Ο Τρύφων Τολίδης γεννήθηκε το 1966 στην Κορυφή Κοζάνης, ενώ από τα παιδικά του χρόνια ζει στις ΗΠΑ. Το πρώτο βιβλίο του, An Almost Pure Empty Walking, προτάθηκε για το National Poetry Series Selection και εκδόθηκε από τον Penguin το 2006. Το 2009, με υποτροφία του Lannan Foundation, διέμεινε στην πόλη Μάρφα του Τέξας. Το δεύτερο βιβλίο του, Marfa, είναι υπό έκδοση. Η ποίησή του είναι μία μορφή σπονδυλωτής αυτοβιογραφίας, όπου το ελληνικό αγροτικό περιβάλλον συναντιέται με την αμερικανική αστική ζωή. Η φροντίδα για τα υλικά πράγματα του κόσμου, μια λεπτή πολιτική αιχμή, η μνήμη ως δυναμική και όχι ως νοσταλγία, ο τόπος και η μοναξιά είναι οι βασικές θεματικές της ποίησής του, που τη χαρακτηρίζει ένας υποδόριος μουσικός ρυθμός, μαζί ανάσα και στοχασμός. (…)Τα 100 αλουμινένια κουτιά είναι μία εγκατάσταση του Αμερικανού καλλιτέχνη Donald Judd (1928-1994), που στεγάζεται σε δύο πρώην αποθήκες του Πυροβολικού, λίγο έξω από την πολίχνη Μάρφα στο Δυτικό Τέξας των ΗΠΑ. Σε αυτό το έργο απευθύνεται με το μακροσκελές ποίημά του σε δέκα μέρη ο Τρύφων Τολίδης. Ο Τολίδης έχει επινοήσει μία γλωσσική κατασκευή, ένα άλλο έργο τέχνης με υλικό τη γλώσσα που μπορεί επίσης να συμπεριλάβει τα πάντα, δηλαδή την ποίηση. Το ποίημα επεξεργάζεται γλωσσικά τις άπειρες εναλλαγές των μορφών που δημιουργούν τα κατοπτρικά κουτιά του Τζαντ, και προβάλλει επάνω τους με μεγάλη εφευρετικότητα και ελευθερία τις σκέψεις, τις διαθέσεις και τις εικόνες που πηγάζουν από αυτά.(…)
Στις αποθήκες με τα αλουμινένια κουτιά του Donald Judd
1.
Τα κουτιά ακίνητα εξαφανίζονται πίσω από το τζάμι. Μαύρο αλουμινίου.
Αόρατα. Με οποιαδήποτε σύνταξη αυτής της φράσης. Φως. Αντανάκλαση
χόρτων που λικνίζονται στον άνεμο. Αγριόχορτα. Τα κουτιά
δεν σαλεύουν. Δεν είναι νεκρά. Όχι νεκροτομείο. Όχι το γυαλισμένο χειρουργικό
τραπέζι. Τσιμέντο και αλουμίνιο και χώρος και αυτό είναι όλο.
Μαύρο μπλε κοβαλτίου. Δεν σχετίζονται με τον ήλιο. Δεν είναι ίδια
το ένα με το άλλο. Ζουν εδώ σαν γραφεία. Εσείς κι εγώ
επισκεπτόμαστε τους επισκέπτες, που εξαφανίζονται μέσα στους εαυτούς τους. Το αλουμίνιο
είναι μία γεύση που δεν απέχει πολύ από τη φράουλα, ένα μούδιασμα
πριν από το αμάλγαμα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει πώς είναι να δαγκώνεις αλουμίνιο; Ακουμπώ
το μπράτσο μου στο τζάμι, το μέτωπό μου πάνω του, και κοιτάζω μέσα. Αλουμίνιο, γκρίζο
και συμπαγές. Τώρα είναι σχεδόν χιόνι
ή ουράνιο λευκό. Είναι υπερβολικά τέλεια ή αιχμηρά για να ανήκουν στους ουρανούς.
Είναι γυαλί και φως και εκείνο που είναι. Καθρέφτες του εαυτού τους.
Διαφανείς πάγκοι πωλήσεων, ράφια σε ντουλάπι για ένα μικρό πιάτο
με ξηρούς καρπούς ή κομμένα φρούτα. Ένα ποτήρι νερό θα πρόσθετε
κάτι σε αυτόν τον ωκεανό ή θα αφαιρούσε τις σκιές των δέντρων το αόρατο
εκείνου που γίνεται. Εκείνο είναι ό,τι είναι αυτά. Εκείνη η λάμψη.
Ξεσκούφωτο μπλε. Εκείνο το ασήμι. Σαν στεφάνι ορεινού φωτός ή θαλάσσιου.
Γαλήνιο αλύχτισμα του ανέμου είναι εκείνο. Απεραντότητα ενός πάγκου από τετράγωνα άμορφα
κενά προς τον ουρανό. Εκείνο είναι ό,τι είναι αυτά. Υπάρχει ένας μακρύς δρόμος.
Αυτό υπάρχει. Όχι ταξίδι. Εσείς υπάρχετε. Παντού υπάρχει εκείνο. Το ξερό χορτάρι
λικνίζεται. Ο άνεμος. Όχι ντυμένα ή αρωματισμένα φέρετρα. Αιχμηρότητα κατόπτρου.
Χρυσά. Κλειστά. Μη κλειστά. Ανοιχτά. Μη ανοιχτά. Τι είναι εκείνο, τώρα
μια ερώτηση. Είναι. Τι είναι. Μερικώς ανοιχτό. Μερικώς κλειστό. Μερικώς μερικό. Που.