(…) Εδώ βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Χρειάζεται να πω ότι βυθίζομαι; Ότι εξαφανίζονται τα χαρακτηριστικά και ο ήχος της φωνής μου; Φοβάμαι όχι τόσο πως θα πεθάνω αλλά πως ένα πρωί θα έχω απλά εξαϋλωθεί, θα είμαι η σκόνη που αιωρείται στο φως χωρίς κανένα ίχνος και κανένας δεν θα μπορέσει να με ξαναβρεί. Ούτε καν εγώ ο ίδιος. Γι’ αυτό και γράφω, αυτό εδώ είναι το πειστήριο της ύπαρξής μου, το κάστρο μου (που ακόμα βρίσκεται στα θεμέλια εννοείται), μια σχεδία για να περάσω απέναντι, ένα μπουκάλι στο πέλαγος. Παρασύρθηκα όμως με τις μεταφορές, όχι δεν είναι μήνυμα, σήμα sos, είναι μόνο ένα πράγμα, κάτι απτό που βγαίνει από μένα, κι έτσι μου δανείζει την υλικότητά του, μια κλωστή που κρατά τον ελαφρότατο ισχνό εαυτό μου, μια κηλίδα που μεγαλώνει. Έχω τη φιλοδοξία ενός νησιού που μόλις γεννιέται.
Θα επιχειρήσω τώρα μια ανασκόπηση, ας πούμε πως είμαι ανταποκριτής, γιατί από κάπου, όπως προείπα, πρέπει να ξεκινήσω, ακόμα κι αν δεν υπάρχει προορισμός. Δεν μπορώ να δω τόσο μακριά. Αυτό που ξέρω είναι πως υπάρχει αναχώρηση. Έφυγα από πού; Υποθέτω πως έφυγα από την ακινησία, από το τίποτα. Επινόησα την κίνηση που είναι η κίνηση των δακτύλων μου πάνω στα πλήκτρα και κάτι παράγεται, όχι νότες αλλά λέξεις. Τώρα κάθε μέρα θα υπάρχει εκτός από μένα και αυτό. Είναι τρομακτικό αλλά δεν το ομολογώ στον εαυτό μου. Έχω έναν κόμπο στο στομάχι από τότε που ξεκίνησα να γράφω, σαν να έχω καταπιεί ένα μυστικό που δεν είναι δικό μου, μιαν ανεξήγητη εξήγηση, μιαν ανώφελη αιτία. Αιτία ποιου πράγματος; (…)
(έργο εν εξελίξει)