Σε αυτό το τρίτο κείμενο για τον αστερισμό ποίηση-προφορικότητα-απαγγελία θα ήθελα να προσεγγίσω δύο πλευρές που, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν συνδέονται μεταξύ τους. Η μία αφορά την απαγγελία της ποίησης. Προσπάθησα να δείξω με διάφορους τρόπους στα προηγούμενα κείμενα γιατί η σωματική-προφορική διάσταση της ποίησης είναι τόσο σημαντική και πώς η διάσταση αυτή έγινε, σε μένα τουλάχιστον, περισσότερο ξεκάθαρη αλλά και περισσότερο «διεκδικήσιμη» στα χρόνια της κρίσης, στην πόλη της Αθήνας. Θα ήθελα, πριν συνεχίσω, να διευκρινίσω ότι στην προβληματική αυτή συνδέω ζητήματα όχι κατ’ ανάγκη ταυτόσημα, ίσως όμως συναφή, όπως είναι η συμπερίληψη στοιχείων προφορικού λόγου στην ποιητική γραφή και στο ποιητικό κείμενο, αφενός, και η έμφαση στην προφορική εκφορά της ποίησης, στη ζωντανή απαγγελία της, αφετέρου.
Θα ξεκινήσω από το ζήτημα της απαγγελίας. Τι ακριβώς κάνουμε, άραγε, όταν απαγγέλλουμε ένα ποίημα; Το «διαβάζουμε φωναχτά»; Αποκωδικοποιούμε, δηλαδή, το κείμενο και δίνουμε εντολή στη φωνή μας να το βγάλει κιόλας προς τα έξω; «Διαβάζω φωναχτά» είναι ήδη contradictio in terminis, αφού «διαβάζω» σημαίνει στον σημερινό πολιτισμό κατεξοχήν μια σιωπηρή, εγκεφαλική διαδικασία. «Φωναχτά», πάλι, «διαβάζω φωναχτά», ακούγεται, αν ξεπεράσει κανείς τον πρώτο σκόπελο της εσωτερικής αντίφασης, σαν κάτι λίγο εκβιασμένο. «Φωναχτά» σημαίνει κάτι παραπάνω από απλώς «με τη φωνή». Είναι μια λέξη που συγγενεύει με κάτι πιο δυνατό, όπως, π.χ., με τη λέξη «κραυγαλέο». «Διαβάζω φωναχτά» είναι, λοιπόν, μια κάπως άτυχη έκφραση –συγκρίνετέ την, για παράδειγμα, με το αγγλικό by heart και σχεδόν θα περιττεύσει κάθε σχόλιο– που υποβάλλει την εξής εικόνα: Διαβάζω, δηλαδή είμαι σε κατάσταση ησυχίας, βύθισης, συγκέντρωσης, αλλά για κάποιο λόγο αναγκάζομαι να σχίσω αυτή την μάλλον πυκνή και αρμονική κατάσταση για να το κάνω «φωναχτά». «Απαγγέλλω», πάλι, είναι ένα ρήμα πολύ επίσημο, και άρα άβολο σαν κοστούμι και σαν παπούτσι λουστρίνι.
(…) Γιατί το ποίημα ζητά να κυριεύσει το μυαλό αλλά και το σώμα, και να μεταδοθεί, στη συνέχεια, μέσα από το σώμα (τη φωνή). Η φυσική κίνηση, λοιπόν, είναι, κατά τη δική μου αίσθηση, το πέρασμα του κειμένου μέσα από το σώμα του απαγγέλλοντος, και η έξοδός του, έχοντας φιλτραριστεί από το σώμα αυτό, μέσω της φωνής, προς το όποιο κοινό. «Απαγγέλλω» σημαίνει, λοιπόν, πάνω απ’ όλα: επιτρέπω στο ποίημα να με διασχίσει και να με θέσει στη δική του κίνηση και λειτουργία. Ίσως οι χορευτές και οι μουσικοί καταλαβαίνουν εδώ καλύτερα τι θέλω να πω.
Αν όμως είναι έτσι, ποια είναι τότε η διαφορά της τέχνης της απαγγελίας ενός ποιήματος από την υποκριτική τέχνη; Μήπως και εκεί δεν απαιτείται βαθιά οικειοποίηση του κειμένου; Μήπως κι εκεί δεν γίνεται ο ηθοποιός ένας αγωγός του κειμένου, του έργου, που «ζωντανεύει» μέσα από το σώμα και τη φωνή του; Τι διαφορετικό συμβαίνει με το ποίημα; Έχω τη γνώμη ότι στην περίπτωση του ποιήματος το ζήτημα δεν είναι να «ζωντανέψουμε», εμείς που το απαγγέλλουμε, κάποιο –συγκεκριμένο ή αφηρημένο– υποκείμενο. Δεν «δανείζουμε» τη φωνή μας ούτε γινόμαστε η φωνή κάποιου άλλου. Η απαγγελία –τουλάχιστον η απαγγελία που ενδιαφέρει εμένα– είναι μια κατάσταση εξ ορισμού διπλή: μας ενδιαφέρει να ειπωθεί το συγκεκριμένο ποίημα από τον συγκεκριμένο άνθρωπο. «Ρόλος», εδώ, δεν υπάρχει. Ούτε ο ποιητής υπάρχει: υπάρχει το ποίημα (του/της). Και υπάρχει ο τρόπος που το ποίημα «γίνεται», σε συγκεκριμένη στιγμή, «κάτι», μέσα από το σώμα και τη φωνή –όχι «κάποιου» ή «κάποιας» αλλά «του» ή «της». Νομίζω πως δεν μπορώ να το διατυπώσω πιο καθαρά. (…)