Mετάφραση: Γιάννης Παλαβός
ΤΟ ΜΟΝΟΚΥΚΛΟ
Το 1978, αφότου για ένα διάστημα εργάστηκα σκληρά προκειμένου να αποκτήσω καλό όνομα ως συντηρητής μηχανικών πιάνων, βρέθηκα πνιγμένος στη δουλειά, κινδυνεύοντας να χάσω την αγάπη της όμορφης και επί μακρόν πιστής συντρόφου μου. Εκτός από έναν μεγάλο όγκο δουλειάς
που εκκρεμούσε για λογαριασμό των πελατών μου, με αποσπούσε κι ένα βουνό από ασυντήρητα όργανα που είχα αγοράσει για μένα, κι έτσι δεν της αφιέρωνα την προσοχή που της άξιζε.
Ως μια τελευταία προσπάθεια να της αποδείξω ότι την αγαπούσα περισσότερο από τα πιάνα, αποφάσισα να τα πουλήσω κι έβαλα μια αγγελία σ’ ένα ενημερωτικό δελτίο για συλλέκτες.
Τα πούλησα όλα στον πρώτο πουμου τηλεφώνησε, έναν συλλέκτη που ζούσε στην απέναντι ακτή, στη Δύση. Η κίνησή μου δεν απέδωσε.
Η μνηστή μου με παράτησε, κι έπειτα, ακολουθώντας την προτροπή του αγοραστή μου, μετακόμισα στην Τακόμα για να τον βοηθήσω να συντηρήσει τα πιάνα.
Δεν μου άρεσε η Δυτική Ακτή. Ήταν πολύ διαφορετική από την Ανατολική, χώρια που βρισκόμουν για πρώτη φορά χωρίς σύντροφο. Παραιτήθηκα από τη δουλειά πλάι στον συλλέκτη.
Τότε το φορτηγό μου άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα και ξέμεινα από λεφτά.
Ήθελα απεγνωσμένα να φύγω, κι έτσι έβαλα όπως όπως μπρος το φορτηγό, πήγα στο αεροδρόμιο,
το παράτησα κι έτρεξα στον γκισέ.
Ο αδερφός μου ζούσε κοντά στο Σικάγο. Ρώτησα πόσο κόστιζε το εισιτήριο για κει, έπειτα ψαχούλεψα την τσέπη μου κι έβγαλα ό,τι χρήματα μου είχαν απομείνει.
Έφταναν, μέχρι τελευταίας δεκάρας, ίσα ίσα για τα ναύλα.
Ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να τα βρούμε με τη μνηστή μου και από κανα δυό χρόνια που πέρασα τριγυρνώντας με τρένο και οτοστόπ, μένοντας σε μοναστήρια και άλλα παρόμοια μέρη, βρέθηκα ξανά στη Δυτική Ακτή. Και, για μια ακόμη φορά, ήμουν άφραγκος.
Τότε εξερράγη το ηφαίστειο στο όρος Σεντ Έλενς. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.
Τρέξαμε όλοι στα σκαλιά της εισόδου για να παρακολουθήσουμε την έκρηξη στον ορίζοντα.
Το θέαμα ήταν πραγματικά δυσοίωνο και αναστάτωσε πολύ κόσμο.
Την επομένη, ένας εντελώς αναστατωμένος οδηγός, περνώντας κοντά απ’ την υπαίθρια αγορά της οδού Πάικ, έπεσε σε μια διάβαση πεζών γεμάτη κόσμο και θέρισε τέσσερις περαστικούς.
Το ατύχημα έγινε μπροστά στα μάτια μου είδα τα αιμόφυρτα πτώματα να κείτονται ασάλευτα στην
άσφαλτο.
Κάθισα επιτόπου στο πεζοδρόμιο και ορκίστηκα να φύγω απ’ την πόλη.
Αργότερα, το βράδυ, εκεί που έστεκα μόνος στην ίδια διασταύρωση, έτεινα τα χέρια μου προς τον ουρανό και φώναξα: «Θεέ μου, τη σιχαίνομαι τη Δυτική Ακτή!
Έτσι κι είχα ένα μονόκυκλο, θα το καβαλούσα και θα ’φτανα μέχρι το Κονέκτικατ!».
Ύστερα έφυγα, κατέβηκα στο λιμάνι και χώθηκα στον υπνόσακό μου.
Το επόμενο πρωί, στην ίδια διασταύρωση –αλλά στην απέναντι μεριά του δρόμου,
αφημένο στο πεζοδρόμιο– ήταν ένα μονόκυκλο.
Κανονικά δεν κλέβω, αλλά υπ’ αυτές τις συνθήκες σκέφτηκα ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
Το καβάλησα, λοιπόν, στράφηκα προς την κατηφόρα, είπα «Ευχαριστώ» και ξεκίνησα.
Έπειτα από καμιά εκατοστή μέτρα, οι αστράγαλοί μου είχαν ματώσει τόσο πολύ καθώς γδέρνονταν στα πετάλια, που αναγκάστηκα να σταματήσω.
Επιπλέον, είχα αρχίσει να νιώθω άσχημα που πήρα το μονόκυκλο απ’ τον δρόμο,
οπότε γύρισα και το άφησα εκεί που το βρήκα.
Έμεινε για τρεις μέρες στο ίδιο μέρος, σ’ ένα απ’ τα πιο πολυσύχναστα
σημεία της πόλης, ώσπου εξαφανίστηκε.
Αντ’ αυτού πήρα το τρένο.
Γκόρντον Λι Στέλτερ
Μπόγκαρτ, Τζόρτζια