Μετάφραση: Κ ώ σ τ α ς Μ π έ η ς
[Ένα από τα τέσσερα ποιήματα του Γουίλφρεντ Όουεν που δημοσιεύονται στο περιοδικό]
Ο Ουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen), 1893-1918, ο σημαντικός και αδικοχαμένος Άγγλος ποιητής που έγραψε συγκλονιστικά για την εμπειρία του πολέμου, γεννήθηκε στο Όσβεστρι της κομητείας Σσροπσάιρ. Το 1915 κατατάχθηκε στον βρετανικό στρατό. Σ’ ένα διάχυτο αντιπολεμικό κλίμα, κατά τη διάρκεια ενός εμπόλεμου αιώνα, η κριτική ευαισθησία του Όουεν, χυμένη στους άψογους αγγλικούς ρυθμούς του, τον έκανε έναν από τους πιο αγαπημένους Άγγλους ποιητές του πολέμου (war poets). Μετά από τον τραυματισμό και την νοσηλεία του επέστρεψε στο γαλλικό μέτωπο τον Αύγουστο του 1918. Τον Οκτώβρη παρασημοφορήθηκε. Σκοτώθηκε στις 4 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια εφόδου στην πόλη Ορς. Η ποσοτικά μικρή συγκομιδή του εκδίδεται, με επιμέλεια του ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν, το 1920: Wilfred Owen, Poems/ with an introduction by Siegfried Sassoon, London: Chatto & Windus. Η πρόσληψή του έκτοτε υπήρξε θεαματική: επανεκδόσεις, νέες εκδόσεις, κριτικές, βιογραφίες, ανθολογήσεις.
DULCE ET DECORUM EST
Όπως σκυφτοί ζητιάνοι διπλωμένοι σε σακιά,
γονατοδιαλυμένοι, φτυούμε να περάσουμε
τη λάσπη, να συρθούμε πέρα ώς τα αμπριά,
πίσω απ’ τις φλόγες, για λίγο να ησυχάσουμε.
Άνδρες υπνοβατούν, μαρς. Χωρίς άρβυλα πολλοί,
μες στο αίμα, όμως βαδίζουν· τυφλά, κουτσά.
Χαύνοι απ’ την κούραση, στο σύριγμα κουφοί
των Πέντε-Εννιά που πέφτουν πίσω αδιάκοπα.
Αέρια! Αέρια! Γρήγορα παίδες! – Ψάξιμο εκστατικό,
πρέπει να φορεθούν οι αδέξιες μάσκες έγκαιρα·
όμως κάποιος φωνάζει, τρεκλίζει μες στον πανικό
και παραπαίει σαν κάποιος μέσα στη φωτιά…
Θολά –το παχύ τζάμι αφήνει ένα πράσινο φως–
τον είδα, σαν σε πράσινη θάλασσα, να πνίγεται.
Στα όνειρά μου έρχεται πάντα αβοήθητος·
μ’ αρπάει, πέφτει, βήχει, ασφυκτιά και πνίγεται.
Αν σ’ ένα αλλόκοτο όνειρο μπορούσες να τον δεις
όπως τον ρίξαμε σακί άψυχο, πώς κρέμασε,
πώς σπαρταρούν στο πρόσωπό του οι λευκοί βολβοί,
πρόσωπο φτωχοδιάβολου που μετανόησε,
αν θ’ άκουγες κι εσύ στην άμαξα ρόγχο νεκρό
σε κάθε τράνταγμα καθώς ξερνάει ο πνεύμονας
αίμα κι αφρό, σαν μίασμα, σαν άθλιο ξερατό
σ’ αθώες γλώσσες, σαν ανίατο καρκίνωμα,
φίλε μου, δεν θα κήρυττες ποτέ με τέτοια ζέση
σε πρόθυμα παιδιά που φλέγονται για δόξης μέρη
το παλαιό ψέμα: Dulce et decorum est
Pro patria mori.
(Εγράφη πιθανόν μεταξύ 8 Οκτωβρίου 1917 και Μαρτίου 1918)