από την Μαίρη Κλιγκάτση
Στον μεταφορικό χώρο, όπου η ποίηση επιβεβαιώνεται και υλοποιείται, οι μεταβάσεις από το εξωτερικό στο εσωτερικό τοπίο είναι –μεταξύ άλλων– ζήτημα βλέμματος, εστίασης, κάδρου και φωτισμού. Το μέσα και το έξω, αυτή «η διαλεκτική επιμερισμού», όπως την αναφέρει και ο Gaston Bachlelard, παρά την αποπροσανατολιστική αντιθετική εκφορά της, δεν είναι μόνο άσπρο ή μαύρο αλλά άθροισμα πιθανοτήτων, σύνολο ενδεχόμενων λύσεων που απαντούν σε ένα συγκεκριμένο ερώτημα: πώς επηρεάζει το ποιητικό υποκείμενο η σχέση που διαμορφώνει με τον τόπο που κατοικεί ή κινείται; Το ερώτημα αυτό καλούμαστε να απαντήσουμε, διαβάζοντας το δεύτερο βιβλίο ποίησης του Δημήτρη Πέτρου, Χωματουργικά. Από το μέσα, λοιπόν, στο έξω, από το εδώ στο εκεί, από τον τόπο που ζούμε στους τόπους που κατοικούν στη μνήμη μας.
Είκοσι πέντε ποιήματα απολύτως αυτόνομα αλλά και υπογείως συνθετικά δομούν τα Χωματουργικά, το βιβλίο με αυτόν τον υποδηλωτικό τίτλο, όπου μεταξύ άλλων παραπέμπει και στα εξής: κατεδαφίσεις, εκσκαφές θεμελίων, ασφαλτοστρώσεις, αντιστηρίξεις, αρδευτικά έργα, διανοίξεις δρόμων, καθαρισμούς οικοπέδων, επιχώσεις, εκβραχισμούς. Εργασίες, συνεπώς, που επιτελούνται με τα χέρια, γύρω και εξαιτίας του χώματος. Αλλά το χώμα είναι ύλη και όχι ιδέα, δηλαδή σώμα. Γίνεται, σχηματίζεται συνεχώς από τη φθαρτή ύλη. Τίποτα δεν μπορεί να κάνει την αλυσίδα αυτή να σπάσει. Ο τίτλος –αυτό το δάχτυλο του ποιητή που δείχνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όχι προς κάτι αόριστο και αφηρημένο που αυτοαναλώνεται και αυτοαναφλέγεται στο επίπεδο των αφηρημένων ιδεών– εμφιλοχωρεί ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και τη γη πάνω στην οποία κινείται και αισθάνεται.
Τα Χωματουργικά είναι ένα βιβλίο συνάφειας, συγγένειας, σχέσης με την πατρογονική γη και τη μακεδονική περιφέρεια. Ως καταγωγικό βιβλίο, έρχεται να συμπληρώσει τη μυθολογία της Α´ Παθολογικής (πρώτου βιβλίου του Πέτρου), αυτήν τη φορά υπό ένα διαφορετικής υφής και χροιάς ποιητικό βλέμμα: «Υπάρχει αυτό που λέμε: εκλεκτικός / μηχανισμός. Και μια πόλη επαρχιακή, / να μπαίνεις απόγευμα / με τα φώτα ξεχασμένα στη μεγάλη / σκάλα». Αυτός ο εκλεκτικός μηχανισμός που λειτουργεί άλλοτε ως πλέγμα προστασίας, ως σημείο εκκίνησης ή ακόμα και ως έξοδος κινδύνου διατρέχει ολόκληρο το βιβλίου του Πέτρου. Τα ποιήματα παρακινούν και υποκινούν τον αναγνώστη να διασχίσει το δίκτυο τόπων που στερεώνει την ανατομία του γραπτού τους σώματος: (ενδεικτικά μόνο) Άρτα, Ηγουμενίτσα, Πρέβεζα, Πτολεμαΐδα, η γη της Μακεδονίας, Σκύδρα, Βέροια, φυσικά η Δράμα˙ οδοί και δρομολόγια που ακολουθούνται καθώς οι ανθρώπινες φιγούρες πεζοπορούν, ταξιδεύουν, αναζητούν, πεθαίνουν και θάβονται. Ο Πέτρου στη δεύτερή του προσπάθεια εστιάζει σε μια αστική αλλά και περιαστική ζώνη ύψιστης σημασίας για τη συγκρότηση και τη συνέχειά του: δραπετεύει και καταφεύγει, επιστρέφει και αναχωρεί στα μητρώα και πατρώα κατώφλια του.
Το ποιητικό υποκείμενο αυτοπαρουσιάζεται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «C.V.», ενισχύοντας την πεποίθησή μας πως αυτό που πρωτίστως διερευνά στη διαδρομή των Χωματουργικών είναι η σχεσιακή προοπτική του ποιητικού υποκειμένου με τον τόπο και όσα μέσω αυτού βιώνει, σκέφτεται ή συναισθάνεται: «Δημήτριος Μακεδών του Φιλίππου. / Κάποιοι μου μίλησαν για φαγιάνς, / φαγιούμ κι άλλα φαγάδικα προ ύπνου. / Θα εκστρατεύσω πάλι. / Παρέα μ’ έναν λύκο. / Δημήτριος Μακεδών του Δράμαλη ˗ / Κι έχω ριζώσει στα νερά». Το σύντομο τούτο βιογραφικό σημείωμα, που το διαβάζουμε συνδυαστικά και συγκριτικά με το πρώτο ποίημα της συλλογής «Επαρχιακά» λιγότερο, στοχεύει στη σύσταση του ποιητή (γι’ αυτό και τοποθετείται στην τελευταία σελίδα του βιβλίου) και περισσότερο στο να αναδείξει την κυριαρχία των τόπων στη συγκρότηση του ποιητικού του βλέμματος.
Ο Πέτρου μετατοπίζεται από τον έσω στον έξω χώρο και από τους τόπους της εμπειρίας στους τόπους της παρατήρησης, όχι μόνο με την επιλογή του περιεχομένου των ποιημάτων του αλλά και με τη θερμοκρασία της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Το ποιητικό του ιδίωμα άλλοτε εκφέρεται με το σκοτεινό φως της ποιητικής ευαισθησίας και άλλοτε με ειρωνική, πεζολογική και βραδυφλεγή γλώσσα που αντίστοιχή της μπορούμε να εντοπίσουμε και στον επίσης Δραμινό Νάσο Βαγενά:
«Το τελευταίο τσιγάρο στο κρεβάτι / δείχνει πόσο μακριά / έχω φτάσει. / Ένας ταριχευμένος αλιγάτορας / στον κόλπο της Βεγγάζης. / Οι πιθανότητες πλημμύρας στα νότια / περιγράφουν άριστα το μέλλον μου. / Ένα βουνό με άγνωστο όνομα / υψώνεται μπροστά. / Με δέντρα, πέτρες ˗ / με τα όλα του. / Αυτήν την ώρα κάπου στην Ανατολή / στήνουν πάγκους με υφαντά. / Κοκκινίζει γλυκά η Θάλασσα των Σαργασσών. / Κι εγώ κοιτώ τη Βέροια / πίσω από το τζάμι».
Η γλώσσα που επιλέγει ο Πέτρου ομονοεί με τη δομή: άλλοτε «αγγίζει» εξ επαφής και άλλοτε διατηρεί την απόσταση που απαιτείται για να περιγράψει το παρατηρούμενο. Το ενδιαφέρον είναι πως το παρατηρούμενο δεν είναι πάντοτε οι τόποι που επισκέφτηκε, φαντάστηκε ή οι τόποι με τους οποίους συνδέθηκε, αλλά η διαδικασία μάγευσης και απομάγευσης που συχνά συντελείται εντός αυτών˙ αυτή η σκληρή συνειδητοποίηση που προκύπτει όταν αντιλαμβανόμαστε τη χοϊκή μας προέλευση, αυτήν την αλυσίδα που μας συνδέει με τον χώρο και τον τόπο, με τη μοίρα τελικά τού να κινείσαι και να ζεις. Στον στίχο «Η ισοπεδωτική επέλαση της φύσης», αποτυπώνει ποιητικά μια φύση κυρίαρχη στη ζωή των ανθρώπων. Το περιαστικό δίκτυο τόπων στα Χωματουργικά του Πέτρου μυθολογεί και μυθοποιεί, είναι ένα κάτοπτρο από το οποίο διαθλάται η ποιητική οντολογία του ποιητή. Συγκροτείται συνεπώς μια περιφερειακή και περιαστική ανθρωπολογία, που οι πρωταγωνιστές (το ποιητικό υποκείμενο ή τα πρόσωπα που υπονοούνται και περιγράφονται στο βιβλίο) απορροφούν όλη την ενέργεια της αδηφάγου και κυρίαρχης φύσης. Στο ποίημα «Ανθρωπολογία» το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται άλλοτε σε θέση παρατήρησης και άλλοτε σε ενύπνια κατάσταση ή μέθη:
«Κοιτάζοντας για νύχτες τον έναστρο ουρανό / έψαχνα τα μεγάλα μυστικά, / εκείνα που πίεζαν τους πρωτόγονους / να σκαλίζουν ιστορίες. / Τη μέρα βαθύς ύπνος. / Όνειρα με βίσωνες και αρπακτικά. / Άλλοτε πάλι / έψαχνα να μυρίσω τη βροχή / σε μια κορυφή της Τζένα. / Την υγρή βελόνα της ομίχλης / σ’ έναν παραπόταμο του Νέστου. / Το λασπερό βάδισμα στον σιωπηλό Στρυμόνα. / Το τραγούδι στα βάθη της Ζαγκραντένιας. / Έτσι κύλησε ο καιρός. / Ποτέ δεν ανακάλυψα κάτι χειροπιαστό. / Ένα ποτήρι ή ένα χτενάκι από ξύλο. / Μόνο κάποιες φορές / με το φεγγάρι στα ρηχά / έπιανα τις μακρινές κραυγές / ενός μετέωρου πλήθους».
Τα Χωματουργικά είναι ένα βιβλίο μεγάλων και μικρών ψηφιδωτών εικόνων: αναμνήσεις, θρύλοι και μύθοι, καθημερινότητα, διαψεύσεις και παρακινήσεις. Την ίδια στιγμή που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ανεξερεύνητο ονειρικό βάθος, την ίδια στιγμή ψηλαφούμε ένα άθραυστο και ισχυρό δίχτυ βιωμένων τόπων και εμπειριών, που περικυκλώνουν το ποιητικό υποκείμενο. Ο Πέτρου δείχνει να ξέρει πως το «δίχτυ θα κρατήσει όσο αντέξει». Γι’ αυτό και συνεχίζει να γράφει ποιήματα.