Συζήτηση ΦΡΜΚ VI: Περί κοινότητας

Πώς αντιλαμβανόμαστε την ιδέα μιας κοινότητας μέσω της ποίησης; Πώς νοηματοδοτείται, τι σημαίνει και πώς πραγματοποιείται ο διάλογος; Ποιος μιλάει; Ποιος ακούει;
(σύντομα αποσπάσματα από τις απαντήσεις στη συζήτηση. Ολόκληρη την συζήτηση μπορείτε να διαβάσετε στο έντυπο περιοδικό. Αναζητείστε προηγούμενες συζητήσεις μας on line)

Γιάννα Μπούκοβα
(…)Σ’ ένα αρκετά γνωστό του ποίημα –αριθμ. 50– ο Κάτουλλος περιγράφει μια βραδιά στο σπίτι του ποιητή και φίλου του Λικίνιου, όπου οι δυο τους πέρασαν τέλεια πίνοντας κρασί, γελώντας και παίζοντας με ποιήματα, δοκιμάζοντας διάφορους ρυθμούς και διάφορα θέματα, γράφοντας και σβήνοντας πάνω στις αλειμμένες με κερί δέλτους τους. Η βραδιά ήταν τόσο όμορφη, που –όπως ομολογεί ο Κάτουλλος– όταν γύρισε σπίτι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί από τον ενθουσιασμό, οπότε συνέχισε το παιχνίδι γράφοντας το συγκεκριμένο ποίημα που απευθύνεται στον φίλο του. Δεν ξέρω αν είναι η πρώτη περιγραφή, αλλά σίγουρα είναι μια από τις παλαιότερες αυτού του πράγματος που έχει οριστικό ρόλο στη συσσωμάτωση μιας ομάδας ποιητών: η χαρά. Η γνήσια, μη χρηστική (και γι’ αυτό τόσο συχνά παραλειπόμενη από τις μελέτες της λογοτεχνίας) χαρά της επικοινωνίας, της συνεννόησης, του παιχνιδιού, της μοιρασμένης αναζήτησης. Η χαρά του αμοιβαίου.(…)

Κατερίνα Ηλιοπούλου
(…)Η χειραφέτηση και η συγκρότηση καλλιτεχνικών πυρήνων με ισχυρό αισθητικό πρόταγμα, ισχυρά κριτήρια και άρθρωση θεωρητικού λόγου είναι μια πολιτική απόφαση. Πιστεύω πως είναι αναγκαίο για τον καλλιτέχνη να αναζητήσει ή και να επινοήσει ακόμα, αν αυτή δεν υπάρχει, μία κοινότητα μέσα στην οποία θα μπορεί να διαμορφώσει την πολιτική, ηθική και ψυχολογική του θέση. Μια κοινότητα διαλόγου, επιχειρημάτων, μέσα στην οποία η πράξη του έχει νόημα. Αυτού του τύπου η κοινότητα δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου αυτό που κάνει γίνεται αποδεκτό αλλά και αμφισβητείται, και επιπλέον παράγει ιδέες οι οποίες πιθανόν γίνονται αιτίες για νέα έργα που δεν θα είχαν διαφορετικά δει το φως. Η κοινότητα στην οποία αναφέρομαι δεν είναι ομάδα, συγκρότηση δηλαδή όπου όλα τα μέλη υπακούουν σε έναν κοινό κώδικα, είναι όμως ένα είδος συλλογικότητας που αρθρώνει με την ίδια του την ύπαρξη έναν κατ’ εξοχήν πολιτικό λόγο. Η ίδια η ανάγκη συγκρότησης μιας τέτοιας κοινότητας διαλόγου επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι τα έργα και οι σκέψεις που τα γεννούν δεν είναι ποτέ προϊόν ατόμων απομονωμένων, αλλά μάλλον αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων και διεργασιών, και κυκλοφορίας πολλών και συχνά αντικρουόμενων αντιλήψεων. (…)

Παναγιώτης Ιωαννίδης

(…)Όπως κάθε τέχνη (σε αντίθεση με την απλή αυτο-έκφραση), η ποίηση ενέχει πρόθεση επικοινωνίας· από αυτήν, ένα βήμα απέχει η δημιουργία κοινότητας –ή, ακριβέστερα, κοινοτήτων– και η έναρξη διαλόγου/ων: πραγματικών ή φανταστικών. Η γραφή αυτομάτως τοποθετεί κάθε ποιήτρια σε σχέση συμμετοχής σε, ή απόστασης από μια κοινότητα που απαρτίζεται τόσο από όσους προηγήθηκαν, όσο και από τους σύγχρονους ομοτέχνους της. Άρα, κάθε ποιήτρια βρίσκεται αυτομάτως «σε διάλογο» τόσο με την παράδοση όσο και με τη συγχρονία της. Ο διάλογος αυτός μπορεί να είναι νοερός και στις δύο περιπτώσεις (π.χ., επιρροές μέσω της μελέτης του έργου άλλων), είτε –στη δεύτερη, μόνον– και πραγματικός (π.χ., μέσω της ανταλλαγής σχολίων και απόψεων για αδημοσίευτη ή δημοσιευμένη εργασία). Έχω την εντύπωση πως ο πραγματικός διάλογος (και όχι η απλή ανταλλαγή ιδιωτικών ή δημοσίων αβροτήτων, φιλοφρονήσεων ή και κολακειών) σπανίζει σήμερα στη χώρα μας – και αυτό είναι αναμενόμενο να επηρεάζει αρνητικά τόσο την ποιότητα των ποιημάτων που βλέπουν το φως, όσο και το γενικότερο ήθος στα περί τέχνης πράγματα. Εκτός, όμως, από την «κοινότητα» (σε εισαγωγικά, γιατί το μόνο που τη συνέχει είναι η άσκηση της ίδιας τέχνης) ομοτέχνων –παρελθόντων και συγχρόνων–, η δημοσιοποίηση της γραφής μπορεί να εγκαταστήσει και μια «κοινότητα» αναγνωστ(ρι)ών. Η κοινότητα αυτή μπορεί να είναι αόρατη, αλλά επίσης να καθίσταται ενίοτε ορατή, π.χ. σε δημόσιες αναγνώσεις. (…)

Ορφέας Απέργης
(…)Αυτή η «εν λόγω αναγνώριση του ανθρώπου από άνθρωπο» είναι το θεμέλιο της όποιας ποίησής μας –με τη γενική έννοια: όλων όσων εμείς ποιούμε και φτιάχνουμε. Μιλάω σημαίνει εξάλλου ομιλάω, δηλαδή κάνω όμιλο, συνυπάρχω και συγχρωτίζομαι με άλλους. Όταν μιλάω, αναγνωρίζω τον άλλο ως υπαρκτό: του μιλάω και μου μιλάει και αλληλο-αναγνωριζόμαστε. Ή όπως λέει κι ο αγαπημένος μου Εμπειρίκος (που παιχνιδιάρικα τον αποκαλώ «Σέξτο Εμπειρικό»): «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου». Μπορεί εκείνος να το εννοεί λιγότερο βαθιά και πιο, πώς να πω, σκαμπρόζικα, όμως νομίζω πως, έτσι ακριβώς (ακρυβώς!) το εννοεί και εκείνος: όταν σου μιλάω και με ακούς, είναι σαν να μου δίνεις το χέρι σου, σαν την Ευρύκλεια, τη γριά παραμάνα, που αναγνωρίζει τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι του, και το πρώτο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να φωνάξει, να μιλήσει, κι εκείνος της φράζει το στόμα, αλλά η διά του λόγου αναγνώριση έγινε. Ο Οδυσσέας μπορεί να μη μίλησε αλλά έδωσε τροφή στον λόγο της και μαζί στον δικό μας, γιατί η ουλή του δεν είναι απλώς ένα σχήμα πάνω στο δέρμα του, είναι μια ιστορία με λόγια δικά της. Δηλαδή ο Οδυσσέας, παρότι σιωπηλός, μιλάει στην Ευρύκλεια, της μιλάει η ουλή του που έχει (και λέει) την ιστορία της. Όλες μας οι πράξεις, επομένως, είναι διά του λόγου. Το ξαναλέω: όλες μας οι πράξεις είναι διά του λόγου, άρα όλες μας οι πράξεις είναι κοινωνικές, αφού λόγος εκτός κοινωνίας δεν βρίσκεται και δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί. Κάθε κοινότητα ανθρώπων μικρογραφεί την κοινωνία όλων των ανθρώπων μαζί, και όλων μαζί σημαίνει ζωντανών και πεθαμένων και μελλούμενων. Κάθε κοινότητα, ας πούμε ποιητική, όπου δηλαδή ποιεί αυτό που επιθυμεί και έχει ανάγκη, κάθε τέτοια κοινότητα είναι εξ αρχής και κατ’ αρχήν κοινότητα ύπαρξης, κοινόν υπάρξεως, συν-ύπαρξη – δηλαδή, όπως με κόπο φτάσαμε να πούμε, κοινότητα διά λόγου, κοινότητα διαλόγου. (…)

Βασίλης Αμανατίδης

Ειδικά μέσα σε αυτό το πολυπλόκαμο κοινωνικοπολιτικό τέρας των καιρών (καιρών ιδιαζόντως συναρπαχτικών), εξακολουθώ να αρνούμαι να διαχωρίσω την ποίηση από τις υπόλοιπες τέχνες. Ευχής έργον ωστόσο: η έως τώρα πολλαπλή απομόνωσή της να συνεχίσει να αναιρείται, και οι ποιητές να συνδέονται ολοένα και περισσότερο με το δικό τους ενδοδίκτυο, αλλά και με το δίκτυο των υπολοίπων τεχνών, μέσα στην Ελλάδα αλλά (ίσως ακόμη κυριότερα) με το αποκαλούμενο εξωτερικό. Το μέλλον (και) της ποίησης βασίζεται στη συνεργασία των εαυτών μας. Ο σημερινός φοβικός χυλός που ταϊζόμαστε δεν αποβάλλεται με παλαιές «καθαρότητες» και «στιβαρότητες», αλλά –μεταξύ άλλων– με πολλή εργασία και επίμονη στόχευση, με αποδοχή της πολυπλοκότητας και του μεικτού τροπισμού, με εφευρετικό πειραματισμό και, κυρίως, επαναπροσδιορισμό της έννοιας του υβριδίου. Κατά τα άλλα, νά ένα δίκτυο εν μέρει ασύνδετων μεταξύ τους σκέψεών μου, που κάπως περικυκλώνουν ό,τι για το θέμα αυτό έχω και δεν έχω να πω (συχνά ίσως μιλάμε εναργέστερα μέσω όσων αποφεύγουμε να θίξουμε): 1. Μπορεί και να είμαστε ουσιαστικότεροι σήμερα μέσα στην άρνηση-αδυναμία μας να αναγνωρίσουμε νέους συνεκτικούς ιστούς, ειδικά όταν αυτοί αναζητούνται –όπως π.χ. γινόταν έως τώρα– στο πεδίο των (και ζωντανών) μύθων. Οι μύθοι είναι/γίνονται, σχεδόν ερήμην τους, άγρια αδηφάγες ποιότητες. Μάλλον θα ξαναχρειαστούμε νέους σε μερικές δεκαετίες. Τότε θα τους δούμε μπροστά μας (ενώ τα πρόσωπά τους υπάρχουν ήδη). Δεν δημιουργούνται οι συνεκτικοί ιστοί πρώτοι. Οι κοινωνίες τούς δίνουν εξουσιοδότηση δυνάμεως. Αλλά προτείνω να αναζητάμε πια εγνωσμένα την ενωτική πραγματικότητα, και έπειτα το παραμύθι μας – όχι τους ενωτικούς μύθους μας. Αλλιώς –εάν επανέλθουμε σε παρελθόντες τρόπους μυθοποίησης– φοβούμαι πως έπονται ξανά και πάλι συναινετικές και ασύνετες αγριότητες. 2. Όταν κάτι τελειώνει, έχει ήδη αρχίσει κάτι άλλο, μόνο που συνήθως αυτό δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Ατομικά σπλάχνα, κοινωνία, τέχνη, πολιτική δεν γλιτώνουν από το απόλυτο του αφορισμού αυτού. Τώρα τι τελειώνει και τι αρχίζει, και πόσο και πώς, αλλά και τι κάνουμε γι’ αυτό εγώ κι εσύ, άλλο ζήτημα. (…)

About isidorou

everyday life, daydreaming, critique,fragments and theories, impossibilities, practices,false strategies, city slang
%d bloggers like this: