα διαφορετικά στον Όμηρο πάντα και στη λυρική ποίηση στις λέξεις τις αρχαίες και τους τρόπους που πάντα με ξυπνούν συχνότερα ίσως από τους άλλους και μαζί στον ίδιο αυτόν αρχαιοελληνικό κόσμο του τραγουδιού μεταφερμένο σε μίαν άλλη εποχή σε αυτό που ονομάζεται κάπως υποτιμητικά ίσως δημοτική ποίηση δημοτικά τραγούδια σε αυτόν τον παράδεισο στον οποίο εξίσου ανήκουν αυτά τα χιλιοτραγουδισμένα επίσης τραγούδια που συνεχώς ακούω και λέγονται Μάρκος Βαμβακάρης ή καλύτερα Μάρκος και Τσιτσάνης και Χιώτης και Ζαμπέτας. Διαβάζω τα τραγούδια της γλώσσας μου που καλύτερα και πιο βαθιά από τις άλλες καταλαβαίνω και είναι του εαυτού μου η ρίζα του κόσμου μου οι αντηχήσεις σε όλες τις μορφές και τις καταγωγές τους γραπτά και προφορικά και τα ακούω με τα αυτιά και μέσα μου τα συλλαβίζω και τα τραγουδώ με συγκίνηση και με αγάπη. Αυτοί είναι τα αδέρφια μου και οι φίλοι μου που διαλέγουν να με συντροφεύουν. Που μέσα μου ξυπνούν ρυθμό ή γέλιο ή μουσική ή σκέψη που μέσα μου ξυπνούν τον θαυμασμό. Που μέσα από τη γλώσσα κάθε φορά στις γραμμές του βίου κατεβαίνει να με συναντήσει. Και μέσα από τη μουσική το νου μου να ξυπνήσει.

Θοδωρής Χιώτης

Το εγχείρημα της αναζήτησης και του εντοπισμού των λογοτεχνικών προγόνων είναι επίφοβο: κάθε ένας από αυτούς τους προγόνους είναι ένα διαφορετικό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό σύμπαν το οποίο αντανακλά και αναφέρεται, συχνά με απροσδόκητο τρόπο, στο έργο του εκάστοτε ποιητή. Κάθε ένας από αυτούς τους προγόνους δεν αποτελεί απλά μια διαφορετική οπτική γωνία στην αναγνωστική πορεία και εμπειρία του ποιητή αλλά και τη χαρτογράφηση ενός αστερισμού μοναδικών σημείων – με άλλα λόγια, ο αντίκτυπος των λογοτεχνικών προγόνων μπορεί να χαρτογραφηθεί και στην απόπειρα καταλογογράφησης και αρχειοθέτησης του χάους των ποιητικών σημείων. Η πιθανότητα σύνθεσης όλων αυτών των συνήθως ετερόκλητων προγόνων σε ένα σύστημα το οποίο θα διαλευκάνει την επίδρασή τους στο έργο του «απόγονου» ή των «απογόνων» μοιάζει προορισμένη να αποτύχει. Το γενεαλογικό σχήμα, όταν αυτό εφαρμόζεται στο καλλιτεχνικό έργο, προσομοιάζει σε μια χαρτογράφηση η οποία εντοπίζει τις «συναντήσεις» ανάμεσα σε πρόγονο και απόγονους και πώς αυτές οι συναντήσεις ανοίγουν νέες οδούς δημιουργίας και θέασης του έργου τέχνης. Η σχέση με τους προγόνους είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη εμπλοκή και διαπραγμάτευση με αυτούς. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσης με τους προγόνους είναι αυτό της πολλαπλότητας: έχουμε να κάνουμε με μια πορώδη σχέση η οποία χαρακτηρίζεται από διάκενα, τεκτονικά ρήγματα και αντιστάσεις. Μπορούμε να μιλήσει κανείς βιωματικά τους λόγους για τους οποίους γράφει αλλά στο ίδιο το έργο του αποτυπώνονται οι δυνάμεις οι οποίες ρέουν από το πρότερο στο μεταγενέστερο έργο.

Η σχέση επιρροής και πρακτικής, η σχέση δηλαδή ανάμεσα στο προγενέστερο ποιητικό έργο και στο μεταγενέστερο ποιητικό έργο, είναι πολυσύνθετη, πολυτροπική και πολυδύναμη. Η παράθεση της λίστας επιρροών συχνά αποκαλύπτει και τυφλά σημεία τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον ποιητή – η δική μου λίστα περιέχει συγγραφείς, καλλιτέχνες, έργα και γλώσσες που ανήκουν και εκτός λογοτεχνικού χώρου:

Γιώργος Σεφέρης / JG Ballard /Adrienne Rich / Samuel Delany / Michael Moorcock / Kodwo Eshun / Mary Anne “Mez” Breeze / Jeff Noon / David Leavitt / Ν.-Γ. Πεντζίκης / Sun Ra / Philip Ridley / Στέλιος Ξεφλούδας / Ανδρέας Εμπειρίκος / Μίλτος Σαχτούρης / Άρης Αλεξάνδρου / Djuna Barnes/ John Ashbery / Grant Morrison / Hope Mirrlees / Kathy Acker / Clarice Lispector / Κ. Καρυωτάκης / Geoff Ryman / Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης / Christopher Priest / Δημήτρης Χατζής / Γιάννης Βαρβέρης / Raymond Queneau / Ηλίας Λάγιος / Christian Bok / Georges Perec / Nick Montfort / Virginia Woolf / Xρήστος Βακαλόπουλος / Ε.Χ. Γονατάς / Ίταλο Καλβίνο / Steve Reich / Iain Sinclair / Stephanie Strickland / Susan Howe / Denise Riley / Mark Nowak / Μανόλης Αναγνωστάκης / Γιώργος Χειμωνάς / Lewis Carroll / Cindy Sherman / Οι γλώσσες προγραμματισμού perl & python

Δεν νομίζω ότι είναι φρόνιμο να μιλάμε για κοινούς προγόνους – είναι ασφαλέστερο να μιλάμε για συντεταγμένες εγγύτητας. Η προσωπική και συλλογική ποιητική γενεαλογία επιχειρεί με τον τρόπο του ντετέκτιβ να τοποθετήσει τον εκάστοτε ποιητή σε μια οικογένεια η οποία τον ακολουθεί, τον παρακολουθεί και τον καθορίζει. Με έναν τρόπο, το ερώτημα σχετικά με τη γενεαλογία είναι ένα ερώτημα το οποίο προσπαθεί να καθορίσει τον ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο ο ποιητής κινείται. Η γενεαλογία μπορεί να δίνει κάποια στοιχεία σχετικά με την πνευματική πορεία του ποιητή αλλά δεν δίνει τη λύση σχετικά με το τελικό έργο – συνήθως λειτουργεί σαν κύβος του Ρούμπικ, δίνοντας μια συνεχώς εναλλασσόμενη οπτική στο ίδιο το έργο.

=================

1Διαμφίδιος και δίδελφυς η ξενιτεία: όπως λέμε «ξένως έχω της ενθάδε λέξεως». Αυτή η τελευταία πρόταση λέει για μένα τη σχέση μου με τους προγόνους μου, ολόκληρη. Σημαίνει περίπου: «είμαι άπειρος με αυτόν τον τρόπο έκφρασης», δηλαδή δεν τον έχω ζήσει αλλά ζω γιαπάντα μέσω του, άπειρος άπειρος ων.

 

δες>>>Συζήτηση [φρμκ] μέρος Ι<<<<< Με ποια κριτήρια ορίζουμε σήμερα την ποιητικότητα ενός κειμένου; Ποια είναι η κυρίαρχη αντίληψη για την ποίηση στην Ελλάδα σήμερα, όπως αυτή διαμορφώνεται από κριτικούς, βραβεία, προβεβλημένους ποιητές; Γίνεται επαρκής διάλογος για την ποίηση; Συμφωνείτε πως η πλειονότητα των αναγνωστών αλλά και πολλοί κριτικοί και ποιητές μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένοι σε μια ιμπρεσιονιστική-νεορομαντική χρήση της γλώσσας και της εμπειρίας; Και αν ναι, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

About frmk poetry

Φάρμακο | Εξαμηνιαίο περιοδικό για την διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου Κυκλοφορεί! Στα βιβλιοπωλεία και σε επιλεγμένους χώρους τέχνης δύο φορες τον χρόνο.
%d