Μετάφραση: Nικηφόρος Χατζηπροκοπίου
(…) Όταν άφησα το Μοντεβιδέο γερμένη στην κουπαστή ενός πλοίου με ιταλική σημαία (το Ιούλιος Καίσαρ, της Διαμεσογειακής εταιρείας) με διακατείχε ένας θεμελιώδης φόβος: μην τυχόν δεν μπορέσω να ξαναγράψω. Μην τυχόν η συγγραφική μου ταυτότητα υποφέρει μια τόσο αβυσσαλέα ρωγμή που με οδηγήσει στη σιωπή. Με άλλα λόγια: η εξορία ως ευνουχισμός. (Ο ευνουχισμός σε όλες του τις μεταφορές είναι το φάντασμα που οποιαδήποτε απώλεια καθιστά εμφανές). Παρ’ όλα αυτά, δίχως να το καταλάβω, θα συνέβαινε το αντίθετο: όπως κάθε εμπειρία που αφορά σε ολόκληρη την προσωπικότητα, αλλά και σε κάθε της πλευρά, η εξορία μού ζήτησε λέξεις, μου ζήτησε γραφή, μου ζήτησε να αποτυπώσω τις συγκινήσεις. «Ενώ υποφέρω από το φόβο μήπως δεν μπορέσω να γράψω άλλο, στην εξορία γράφω. Ενώ φοβάμαι τον ευνουχισμό, γράφω. Ενώ υπομένω τον πόνο, τον ξεριζωμό, γράφω». Λογοτεχνία και θεραπεία. (…)
ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΣΙΜΙΣΤΕΣ
Καλύτερα μη γεννηθείς
όμως αν γεννηθείς,
καλύτερα να μην είσαι εξόριστος.
VI
Στο όνειρό μου γυρνούσα πίσω
μα μόλις έφτανα
μ’ έπιανε φόβος
και ήθελα να φύγω
οπουδήποτε αλλού.
VIII
Κρατάμε από του ταξιδευτή
την άστοχη γεωγραφία
όπου τον βγάλουν τα φτερά
-πουλί κατατρεγμένο-
χάνουμε ό,τι κερδίζουμε
και το κέρδος
χάθηκε στην πτήση.
IX
Από χώρα σε χώρα
η εξορία
είναι ποτάμι
τυφλό.
Περιφέρονται στους δρόμους
ακόμη δεν την έμαθαν τη γλώσσα την
καινούρια
γράφουν γράμματα
που δεν τα στέλνουν
έναν χρόνο
τον λέν’
πολύν καιρό.
XI
Ένα σπίτι
ένας πίνακας
μια καρέκλα
μια λάμπα
μια μυρτιά
ο ήχος της θάλασσας
χαμένα,
βαραίνουν όσο και η απουσία της μαμάς.
XII
Όταν τόσα χιλιόμετρα μπαίνουν ανάμεσα
κανείς δεν μπορεί να μείνει πιστός.
Ούτε το δέντρο που φυτέψαμε
ούτε το βιβλίο που αφήσαμε στη μέση,
ούτε ο σκύλος,
που ζει σε άλλο σπίτι.