από τον Κωνσταντίνο Ματσούκα
Μου είπες: «…»
Απάντησα: «…»
Μετά πέθανες.
Και μετά, πρόσθεσες: «…»
Νεκροί και ζωντανοί (εραστές) συνομιλούν, ο θάνατος ένα όριο διαπερατό από την ερωτική επιθυμία. Όμως ο έρωτας ισούται με συγχώνευση – είναι η τιμωρία για την αδυναμία μας να είμαστε μόνοι. Ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, η μονάδα αντιμέτωπη με την ανυπαρξία της. Καμία φύση δεν συμπάσχει μαζί της, καμία πρόνοια δεν τη συνδράμει. Θα συγκατατεθεί, άραγε, ποτέ στο να γεννηθεί;
Ποιήματα όπου η γλώσσα συντάσσεται εργαλειακά και περιγραφικά. Οι μικρές αφηγηματικές παραστάσεις της Κολαΐτη έχουν μια δουλειά να κάνουν, την ίδια που κάνει ένα οδόσημο. Σε οδηγούν στο σημείο όπου ένα τοπίο διανοίγεται, και δείχνουν με το χέρι μια κατεύθυνση. Εκεί, έχοντας ολοκληρώσει το έργο του, το ποίημα στέκει γνέφοντας: «Περάστε».
Ποιήματα, επίσης, ανέκφραστα σαν χαρτοπαίκτες ή, αλλιώς, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Διατυπώνουν με την ακρίβεια πραγματείας, με την οικονομία θεωρήματος, το ίδιο εκείνο παράδοξο του Ζήνωνος. Την αδυνατότητα άφιξης διά της εις άπειρον παλινδρόμησης. Ενίοτε και την αδυνατότητα εκκίνησης.
Ο λιθόπαις, ή «πέτρινο μωρό», μαθαίνουμε, είναι το νεκρό έμβρυο εξωμήτριας κύησης που, υπερβολικά μεγάλο για να απορροφηθεί από τον οργανισμό της μητέρας, απολιθώνεται, προστατεύοντας έτσι τη μητέρα από το ενδεχόμενο λοίμωξης. Είναι σύνηθες η ύπαρξή του να παραμένει αδιάγνωστη για δεκαετίες και να εντοπίζεται κατά τύχη από ακτινογραφίες που έγιναν για κάποιον άλλον σκοπό.
Ο τίτλος, μια δονούμενη, πολύσημη και γόνιμη μεταφορά για την αδιάγνωστη ύπαρξη («Μολυβένιο στρατιωτάκι : Βιογραφικό σημείωμα»), τη συγχώνευση δύο όντων («Περσεφόνη και Δήμητρα»), τον αθρήνητο εσωτερικό νεκρό («Η μαύρη τρύπα»), τη διύλιση της μεταμέλειας («Και έκτοτε ζω μ’ αυτό»).
Μέσα στον περίκλειστο κόσμο αυτού που στο βιβλίο ονομάζεται αγάπη (πάντα, ήδη, μια σχέση ομηρίας) εντέλλεται η προσάρτηση και η σύνθλιψη, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, του αγαπώμενου. Από την άλλη, η μόνη, και εμβληματική, ελευθερία της αγάπης έγκειται στην ικανότητά της να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
Αυτές οι δύο μορφές ακραίας συνενοχής υψώνουν τον πήχη της ερωτικής σχέσης σε δυσθεώρητα ύψη, προτείνοντάς την ως τον ορίζοντα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας: Ή όλα ή τίποτα. Διακύβευμα που το περιβάλλει η ακραία σκληρότητα του κόσμου.
Από την άλλη, ο τόνος των στίχων, η σχεδόν παιδική τους ευθύτητα και αμοραλισμός, όπως και τα στοιχεία σπλάτερ που εκφέρονται με τρόπο εξίσου τηλεγραφικό, προσδίδουν στο σύνολο μιαν άλλη, αναζωογονητική διάσταση. Εκείνην της διασκεδασμένης απόστασης, της λίγο σαρδόνιας υπόκλισης απέναντι σε υλικό βαρύ αλλά καλά χωνεμένο.
Τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, λοιπόν, αλλά το φρύδι σηκωμένο. Διότι εδώ πρόκειται για συγκαλυμμένη ανάκριση. Του αναγνώστη.