Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου
(…) Χαραμίζεται η ζωή σε έναν θνητό; Ας δούμε κάποιες ποιητικές απαντήσεις σε αυτήν την κάπως θεμελιώδη ερώτηση περί οικονομίας.
Πρώτο παράδειγμα: επιγραφή από μία ταφική πλάκα των Κλασικών Χρόνων (αποδίδεται στον ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο που έζησε τον 5ο αι. π.Χ.), που λέει:
Χαίρει τις, Θεόδωρος ἐπεὶ θάνον·
ἄλλος ἐπ’ αὐτῷ χαιρήσει.
θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα.
(Χαίρεται κάποιος που εγώ, ο Θεόδωρος, πέθανα·
μα άλλος θα χαρεί για τον δικό του .
Στον θάνατο όλοι τον εαυτό μας χρωστάμε.)
(…) Γιατί είναι πλούσιος ο Θάνατος; Πρόκειται για συνθήκη συσσώρευσης. Από την αρχή του χρόνου δεν έχει ποτέ του συγχωρέσει ένα χρέος ούτε δώσει μία χάρη. Ακόμα πιο εγγυημένα από τον Ιούδα, ο Θάνατος κρατά τον κορβανά. Έτσι τώρα που ο Θάνατος έχει τον Θεόδωρο στο σακούλι του μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι δοσοληψίες μεταξύ τους έχουν λάβει τέλος. Αυτό όμως θα ήταν λάθος. Αυτός ο άνθρωπος ο Θεόδωρος, που κείτεται πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια στον τάφο, δεν έχει ξοφλήσει περισσότερο από εμένα ή από εσάς. Εγώ κι εσείς μπορούμε ξεκάθαρα να αντιληφθούμε ένα ίχνος του Θεόδωρου να πλανιέται εδώ μέσα στο δωμάτιο σαν άρωμα. Το χρέος του μπορεί να πληρώθηκε, αλλά το επιτόκιό του ακόμα ανεβαίνει. Το ποίημα που συντηρεί αυτό το επιτόκιο το κάνει με μια ανατρεπτική πράξη οικονομίας. Δηλαδή με το να διαχειρίζεται με λιτότητα τα δικά του μέσα –τα μέσα του ρυθμού, της λεκτικής έκφρασης, του συντακτικού, της εικονοποιίας και του υπαινιγμού– το ποίημα εκκρίνει ένα υπόλοιπο, το ποίημα γεννά ένα κέρδος, το ποίημα αποδίδει υπεραξία: ανασύροντας τον Θεόδωρο πέραν της λήξης του χρέους του μέσα σε έναν ατελεύτητο χωροχρόνο στην άλλη πλευρά της αποζημίωσης. Χαρίζοντας στον Θεόδωρο ένα δώρο που για μία φορά δεν είναι χρέος. Καταλύοντας το αξίωμα της ανταλλαγής που λέει πως δεν υπάρχει χάρη στην οικονομία.