ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ
Ι.
Αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ότι, πρώτη φορά στις εορτές του Πομπηίου, το 55 π.Χ. –κι έκτοτε κάμποσες φορές ακόμη– με αντίκρισε το πλήθος. Το δίχως άλλο, απ’ την Ινδία θα με είχαν φέρει, όπως συνάγεται από το “ένα κέρας” (στην Αφρική έχω δύο). Το ακονίζω, λέει, πάνω σε λιθάρια κι ύστερα ξεκοιλιάζω τον θανάσιμο αντίπαλό μου, τον ελέφαντα, που έχει για πρώτο του εχθρό τον δράκοντα! Θα μ’ είχε δει, φαίνεται, ο Πλίνιος, στην αρένα, να μονομαχώ μ’ ελέφαντα. Όπως και ο Στράβων.
Ωστόσο, πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο γιά “όνο ινδικό”: μονό κέρας και μονή οπλή. Τούτον, με κέρας σπειροειδές, ονομάζει ο Αιλιανός “καρθάζονο”, και ο Πλίνιος “μονόκερω”. Δεν μπορεί κανένας να τον πιάσει ζωντανό. Επαληθεύει ο “Ιώβ” της Παλαιάς Διαθήκης: αδύνατον να εξημερωθεί. Και ο Ισίδωρος ο εκ Σεβίλλης αποφαίνεται: ρινόκερως, μονόκερως – ένα και το αυτό. Ανήμπορος ο κάθε κυνηγός: μόνο στην αγκαλιά παρθένας θα γείρω το κεφάλι, και θ’ αφεθώ να με αιχμαλωτίσουν.
Έτσι, μες στον Μεσαίωνα, έγινα, ο μονόκερως, Χριστός: ένα κέρας εγώ, ένα με τον Πατέρα του αυτός. Και η κοίμησή του, στην ποδιά της μάνας του.