Δικό μου το φταίξιμο
ή
Η ώρα της σταρ
ή
Ας την να τα βγάλει πέρα
ή
Το δικαίωμα στην κραυγή
ή
.Ως προς το μέλλον.
ή
Τραγουδώντας μπλουζ
ή
Αυτή δεν ξέρει να κραυγάζει
ή
Αίσθηση απώλειας
ή
Σφύριγμα στο σκοτεινό άνεμο
ή
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα
ή
Καταγραφή προηγηθέντων γεγονότων
ή
Δακρύβρεχτο μελόδραμα
ή
Βγαίνοντας διακριτικά από την πίσω πόρτα
ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
(στην πραγματικότητα Κλαρίσε Λισπέκτορ)
Λοιπόν τούτο εδώ το αφιερώνω στον γέρο Σούμαν και τη γλυκιά του Κλάρα που σήμερα είναι κόκκαλα, αλλοίμονο σε μας. Αφιερώνομαι στο χρώμα το φλογάτο και άλικο όπως το αίμα μου του άντρα στο άνθος της ηλικίας του και επομένως αφιερώνομαι στο αίμα μου. Αφιερώνομαι πάνω απ’ όλα στα στοιχειά, τους νάνους, τις συλφίδες και τις νύμφες που μου κατοικούνε τη ζωή. Αφιερώνομαι στη νοσταλγία της παλιάς μου φτώχειας, όταν το κάθε τι ήταν πιο λιτό και καθωσπρέπει και δεν είχα ακόμη φάει ποτέ μου αστακό. Αφιερώνομαι στην θύελλα του Μπετόβεν. Στη δόνηση των ουδέτερων χρωμάτων του Μπαχ. Στο Σοπέν που μου απαλύνει τα κόκαλα. Στο Στραβίνσκι που με τρόμαξε και που μαζί του πέταξα μες τη φωτιά. Στο ‘Θάνατος και Εξαΰλωση’, όπου ο Ρίχαρντ Στράους μου αποκαλύπτει ένα πεπρωμένο. Πάνω απ’ όλα αφιερώνομαι στις παραμονές του σήμερα και στο σήμερα, στο διάφανο πέπλο του Ντεμπυσσί, στον Μάρλος Νόμπρε, τον Προκόπιεφ, τον Καρλ Ορφ, τον Σέμπεργκ, στους δωδεκαφθογγικούς, στις στριγκές κραυγές των ηλεκτρονικών- σε όλους αυτούς που άγγιξαν μέσα μου περιοχές τρομακτικά απρόσμενες, όλους αυτούς τους προφήτες του παρόντος που μου προφήτεψαν τον ίδιο μου τον εαυτό σε σημείο να εκρήγνυμαι αμέσως τώρα σε: εγώ.
Ένα εγώ που είναι εσείς γιατί δεν είμαι μόνο ο εαυτός μου, χρειάζομαι τους άλλους για να στέκομαι στα πόδια μου, τόσο ανόητος είμαι, ο λοξός εγώ, τελικά τι μπορεί κανείς να κάνει αν όχι να στοχάζεται ώστε να πέσει σε αυτό το πλήρες κενό που μόνο με το στοχασμό μπορείς να φτάσεις. Ο στοχασμός δεν έχει ανάγκη αποτελέσματα: ο στοχασμός μπορεί να έχει ως στόχο τον εαυτό του και μόνο. Εγώ στοχάζομαι δίχως λέξεις και πάνω στο τίποτα. Αυτό που μου κάνει τη ζωή δύσκολη είναι το να γράφω.
Και- και να μην ξεχνάμε πως η δομή του ατόμου δεν είναι ορατή αλλά γνωρίζουμε την ύπαρξή της. Ξέρω πολλά που δεν τα έχω δει. Και εσείς το ίδιο. Δεν γίνεται να δοθούν αποδεικτικά ύπαρξης γι’ αυτό που είναι πιο αληθινό, το ζήτημα είναι να πιστεύεις- να πιστεύεις κλαίγοντας. Αυτή η ιστορία διαδραματίζεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημόσιας συμφοράς. Πρόκειται για βιβλίο ατελείωτο γιατί του λείπει απάντηση. Απάντηση που κάποιος στον κόσμο ας μου δώσει. Εσείς; Είναι μια ιστορία σε τεχνικολόρ ώστε να έχει μια κάποια χλιδή που, για το θεό, την έχω κι εγώ ανάγκη. Αμήν.
Όλα στον κόσμο ξεκίνησαν από ένα ναι. Ένα κύτταρο είπε ναι σε άλλο κύτταρο και γεννήθηκε η ζωή. Όμως πριν την προϊστορία υπήρχε η προϊστορία της προϊστορίας και υπήρχε το ποτέ και υπήρχε το ναι. Πάντα υπήρχε. Δεν ξέρω τι, μα ξέρω πως το σύμπαν ποτέ δεν ξεκίνησε.
Να μη γελιόμαστε, φτάνω στην απλότητα μόνο με πολύ δουλειά.
Όσο θα έχω ερωτήσεις και δεν θα υπάρχουν απαντήσεις θα συνεχίσω να γράφω. Πώς να αρχίσεις από την αρχή, αν τα πράγματα συμβαίνουν πριν συμβούν; Αν πριν την προ-προϊστορία υπήρχαν ήδη τα θηρία της Αποκάλυψης; Αν τούτη η ιστορία δεν υπάρχει, θα αρχίσει να υπάρχει. To να σκέφτεσαι είναι πράξη. Το να αισθάνεσαι είναι γεγονός. Τα δυο μαζί- είμαι εγώ αυτός που γράφει αυτό που γράφω. Θεός είναι ο κόσμος. Η αλήθεια είναι πάντα μια ανεξήγητη εσωτερική επαφή. Η πιο αληθινή ζωή μου είναι μη αναγνωρίσιμη, ακραία εσωτερική και δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να την σημαίνει. Η καρδιά μου άδειασε από κάθε επιθυμία και περιορίστηκε στον δικό της ύστατο ή πρωταρχικό παλμό. Ο πονόδοντος που διαπερνά τούτη την ιστορία έδωσε μια γερή σουβλιά βαθιά μες το στόμα μας. Γι’αυτό και τραγουδάω ψηλή και οξεία μια μελωδία συγκοπτόμενη και στριγγή- είναι ο ίδιος μου ο πόνος, εγώ που κουβαλάω τον κόσμο και υπάρχει έλλειψη ευτυχίας. Ευτυχία; Ποτέ δεν είδα πιο βλακώδη λέξη, την έχουν σκαρφιστεί κάτι βουνίσιες από τα Βορειοανατολικά.
Όπως θα εξηγήσω τώρα, τούτη η ιστορία θα είναι το αποτέλεσμα ενός βαθμιαίου οράματος- εδώ και δυόμιση χρόνια ανακαλύπτω σιγά-σιγά τα γιατί. Είναι όραμα αυτού που πρόκειται να. Να τι; Ποιος ξέρει αν αργότερα θα ξέρω. Έτσι όπως γράφω την ίδια στιγμή που με διαβάζω. Μόνο που δεν αρχίζω από το τέλος που θα δικαιολογούσε την αρχή- όπως ο θάνατος μοιάζει να λέει για τη ζωή- γιατί χρειάζεται να καταγράψω τα προηγηθέντα γεγονότα.
Αυτή τη στιγμή γράφω με κάποια προηγούμενη συστολή έτσι που σας βομβαρδίζω με μια τόσο εξωτερική και επεξηγηματική αφήγηση. Απ’ την οποία παρόλα αυτά μέχρι και αίμα καταρράχτης τόσο που θα σφύζει από ζωή ποιος ξέρει ίσως καταφέρει να αναβλύσει και να πήξει αμέσως μετά σε κύβους τρεμουλιαστής ζελατίνης. Θα γίνει κάποτε αυτή η ιστορία η θρόμβωσή μου; Τι ξέρω εγώ. Αν κάποια αληθοφάνεια υπάρχει σε αυτήν -και προφανώς η ιστορία είναι αληθινή παρότι επινοημένη- να την αναγνωρίσει ο καθένας μέσα του γιατί όλοι είμαστε ένας και όποιος δεν είναι φτωχός σε χρήματα είναι φτωχός στο πνεύμα ή αναπολεί γιατί του λείπει κάτι πιο πολύτιμο από χρυσάφι- είναι κάποιοι που τους λείπει το ευαίσθητο ουσιώδες.
Πώς γίνεται να ξέρω όλο αυτό που θα ακολουθήσει και που ακόμη αγνοώ, εφόσον δεν το έζησα ποτέ; Είναι που σε έναν δρόμο του Ρίου Ντι Τζανέιρου έπιασα μεμιάς στον αέρα το αίσθημα της απώλειας στο πρόσωπο ενός κοριτσιού από τα Βορειοανατολικά. Για να μην πω ότι παιδάκι ανατράφηκα στα Βορειοανατολικά. Ξέρω πράγματα και επειδή είμαι ζωντανός. Όποιος ζει ξέρει, ακόμη και χωρίς να ξέρει ότι ξέρει. Έτσι κι εσείς κύριοι ξέρετε περισσότερα από όσα βάζει ο νους σας και κάνετε τους ανήξερους.
Σκοπεύω να μην είναι περίπλοκο αυτό που θα γράψω, έχω όμως υποχρέωση να χρησιμοποιήσω λέξεις που να σας κρατήσουν. Η ιστορία -ορίζω με ψευδή ελεύθερη βούληση- θα έχει περίπου εφτά χαρακτήρες και εγώ είμαι ένας από τους σημαντικότερους, εννοείται. Εγώ, ο Ροντρίγο Σ. Μ. Παλιό ανέκδοτο, αυτός, γιατί δεν θέλω να το παίζω μοντέρνος και να επινοώ εκφράσεις της μόδας για να φαίνομαι αυθεντικός. Γι’αυτό θα δοκιμάσω κόντρα στις συνήθειές μου να γράψω μια ιστορία με αρχή, μέση και “γκραν φινάλε”, να ακολουθείται από σιωπή και βροχή που πέφτει.
Ιστορία εξωτερική και επεξηγηματική, ναι, αλλά γεμάτη μυστικά- αρχίζοντας με έναν από τους τίτλους, ‘.Ως προς το μέλλον.’, του οποίου προηγείται μια τελεία και έπεται άλλη μια τελεία. Δεν πρόκειται για κάποια ιδιοτροπία μου- στο τέλος ίσως γίνει κατανοητή η ανάγκη να θέσω τα όρια. Καλά-καλά δεν έχω εικόνα για το τέλος που, αν η φτώχεια μου το επιτρέψει, το θέλω μεγαλοπρεπές. Αν αντί για τελεία ακολουθούσαν αποσιωπητικά ο τίτλος θα έμενε ανοιχτός σε πιθανές δικές σας φαντασιώσεις, ενδεχομένως ακόμη και νοσηρές ή ανελέητες. Εντάξει, αληθεύει πως ούτε εγώ έχω έλεος για τον κεντρικό μου χαρακτήρα, τη Βορειοανατολίτισσα: είναι μια ιστορία που τη θέλω ψυχρή. Όμως δικό μου το δικαίωμα να είμαι οδυνηρά ψυχρός, και όχι δικό σας. Γι’αυτό και δεν σας δίνω εναλλακτική. Δεν πρόκειται απλώς για ιστορία, είναι πριν από όλα πρωτογενής ζωή που ανασαίνει, ανασαίνει, ανασαίνει. Πορώδες υλικό, μια μέρα θα ζήσω εδώ τη ζωή ενός μορίου με την πιθανή του έκρηξη από άτομα. Αυτό που γράφω είναι κάτι περισσότερο από επινόηση, είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω για αυτό το κορίτσι ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτό. Και υποχρέωσή μου, αν και άτεχνα, να αποκαλύψω τη ζωή του.
Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή.
Κραυγάζω λοιπόν.
Καθαρή κραυγή και δίχως να ζητάω έλεος. Ξέρω πως υπάρχουν κορίτσια που πουλάνε το κορμί, τη μόνη τους πραγματική ιδιοκτησία, με αντάλλαγμα ένα καλό δείπνο αντί για σάντουιτς με μορταδέλλα. Αλλά το άτομο για το οποίο θα μιλήσω καλά-καλά δεν έχει κορμί για πούλημα, κανένας δεν την θέλει, είναι παρθένα και άκακη, δεν θα έλειπε σε κανέναν. Εξάλλου -συνειδητοποιώ τώρα- ούτε κι εγώ θα έλειπα καθόλου σε κανέναν- και ακόμη και αυτό που γράφω κάποιος άλλος θα το έγραφε. Ένας άλλος συγγραφέας, ναι, αλλά θα έπρεπε να είναι άντρας γιατί γυναίκα συγγραφέας μπορεί να αρχίσει τα δακρύβρεχτα μελό.
Σαν τη Βορειοανατολίτισσα, υπάρχουν χιλιάδες κορίτσια, σκορπισμένα σε τρώγλες, με θέση ενός κρεββατιού σε κοινό δώμα, να εργάζονται πίσω από θυρίδες μέχρι εξόντωσης. Ούτε καν τους περνάει από το νου πόσο εύκολα αντικαταστάσιμες είναι και πως είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν δεν κάνει μεγάλη διαφορά. Λίγες διαμαρτύρονται και απ’ό,τι ξέρω καμιά δεν παραπονιέται γιατί δεν ξέρει σε ποιον. Αυτός ο ποιος υπάρχει άραγε;
Ζεσταίνω το σώμα για να ξεκινήσω, τρίβοντας κάθε τόσο τα χέρια το ένα στο άλλο για να πάρω κουράγιο. Μόλις θυμήθηκα μια εποχή που ζέσταινα το πνεύμα μου με προσευχές: η κίνηση είναι πνεύμα. Η προσευχή ήταν ένας τρόπος να φτάσω βουβά και κρυφά από όλους στον ίδιο μου τον εαυτό. Όταν προσευχόμουν κατάφερνα ένα άδειασμα ψυχής- και αυτό το κοίλωμα είναι όλα όσα μπορώ ποτέ να έχω. Τίποτα περισσότερο από αυτό. Μα το κενό αξίζει όσο το πλήρες και του μοιάζει. Ένας τρόπος να αποκτάς είναι να μην γυρεύεις, ένας τρόπος να έχεις είναι να μη ζητάς και μόνο να πιστεύεις πως η σιωπή που το πιστεύω υπάρχει μέσα μου είναι απάντηση στο δικό μου- το δικό μου μυστήριο.
Σκοπεύω, όπως υπαινίχθηκα και πριν, να γράψω με τρόπο κάθε φορά πιο απλό. Άλλωστε το υλικό που διαθέτω παραείναι πενιχρό και γλίσχρο, οι πληροφορίες για τους χαρακτήρες λιγοστές και όχι ιδιαιτέρως διαφωτιστικές, πληροφορίες που έρχονται με μόχθο από εμένα για εμένα, είναι δουλειά ξυλουργού.
Ναι, αλλά να μην ξεχάσω πως για να γράψω το οτιδήποτε το βασικό μου υλικό είναι η λέξη. Γι’αυτό και αυτή η ιστορία θα είναι καμωμένη από λέξεις που μαζεύονται σε φράσεις και από αυτές πηγάζει ένα μυστικό νόημα που υπερβαίνει λέξεις και φράσεις. Φυσικά, όπως κάθε συγγραφέας, μπαίνω στον πειρασμό να χρησιμοποιώ χυμώδεις όρους: γνωρίζω μεγαλοπρεπή επίθετα, σαρκώδη ουσιαστικά και ρήματα τόσο σπαθάτα που σκίζουν αιχμηρά τον άνεμο καθ’οδόν προς δράση, αφού η λέξη είναι δράση, σύμφωνοι;
Δεν θα πλουμίσω όμως τη λέξη γιατί αν αγγίξω το ψωμί του κοριτσιού το ψωμί αυτό θα γίνει χρυσάφι- και η νεαρή (είναι δεκαεννιά χρονών) η νεαρή δεν θα μπορούσε να το δαγκώσει, θα πέθαινε της πείνας. Πρέπει λοιπόν να μιλήσω απλά για να συλλάβω τη λεπταίσθητη και ασαφή της ύπαρξη. Περιορίζομαι ταπεινά -αλλά χωρίς τυπανοκρουσίες περί ταπεινότητας, κάτι που δεν θα ήταν πλέον ταπεινό- περιορίζομαι να ιστορήσω τις κουτσοπεριπέτειες ενός κοριτσιού σε μια πόλη στραμμένη σύσσωμη εναντίον της. Εκείνη που έπρεπε να είχε μείνει στην ενδοχώρα της Αλαγκόας με φορεσιά βαμβακερή και δίχως γραφομηχανές, έτσι χάλια που έγραφε, μόνο ως την Τρίτη Δημοτικού είχε πάει. Ήταν τόσο ανίδεη που έπρεπε να δακτυλογραφεί αντιγράφοντας σιγά-σιγά γράμμα το γράμμα- η θεία της της είχε κάνει κάτι ταχύρρυθμα μαθήματα για το πώς να χτυπάει τα πλήκρα της μηχανής. Και το κορίτσι απέκτησε μια κάποια αξιοπρέπεια- ήταν τουλάχιστον δακτυλογράφος. Αν και, ως φαίνεται, δεν ενέκρινε στη γλώσσα δύο σύμφωνα μαζί και αντέγραφε από τα κομψά στρογγυλωτά γράμματα του αγαπημένου αφεντικού τη λέξη ‘προσδιορίζω’ σα να είχε προφορικά πει ‘προσιδιορίζω’.
Συγχωρέστε με αλλά θα συνεχίσω να μιλάω για εμένα που μου είμαι άγνωστος, και γράφοντας ξαφνιάζομαι λιγάκι γιατί ανακάλυψα πως έχω πεπρωμένο. Ποιος δεν αναρωτήθηκε ποτέ: είμαι τέρας ή αυτό είναι να είσαι άνθρωπος;
Πριν, θέλω να διαβεβαιώσω πως αυτή η κοπέλα δεν γνωρίζει τον εαυτό της πάρα μόνο μέσω του να ζει άσκοπα. Αν έκανε την ανοησία να αναρωτηθεί: ‘ποια είμαι;’ θα έπεφτε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Διότι το ‘Ποια είμαι’; προκαλεί ανάγκη. Και πώς να ικανοποιήσεις την ανάγκη; Όποιος αναρωτιέται είναι ελλειπής.
Το άτομο για το οποίο θα μιλήσω είναι τόσο ανόητο που μερικές φορές χαμογελά στους άλλους στο δρόμο. Κανείς δεν ανταποκρίνεται στο χαμόγελο καθώς δεν την κοιτάζουν καν.
Επιστρέφοντας σε εμένα: αυτό που είναι να γράψω δεν μπορούν να το απορροφήσουν τα μυαλά που έχουν πολλές απαιτήσεις ή αρέσκονται στην επιτήδευση. Γιατί αυτό που θα λέω θα είναι μόνο γυμνό. Και ας έχει στο βάθος -ακόμη και τώρα- την τυραννισμένη παρασκιά που υπάρχει πάντα στα όνειρά μου όταν τη νύχτα τυραννισμένος κοιμάμαι. Μην περιμένετε, λοιπόν, άστρα σε ό,τι ακολουθεί: τίποτε δεν θα στραφταλίσει, πρόκειται για υλικό θαμπό και εκ φύσεως περιφρονητέο από όλους. Κι αυτό γιατί σε αυτήν εδώ την ιστορία λείπει μελωδία cantabile. Ο ρυθμός της είναι μερικές φορές παράτονος. Και έχει γεγονότα. Ξαφνικά παθιάστηκα για γεγονότα δίχως λογοτεχνία- τα γεγονότα είναι σκληρές πέτρες και το να δρω με ενδιαφέρει περισσότερο από το να σκέφτομαι, από τα γεγονότα δεν υπάρχει οδός διαφυγής.
Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να προτρέξω και να σκιαγραφήσω τώρα αμέσως ένα τέλος. Συμβαίνει όμως να μην πολυξέρω ακόμη ούτε εγώ πώς αυτό θα τελειώσει. Κι έπειτα επειδή αντιλαμβάνομαι πως πρέπει να πορευτώ βήμα-βήμα και σύμφωνα με μια προθεσμία καθορισμένη σε ώρες: μέχρι κι ένα ζώο αντιμετωπίζει τον χρόνο. Και αυτή είναι επίσης η δική μου πλέον πρωταρχική συνθήκη: το να πορεύομαι αργά και σταθερά παρόλη την ανυπομονησία μου με αυτό το κορίτσι.
Με τούτη την ιστορία θα ευαισθητοποιηθώ, και ξέρω καλά πως κάθε μέρα είναι μέρα κλεμμένη από το θάνατο. Δεν είμαι διαννοούμενος, γράφω με το σώμα. Και αυτό που γράφω είναι υγρή ομίχλη. Οι λέξεις είναι ήχοι μεταγγισμένοι από σκιές που διασταυρώνται άνισες, σταλακτίτες, δαντέλα, μεταμορφωμένη μουσική εκκλησιαστικού οργάνου. Μόλις που τολμώ να κραυγάσω λέξεις σε αυτό το παλλόμενο πλούσιο δίχτυ, το νοσηρό και σκοτεινό που έχει για αντίστιξη το τραχύ μπάσο του πόνου. Αλλέγκρο κον μπρίο. Θα προσπαθήσω να βγάλω από το κάρβουνο χρυσάφι. Ξέρω πως αναβάλλω την ιστορία και πως παίζω μπάλα δίχως μπάλα. Είναι το γεγονός πράξη; Ορκίζομαι πως αυτό το βιβλίο είναι φτιαγμένο δίχως λέξεις. Είναι βουβή φωτογραφία. Το βιβλίο αυτό είναι σιωπή. Το βιβλίο αυτό είναι ερώτημα.
Υποπτεύομαι όμως ότι όλη αυτή η κουβεντούλα γίνεται μόνο και μόνο για να αναβάλω τη φτώχεια της ιστορίας, γιατί φοβάμαι. Πριν προκύψει στη ζωή μου αυτή η δακτυλογράφος, ήμουν ένας άνθρωπος σχεδόν κάπως χαρούμενος, παρά την ελάσσονα επιτυχία μου στη λογοτεχνία. Τα πράγματα ήταν κατά κάποιον τρόπο τόσο ωραία που μπορούσαν να γίνουν πολύ άσχημα, εφόσον ό,τι ωριμάζει πλήρως μπορεί να σαπίσει.
Ωστόσο, το να υπερβώ τα ίδια μου τα όρια με γοήτευσε ξαφνικά. Και ήταν τότε που σκέφτηκα να γράψω για την πραγματικότητα, εφόσον με ξεπερνάει. Ό, τι και να σημαίνει ‘πραγματικότητα’. Θα είναι η αφήγησή μου γλυκερή; Έχει μια τάση αλλά να τώρα αμέσως ξεραίνομαι σύγκορμος και σκληραίνω. Και τουλάχιστον αυτό που γράφω δεν ζητά χάρη από κανέναν και δεν ικετεύει για βοήθεια: υπομένει την λεγόμενη οδύνη του με αξιοπρέπεια βαρώνου.
Ναι. Φαίνεται πως αλλάζω τον τρόπο γραφής. Συμβαίνει όμως να γράφω μόνον αυτό που θέλω, δεν είμαι επαγγελματίας- και έχω ανάγκη να μιλήσω για αυτή τη Βορειοανατολίτισσα ειδάλλως πνίγομαι. Εκείνη με κατηγορεί και ο τρόπος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου είναι να γράψω για αυτήν. Γράφω με ζωηρές και αδρές βολές πινελιές. Θα καταπιαστώ με γεγονότα σα να ήταν οι αγιάτρευτες πέτρες που έλεγα πριν. Παρότι για να ψυχωθώ θέλω καμπάνες να σημαίνουν ενόσω μαντεύω την πραγματικότητα. Και άγγελοι να φτερουγίζουν σαν διάφανες σφήκες γύρω από το θερμό κεφάλι μου γιατί θέλει να μεταμορφωθεί σε αντικείμενο-πράγμα, είναι ευκολότερο.
Αλήθεια γίνεται η δράση να ξεπερνά τη λέξη;
Μα στη γραφή- να δοθεί το πραγματικό όνομα στα πράγματα. Κάθε πράγμα είναι μια λέξη. Και όταν δεν υπάρχει, επινοείται. Αυτός ο Θεός σας είναι που μας πρόσταξε να επινοούμε.
Γιατί γράφω; Πριν από όλα γιατί συνέλαβα το πνεύμα της γλώσσας και γι’αυτό μερικές φορές η μορφή κάνει το περιεχόμενο. Γράφω παρόλα αυτά όχι εξαιτίας της Βορειοανατολίτισσας αλλά από ισχυρό κίνητρο ‘ανωτέρας βίας’, όπως λένε στα επίσημα έγγραφα, ‘βάσει ισχύος του νόμου’.
Ναι, η δύναμή μου είναι στη μοναξιά. Δεν με τρομάζουν ούτε οι αιφνίδιες μπόρες ούτε οι άγριοι λυτοί αέρηδες, γιατί είμαι κι εγώ η σκοτεινιά της νύχτας. Παρότι δεν μπορώ καλά-καλά να ακούσω ένα σφύριγμα στα σκοτεινά, και βήματα. Σκοτεινιά; Θυμάμαι μια ερωμένη: ήταν κορίτσι-γυναίκα και τι σκοτεινιά μες το κορμί της. Δεν την ξέχασα ποτέ: δεν ξεχνιέται ποτέ κάποιος που μαζί πλαγιάσαμε. Το συμβάν μένει χαραγμένο πύρινο σημάδι πάνω στη ζωντανή σάρκα και όλοι όσοι διακρίνουν το στίγμα τρέπονται με τρόμο σε φυγή.
Τώρα θέλω να πω για τη Βορειοανατολίτισσα. Τι εννοώ: αυτή σαν αδέσποτο σκυλί τηλεκατευθυνόταν αποκλειστικά από τον εαυτό της. Διότι είχε περιοριστεί στον εαυτό της. Κι εγώ, από αποτυχία σε αποτυχία, περιορίστηκα στον εαυτό μου αλλά τουλάχιστον θέλω να συναντήσω τον κόσμο και τον Θεό του.
Θέλω να προσθέσω, εν είδει πληροφορίας σχετικά με τη νεαρή και εμένα, πως ζούμε αποκλειστικά στο παρόν γιατί πάντα και στους αιώνες των αιώνων είναι σήμερα και το αύριο θα είναι ένα σήμερα, αιωνιότητα είναι η κατάσταση των πραγμάτων αυτή τη στιγμή.
Και να που φόβος με κυρίευσε με το που έβαλα τη Βορειοανατολίτισσα σε λέξεις. Και το ερώτημα είναι: πώς γράφω; Βεβαιώνω πως γράφω εξ ακοής, όπως έμαθα αγγλικά και γαλλικά εξ ακοής. Πρόγονοί μου στη γραφή; Είμαι ένας άνθρωπος με περισσότερα χρήματα από όσους πεινάν, και αυτό με κάνει κάπως ανειλικρινή. Και λέω ψέμματα μονάχα όταν είναι ώρα για ψέμματα. Όμως όταν γράφω δεν λέω ψέμματα. Τι άλλο; Ναι, δεν έχω κοινωνική τάξη, περιθωριοποιημένος καθώς είμαι. Η ανώτερη τάξη με βλέπει σαν αλλόκοτο τέρας, η μεσαία με καχυποψία πως μπορώ να την αποσταθεροποιήσω, η κατώτερη τάξη δεν έρχεται ποτέ προς τα μένα.
Όχι, δεν είναι εύκολο να γράφεις. Είναι σκληρό σαν να σπας βράχους. Αλλά πετάγονται σπίθες και σκλήθρες σαν αστάλι που λαμποκοπά.
Αχ πώς φοβάμαι να ξεκινήσω και να μην γνωρίζω ακόμη ούτε καν το όνομα του κοριτσιού. Για να μην πω ότι η ιστορία με απελπίζει με την τόση της απλότητα. Αυτό που σκοπεύω να πω μοιάζει εύκολο και βατό για τον καθένα. Όμως η επεξεργασία του είναι πολύ δύσκολη. Γιατί πρέπει να ρίξω φως σε αυτό που είναι μισοσβησμένο και που καλά-καλά δεν διακρίνω. Με κάτι χέρια από λασπωμένα σκληρά δάχτυλα να ψηλαφίσω το αόρατο μες την ίδια τη λάσπη.
Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: αυτή η αφήγηση θα ασχοληθεί με ένα λεπτό ζήτημα: τη δημιουργία ενός πλήρους ατόμου που αναμφίβολα θα είναι τόσο ζωντανό όσο κι εγώ. Να την προσέχετε, γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τη δείξω έτσι ώστε να την αναγνωρίζετε στο δρόμο, αλαφροπάτητη από την τρεμάμενη λιγνάδα. Και αν η αφήγησή μου είναι λυπηρή; Μετά θα γράψω αναμφίβολα κάτι χαρούμενο, αν και χαρούμενο γιατί; Επειδή είμαι και άνθρωπος των Ωσσανά και μια μέρα, ποιος ξέρει, ίσως να τραγουδήσω εγκώμια και όχι τα δεινά της Βορειονατολίτισσας.
Προς το παρόν θέλω να τριγυρνάω γυμνός ή κουρελής, θέλω να δοκιμάσω μια φορά τουλάχιστον την έλλειψη γεύσης που λεν πως έχει η όστια. Το να φάω την όστια θα είναι να αισθανθώ την ανοστιά του κόσμου και να λουστώ στο όχι. Αυτό είναι το δικό μου θάρρος, να εγκαταλείπω παλιά συναισθήματα που έγιναν βολικά.
Καμιά βόλεψη τώρα: για να μιλήσω για το κορίτσι πρέπει να μείνω αξύριστος μέρες ολόκληρες και να αποκτήσω μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια από τον λίγον ύπνο, να μισοκοιμάμαι μόνο από καθαρή εξάντληση, είμαι χειρωνάκτης δουλευτής. Πέρα από το να φοράω κουρελιασμένα παλιόρουχα. Όλα αυτά για να τεθώ στο επίπεδο της Βορειοανατολίτισσας. Αν και γνωρίζοντας πως ίσως θα έπρεπε να παρουσιάζομαι με πιο πειστικό τρόπο σε κύκλους ιδιατέρως απαιτητικούς με αυτόν που εδώ και τώρα χτυπάει τα πλήκτρα της μηχανής.
Όλα αυτά, ναι, η ιστορία είναι ιστορία. Όμως γνωρίζοντας εκ των προτέρων ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ ότι η λέξη είναι καρπός της λέξης. Η λέξη πρέπει να μοιάζει στη λέξη. Το να την φτάσω είναι το πρωταρχικό καθήκον μου προς εμένα τον ίδιο. Και η λέξη δεν μπορεί να είναι στολισμένη και καλλιτεχνικά μάταιη, πρέπει να είναι μόνον αυτή. Εντάξει, αληθεύει πως ήθελα επίσης να φτάσω μια λεπτή αίσθηση τόσο λεπτή που να μη σπάει σε μια αέναη ευθεία. Ενώ ταυτόχρονα επιθυμώ να φτάσω το πιο μπάσο και τραχύ, το πιο βαθύ και το πιο γη τρομπόνι, τόσο δίχως αντάλλαγμα που από τον εκνευρισμό μου με το γράψιμο ξεσπάω σε ανεξέλεγκτα γέλια κατ’ευθείαν από το στήθος. Και θέλω να δεχτώ την ελευθερία μου χωρίς να σκέφτομαι αυτό που αρκετοί πιστεύουν: πως το να υπάρχεις είναι μια υπόθεση για τους τρελλούς, περίπτωση τρέλλας. Γιατί έτσι φαίνεται. Το να υπάρχεις δεν είναι λογικό.
Η δράση αυτής της ιστορίας θα έχει ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωσή μου σε κάποιον άλλο και την υλοποίησή μου επί τέλους σε αντικείμενο. Ναι, και ίσως να φτάσω το γλυκό φλάουτο γύρω από το οποίο θα τυλιχτώ σαν εύκαμπτη λιάνα.
Αλλά ας γυρίσουμε στο σήμερα. Διότι, ως γνωστόν, το σήμερα είναι σήμερα. Δεν με καταλαβαίνετε και ακούω αορίστως ότι με περιγελάτε με τα σπασμωδικά και άξεστα χάχανα των γέρων. Και ακούω ρυθμικούς βηματισμούς στο δρόμο. Ανατριχιάζω από φόβο. Πάλι καλά που αυτό που πρόκειται να γράψω πρέπει οπωσδήποτε να έχει ήδη κάπως γραφεί μέσα μου. Δεν έχω παρά να με αντιγράψω με την λεπτότητα λευκής πεταλούδας. Αυτή η ιδέα της λευκής πεταλούδας έρχεται γιατί, αν το κορίτσι παντρευτεί, θα παντρευτεί λεπτή και ελαφριά και, σαν παρθένα που είναι, στα λευκά. Ή μήπως δεν θα παντρευτεί; Γεγονός είναι πως στα χέρια μου βρίσκεται ένα πεπρωμένο και μολοντούτο δεν νοιώθω πως έχω την εξουσία να επινοώ ελεύθερα: ακολουθώ μια κρυφή μοιραία γραμμή. Υποχρεούμαι να αναζητήσω μια αλήθεια που με υπερβαίνει. Γιατί γράφω για μια νεαρή που ως και η φτώχεια της είναι ξεστόλιστη; Ίσως γιατί σε αυτήν υπάρχει απομόνωση και ακόμη επειδή στη φτώχεια σώματος και πνεύματος αγγίζω την αγιότητα, εγώ που θέλω να αισθανθώ τα χνώτα του πέρα από εμένα. Μήπως και γίνω κάτι παραπάνω από ό,τι είμαι, μια που είμαι τόσο λίγος.
Γράφω γιατί δεν έχω τίποτα να κάνω στον κόσμο: περίσσεψα και δεν υπάρχει τόπος για μένα στη γη των ανθρώπων. Γράφω γιατί είμαι ένας απελπισμένος και έχω κουραστεί, δεν αντέχω πλέον τη ρουτίνα του να είμαι εγώ και αν δεν υπήρχε πάντα το καινούριο που είναι το γράψιμο, θα πέθαινα συμβολικά κάθε μέρα. Μα προετοιμασμένος είμαι να εξέλθω διακριτικά από την πίσω πόρτα. Τα έχω δοκιμάσει σχεδόν όλα, ακόμη και το πάθος και την απόγνωσή του. Και τώρα θα’θελα να έχω μόνο αυτό που θα είχα γίνει και δεν έγινα.
Φαίνεται να γνωρίζω αυτήν τη Βορειοανατολίτισσα στην παραμικρή της λεπτομέρεια, αφού ζω μαζί της. Και μάντεψα για αυτήν τόσα πολλά που έχει πασαλειφτεί στο δέρμα μου σαν κολώδης μελλάσσα ή μαύρη λάσπη. Όταν ήμουν μικρός διάβασα την ιστορία ενός γέρου που φοβόταν να περάσει ένα ποτάμι. Και να’σου ξεπροβάλλει ένας νέος άντρας που ήθελε κι εκείνος να διαβεί στην άλλη όχθη. Ο γέρος άδραξε την ευκαιρία και είπε:
-Με παίρνεις μαζί σου; Να ανεβώ στους ώμους σου;
Ο νεαρός συμφώνησε και όταν έφτασαν απέναντι του είπε:
-Φτάσαμε, τώρα μπορείτε να κατέβετε.
Όμως ο γέρος αποκρίθηκε, πανέξυπνος και πονηρός:
-Α, μη μου το κάνεις αυτό! Είναι τόσο ωραία εδώ πάνω που ποτέ πια δεν θα σε αποχωριστώ!
Η δακτυλογράφος λοιπόν δεν θέλει να αποχωριστεί τους ώμους μου. Τώρα διαπιστώνω πως η φτώχεια είναι άσχημη και ασύδοτη. Γι’αυτό δεν ξέρω αν η ιστορία μου θα είναι- να είναι τι; Δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω βρει ακόμη το κουράγιο να τη γράψω. Θα έχει συμβάντα; Θα έχει. Ποια όμως; Ούτε κι αυτό το ξέρω. Δεν πάω να σας προκαλέσω κάποια θλιβερή και ακόρεστη προσδοκία: όντως δεν ξέρω τι με περιμένει, έχω στα χέρια μου έναν χαρακτήρα ατίθασο που κάθε φορά το σκάει περιμένοντας από εμένα να τον ξαναβρώ.
Ξέχασα να αναφέρω ότι όλα όσα γράφω τώρα συνοδεύονται από τον εμφατικό κρότο τυμπάνου που χτυπά ένας στρατιώτης. Αμέσως μόλις ξεκινήσω την ιστορία- μονομιάς το τύμπανο θα πάψει.
Βλέπω την Βορειανατολίτισσα να κοιτάζεται στον καθρέφτη και -τυμπανοκρουσία- στον καθρέφτη εμφανίζεται το δικό μου πρόσωπο μου κουρασμένο και αξύριστο. Σε τέτοιο βαθμό ανταλλάσσουμε ο ένας τον άλλο. Δεν χωρά αμφιβολία πως αυτή είναι φυσικό πρόσωπο. Και προδικάζω ένα γεγονός: πρόκειται για κοπέλα που ποτέ της δεν κοιτάχτηκε γυμνή γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν από σεμνότητα ή επειδή είναι άσχημη; Αναρωτιέμαι επίσης πώς να αντιμετωπίσω γεγονότα και γεγονότα. Γιατί εντελώς ξαφνικά με γοήτευσε η μεταφορά: δημιουργώ την ανθρώπινη δράση και τρέμω. Και θέλω τη μεταφορά όπως ένας ζωγράφος που ζωγραφίζει μόνο αφηρημένα χρώματα θέλει να δείξει πως το κάνει γιατί έτσι του αρέσει, και όχι επειδή δεν ξέρει να σχεδιάζει. Για να σχεδιάσω την κοπέλα πρέπει να με δαμάσω και για να μπορέσω να συλλάβω την ψυχή της πρέπει να τρέφομαι λιτά με φρούτα και να πίνω λευκό παγωμένο κρασί γιατί κάνει ζέστη σε αυτό το κουβούκλιο όπου κλειδώθηκα και από όπου έχω την αξίωση να θέλω να βλέπω τον κόσμο. Χρειάστηκε επίσης να απέχω από σεξ και από ποδόσφαιρο. Για να μην πω ότι δεν βλέπω άνθρωπο. Θα επιστρέψω κάποτε στην προηγούμενη ζωή μου; Πολύ αμφιβάλλω. Διαπιστώνω τώρα ότι ξέχασα να πω πως για την ώρα δεν διαβάζω τίποτα ώστε να μην μολύνω με πλουμίδια την απλότητα της γλώσσας μου. Καθότι όπως έχω πει η λέξη πρέπει να μοιάζει στη λέξη, το όργανό μου. Ή μήπως δεν είμαι συγγραφέας; Στην ουσία είμαι περισσότερο ηθοποιός γιατί, μονάχα με έναν τρόπο στίξης, γίνομαι ταχυδακτυλουργός του επιτονισμού, υποχρεώνω την αλλότρια ανάσα να μου κάνει συντροφιά στο κείμενο.